Τετάρτη 4 Απριλίου 2018

"Και πάλι για το μάθημα των Θρησκευτικών" έγραψε ο Κώστας Σταμάτης (tvxs.gr, 4/4/2018)

...............................................................

Και πάλι για το μάθημα των Θρησκευτικών 





έγραψε ο Κώστας Σταμάτης
(tvxs.gr, 4/4/2018)

Η διδασκαλία του μαθήματος θρησκευτικών κατά καιρούς επανέρχεται στον δημόσιο διάλογο στη χώρα μας με αφορμή είτε κάποια νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου Παιδείας είτε κάποια δικαστική απόφαση.
Πώς δέον να τίθεται το θέμα αυτό από τη σκοπιά θεμελιωδών αρχών του δημοκρατικού κράτους δικαίου στην Ελλάδα, την Ευρώπη και όχι μόνο; Το κείμενο που ακολουθεί στέκεται αποκλειστικά στη θεσμική και δικαιοπολιτική διάσταση του ζητήματος.
Διακόσια χρόνια ύστερα από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και τον Αδαμάντιο Κοραή, η δικαιοπολιτική ουσία του ζητήματος συνεχίζει να προκαλεί μέγιστη αμηχανία στις τάξεις όσων εναντιώνονται σε πεφωτισμένη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Είτε αυτοί είναι η Διοικούσα Εκκλησία είτε πολιτικοί ή δημόσιοι λειτουργοί. Συνάμα καταδεικνύεται ο βαθύς πολιτικο-διανοητικός επαρχιωτισμός, αλλά και ο καιροσκοπισμός κομμάτων και προσώπωνπου κατά τα άλλα ενδέχεται να δηλώνουν φιλελεύθεροι και ευρωπαϊστές.
Ας κάνουμε λοιπόν λίγη αγωγή του πολίτη.
Δύο σοβαρές, προκαταρκτικές παρανοήσεις
Η πρώτη από αυτές αναφέρεται στην προμετωπίδα του Συντάγματος, ενώ η δεύτερη στο νόημα της «επικρατούσας» θρησκείας. Κοινή είναι εδώ η παρερμηνεία του Συντάγματος: ότι τάχα αποτελούν ουσιαστικό κανόνα δικαίου.
α) Η προμετωπίδα του Συντάγματος αναγράφει: «Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος». Η καθαρευουσιάνικη προμετωπίδα έχει χρησιμοποιηθεί το πρώτον στα Συντάγματα που θεσπίστηκαν στη διάρκεια της -αβέβαιης ακόμη ως προς την ευτυχή έκβασή της- ελληνικής Επανάστασης εναντίον του αλλόθρησκου κατακτητή. Ενδεχομένως εξέφραζε συνάμα και ένα δέος των υπόδουλων Ελλήνων μπροστά στο πρωτόγνωρο τότε εγχείρημα για κατάστρωση Συντάγματος εκ των κάτω, από τον επαναστατημένο λαό, ως συντακτικό υποκείμενο νέας Πολιτείας.
Λόγω της συμβολικής της αξίας και της ιστορικής σύνδεσής της με την ελληνική Επανάσταση, ως αφετηρία του ελληνικού συνταγματισμού, η προμετωπίδα έχει υιοθετηθεί και από τα μεταγενέστερα Συντάγματα μέχρι σήμερα, πλην εκείνου της αβασίλευτης δημοκρατίας, του 1927. Παρ’ όλα αυτά, αξίζει να γίνει από όλους αντιληπτό ότι η προμετωπίδα ούτε αποτελεί βεβαίως τμήμα του κανονιστικού περιεχομένου του Συντάγματος ούτε νοείται να ενέχει νόημα ενός κοσμοθεωρητικού προσήμου ως προς το περιεχόμενο του Συντάγματος.
Σε κοσμικό και ουδετερόθρησκο Κράτος, όπως είναι το ελληνικό, οι διατάξεις Συντάγματος κατά το περιεχόμενό τους δεν μπορεί να θεσπίζονται στο όνομα ενός μεταφυσικού δόγματος! Κατά μείζονα λόγο, αυτό είναι ανεπίτρεπτο, εάν πρόκειται για δημοκρατικό Σύνταγμα, το οποίο τίθεται και αναθεωρείται από τον ίδιο τον λαό, ως φορέα της λαϊκής κυριαρχίας, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Συντάγματος. Ανάμεσα στις εξουσίες που εκπηγάζουν από τον Λαό συμπεριλαμβάνεται και η συντακτική εξουσία όσο και η εξουσία αναθεώρησης του Συντάγματος.
β) Στο άρθρο 3 του Συντάγματος ορίζεται ότι «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού». Και στο άρθρο αυτό γίνεται απλώς τιμητική αναφορά σε «επικρατούσα θρησκεία». Με την έννοια ότι πρόκειται για την πλέον πολυάνθρωπη εκκλησιαστική κοινότητα στην ελληνική επικράτεια.
Η αναφορά σε «επικρατούσα θρησκεία» δεν σημαίνει ότι επικρατεί έναντι των άλλων θρησκευμάτων από άποψη κανονιστική! Κανένα έρεισμα δεν παρέχει, ώστε να δικαιολογείται οποιαδήποτε δυσμενής έννομη συνέπεια ή ανισότιμη μεταχείριση εις βάρος των υπόλοιπων θρησκευμάτων στη χώρα. Εξάλλου, απερίφραστα αποσαφηνίζεται τούτο και στην ερμηνευτική δήλωση στο άρθρο 18 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, το οποίο έχει προσυπογράψει και η χώρα μας.
Γιατί το Κράτος να είναι ουδετερόθρησκο;
Πολιτικά φιλελεύθερο και δημοκρατικό κράτος δικαίου υποχρεούται να είναι ουδετερόθρησκο. Δηλαδή, όχι μόνο να τηρεί με συνέπεια στάση ανεξιθρησκείας απέναντι στις γνωστές θρησκείες. Αλλά και να σέβεται πλήρως τη θρησκευτική ελευθερία των ανθρώπων επί ίσοιςόροις. Για όλους ανεξαιρέτως. Άρα και για τον μαθητικό κόσμο επίσης, όπως βέβαια και για τους γονείς των παιδιών και των εφήβων.
Γιατί όμως τούτο είναι ηθικοπολιτικά επιβεβλημένο; Διότι μόνον έτσι η Πολιτεία μπορεί να παίρνει στα σοβαρά και σε ισότιμη βάση τους πολίτες της, δηλαδή ως πρόσωπα υπεύθυνα, με αυτόνομη κρίση και με αξιοπρέπεια.
Για να το πούμε απλά, δεν επιτρέπεται π.χ. η θρησκευτική ελευθερία του ορθόδοξου χριστιανού πολίτη να «υπερισχύει» έναντι της θρησκευτικής ελευθερίας όλων των υπολοίπων. Εξάλλου, ακόμη και για τους πιστούς της επικρατούσας θρησκείας ισχύει η απερίσταλτη ελευθερία να μεταβάλουν ή να τροποποιήσουν θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, εφόσον οι ίδιοι το επιλέξουν. Σε κάθε περίπτωση, το θρησκεύειν είναι δικαίωμα καθενός ατόμου και όχι υποχρέωση.
Πώς να είναι καμωμένη η θρησκευτική εκπαίδευση;
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα δικαιώματα του ανθρώπου κρίνει τα ακόλουθα ως αυτονόητα κοινό παρονομαστή στον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό.
Καταρχάς απαγορεύεται τα ουδετερόθρησκα Κράτη να υιοθετούν εκπαιδευτική πολιτική θρησκευτικής κατήχησης, η οποία μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν σέβεται τις θρησκευτικές και τις φιλοσοφικές πεποιθήσεις των γονέων των μαθητών. Το ίδιο Δικαστήριο κρίνει ορθώς ότι η θρησκευτική εκπαίδευση πρέπει να παρέχεται κατά τρόπο αντικειμενικό, κριτικό και πολυφωνικό (βλ. π.χ. την υπόθεση «Ευστρατίου κατά Ελλάδος» της 18-12-1996).
Κατηχητική δημόσια εκπαίδευση προσβάλλει βαρέως θεμελιώδη δικαιώματα του παιδιού, την προσωπικότητα των μαθητών και μαθητριών, καθώς και τις αρχές της σύγχρονης εκπαίδευσης. Μέχρι στιγμής, πάντως, η Ελλάδα δεν φημίζεται διεθνώς για τις επιδόσεις της στα ζητήματα αυτά. Δικαιολογημένα έχει επισύρει κατ’ επανάληψη καταδίκες εις βάρος της από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα δικαιώματα του ανθρώπου.
Τι επιτάσσει επ’ αυτού το Σύνταγμα;
α) Το άρθρο 16§2 στην αποστολή της παιδείας περιλαμβάνει και την «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» των Ελλήνων. Πλην όμως τούτο
αναφέρεται σε θρησκευτική καλλιέργεια των μαθητών και μαθητριών ως εν
δυνάμει πολιτών και όχι ως πιστών. Μόνο αρμόδιο να χαράσσει εκπαιδευτική πολιτική για όλους τους πολίτες ισότιμα είναι το Κράτος και όχι η Εκκλησία οποιουδήποτε θρησκεύματος.
Ο κατηχητικός χαρακτήρας του μαθήματος των θρησκευτικών αντιβαίνει προδήλως στη διάπλαση των νέων «σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες», όπως αντιθέτως το Σύνταγμα επιτάσσει στην ίδια διάταξη. Τα σχολεία, τα Γυμνάσια και τα Λύκεια σε κοσμικό Κράτος δεν μπορεί στην ώρα των θρησκευτικών να μετατρέπονται σε κατηχητικά σχολεία οποιασδήποτε θρησκείας.
Εδώ πλέον οι ρόλοι χωρίζουν αποφασιστικά και ευκρινώς. Η μεν Εκκλησία δικαιούται να απευθύνεται σε πιστούς της, όπως άλλωστε και κάθε άλλο θρήσκευμα, στον δημόσιο χώρο επικοινωνίας της χώρας (Oeffentlichkeit), κάτω από κοινούς πολιτειακούς κανόνες. Το δε Κράτος στην εκπαιδευτική διαδικασία οφείλει να αντιλαμβάνεται τους νέους ως μέλλοντες πολίτες, ικανούς για αυτόνομη κρίση και ελεύθερη σκέψη. Και όχι ως πιστούς του ενός ή του άλλου θρησκεύματος.
β) Το άρθρο 13§1 ορίζει ότι «η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη». Απεναντίας, όποιος τάσσεται υπέρ ομολογιακού μαθήματος θρησκευτικών στη δημόσια εκπαίδευση, και μάλιστα μονόπλευρα προς όφελος της επικρατούσας θρησκείας, ευνοεί ένα συστηματικό κρατικό πατερναλισμό πάνω στους νέους ανθρώπους.
Τους αρνείται την απαραβίαστη ελευθερία να διαμορφώνουν από μόνοι τους (αυτόνομα) θρησκευτική συνείδηση, σαν να ήσαν ανίκανοι ή εσαεί ανώριμοι για κάτι τέτοιο. Ακόμη χειρότερα, παραβιάζεται η ελευθερία συνείδησης μαθητών και μαθητριών που έχουν διαφορετικές ή και καθόλου θρησκευτικές πεποιθήσεις. Πρόκειται κατ’ ουσίαν για κρατικά οργανωμένο προσηλυτισμό στα δόγματα της επικρατούσας θρησκείας! Γίνεται φανερό, όμως, ότι τούτο προσιδιάζει σε θεοκρατικό και όχι σε φιλελεύθερο Κράτος.
Γενικότερα, το νεωτερικό φιλελεύθερο Κράτος αρκείται προγραμματικά σε εξωτερική συμμόρφωση των πολιτών στους κανόνες του. Δεν μπορεί να ψαχουλεύει τον εσωτερικό τους κόσμο, να παίρνει θέση ως προς τις προτιμήσεις των πολιτών ή τις παντοειδείς πεποιθήσεις τους, δηλαδή γύρω από περιεχόμενα της ελεύθερης συνείδησης καθενός. Ούτε νομιμοποιείται να παρεισδύει σε διαφωνίες μεταξύ των πολιτών γύρω από θρησκευτικά φρονήματα, λαμβάνοντας έτσι μεροληπτικά θέση ως προς αυτές.
Μια διαφωτιστική διάκριση
Αξίζει λοιπόν σε παρόμοιες συζητήσεις να έχουμε κατά νου μια καίρια ηθικοπολιτική διάκριση σε δημοκρατική κοινωνία. Η σφαίρα του δικαιοπολιτικά ορθού (right) διακρίνεται προς τη σφαίρα του αγαθού (good): α) Το δικαιοπολιτικά ορθό αφορά σε δημόσιες ρυθμίσεις με κανόνες δικαίου, συμπεριληπτικές για όλους, πολίτες και αλλοδαπούς, εφόσον εμπλέκονται δικαιώματα του ανθρώπου. β) Το αγαθό, όμως, αφορά στο τι κρίνει έκαστος άξιο να επιδιώκει ως βιοθεωρία με ευζωία, ατομικά ή και συλλογικά, π.χ. ως μέλος σε ποίμνιο συγκεκριμένου θρησκεύματος.
Πώς πρέπει να διδάσκεται μάθημα θρησκευτικών, αυτό αφορά εξίσου όλους τους πολίτες, καθώς και όσους αλλοδαπούς διαβιούν στη χώρα. Η κρατική εξουσία οφείλει να διευθετήσει ρυθμιστικά το θέμα με πνεύμα καθολικό, δηλαδή με το να αντιμετωπίζει τους εκπαιδευόμενους ως ίσους και ελεύθερους. Δίχως να εκφράζει προτίμηση για διδασκαλία υπέρ συγκεκριμένου θρησκεύματος.
Εντούτοις, τι κρίνεται ως αγαθό και προσήκον νόημα ζωής, αυτό αφήνεται σε καθέναν από εμάς χωριστά, με πλήρη ελευθερία. Τουναντίον, ανελεύθερο είναι η κρατική εξουσία να επιβάλλει συγκεκριμένο νόημα ζωής, θρησκευτικά ή κοσμοθεωρητικά δεσμευμένο, απέναντι σε όλους. Όπως συνέβαινε ατυχώς με την αλήστου μνήμης διάταξη του Συντάγματος του 1952, η οποία όριζε ότι σκοπός της εκπαίδευσης είναι να καταστεί το μαθητικό κοινό σώνει και καλά κοινωνός απροσδιόριστων «ελληνοχριστιανικών αξιών».


* Ο Κώστας Σταμάτης διδάσκει φιλοσοφία του δικαίου στη Νομική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Πηγή: Αυγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: