Τρίτη 10 Απριλίου 2018

«Το πηγάδι και το εκκρεμές» Από τις «Ιστορίες μυστηρίου και φαντασίας» του Edgar Alan Poe (μτφ. Ντενίζ Ρώντα, εκδ. Παπαδόπουλος, 1999)

..............................................................

  




 Edgar Alan Poe (1809 - 1849)

 






·          «Το πηγάδι και το εκκρεμές»

 Από τις «Ιστορίες μυστηρίου και φαντασίας» του Edgar Alan Poe (μτφ. Ντενίζ Ρώντα, εκδ. Παπαδόπουλος, 1999)

   Impia tortorum longas hic turba furores
   Sanguinis innocui, non satiate, aluit.
   Sospile nunc patria, fracto nunc funeris antro,
   Mors ubi dira fuit vita salusque patent.*

   Τετράστιχο γραμμένο για τις πύλες μιας αγοράς,
   που επρόκειτο να ανεγερθεί στην τοποθεσία της
   Λέσχης των Ιακωβίνων, στο Παρίσι.

*Ο ανόσιος όχλος των βασανιστών, με την τρελή του μανία,
Που δε χόρταινε το αίμα των αθώων, διαλύθηκε.
Τώρα που σώθηκε η πατρίδα και γκρεμίστηκε το άντρο του ολέθρου,
Εκεί που κυριαρχούσε ο ζοφερός θάνατος, απλώνεται η ζωή και η γαλήνη. (Σ.τ.Μ.)


   Είχα αρρωστήσει – πήγαινα να πεθάνω από την παρατεταμένη αγωνία· κι όταν τελικά με έλυσαν και μου επέτρεψαν να καθίσω, ένιωσα τις αισθήσεις μου να με εγκαταλείπουν. Η καταδίκη – η τρομερή θανατική καταδίκη – ήταν τα τελευταία λόγια που έφτασαν ξεκάθαρα στ’ αυτιά μου. Μετά απ’ αυτό, ο θόρυβος απ’ τις φωνές των ιεροεξεταστών μεταβλήθηκε σ’ ένα ονειρικό συγκεχυμένο βούισμα. Μετέδιδε  στην ψυχή μου την ιδέα της ε π α ν ά σ τα σ η ς – ίσως επειδή τον συσχέτιζα στη φαντασία μου με τον τροχό του νερόμυλου. Αυτό μόνο για λίγο, γιατί σύντομα έπαψα ν’ ακούω οτιδήποτε. Ωστόσο, για κάποια ώρα – και με πόση έμφαση! – έβλεπα τα χείλη των μαυροντυμένων δικαστών. Μου φαίνονταν άσπρα – πιο άσπρα κι απ’ το χαρτί πάνω στο οποίο γράφω τούτα τα λόγια – και αλλόκοτα λεπτά, λεπτά, με την ένταση της αυστηρής τους έκφρασης, της αμετάκλητης απόφασης· της βλοσυρής περιφρόνησης για το ανθρώπινο μαρτύριο. Είδα, ακόμα, να βγαίνουν από κείνα τα χείλη οι αποφάσεις που θα καθόριζαν την μοίρα μου. Τα είδα να ζαρώνουν με μια νεκρική έκφραση. Τα είδα να σχηματίζουν τις συλλαβές του ονόματός μου· κι αναρρίγησα, επειδή δεν ακολούθησε κανένας ήχος. Είδα ακόμα, για ελάχιστες στιγμές παραληρηματικού τρόμου, τον απαλό και σχεδόν αδιόρατο κυματισμό των σκούρων παραπετασμάτων που κάλυπταν τους τοίχους της αίθουσας. Κι ύστερα η ματιά μου έπεσε στα ψηλά επτά κεριά πάνω στο τραπέζι. Στην αρχή είχαν μια όψη σπλαχνική, έμοιαζαν με λευκούς, λυγερούς αγγέλους που θα με έσωζαν· έπειτα όμως, εντελώς ξαφνικά μια ζάλη νεκρική διαπέρασε το κορμί μου κι ένιωσα κάθε ίνα του να ηλεκτρίζεται, σαν να είχα αγγίξει το σύρμα μιας γαλβανικής μπαταρίας, ενώ οι αγγελικές μορφές έγιναν ακατανόητα φάσματα, με πύρινα κεφάλια, και κατάλαβα ότι απ’ αυτά δε θα ερχόταν καμιά βοήθεια. Και τότε τρύπωσε στη φαντασία μου, σαν απολαυστική μουσική νότα, η σκέψη για το πόσο γλυκιά πρέπει να είναι η ανάπαυση μέσα στον τάφο. Η σκέψη ήρθε στο νου μου απαλά κι απατηλά, και μου φάνηκε ότι πέρασε αρκετός χρόνος μέχρι να τα συνειδητοποιήσω πλήρως· μόλις όμως το πνεύμα μου άρχισε να την κατανοεί και να την απολαμβάνει, οι μορφές των δικαστών, ως δια μαγείας, χάθηκαν από τα μάτια μου. Τα ψηλά κεριά βυθίστηκαν στην ανυπαρξία· οι φλόγες τους έσβησαν εντελώς· κυριάρχησε το μαύρο σκοτάδι· όλες μου οι αισθήσεις θαρρείς και απορροφήθηκαν σε μια τρελή ορμητική κάθοδο, σαν αυτή της ψυχής στον Άδη. Κι ύστερα, η σιωπή, η ακινησία και η νύχτα έγιναν ολόκληρο το σύμπαν.
   Είχα λιποθυμήσει· όμως δεν μπορώ να πω πως είχα χάσει ολότελα τις αισθήσεις μου. Δε θα προσπαθήσω να προσδιορίσω ή να περιγράψω τι μου είχε απομείνει απ’ αυτές· όμως δεν είχαν χαθεί εντελώς. Ούτε στον πιο βαθύ λήθαργο ούτε στο παραλήρημα ούτε στη λιποθυμία ούτε στο θάνατο· ακόμα και μέσα στον τάφο δε χάνονται τα πάντα! Εκτός κι αν δεν υπάρχει αθανασία για τον άνθρωπο. Ξυπνώντας απ’ τον πιο βαθύ λήθαργο, διαρρηγνύουμε το λεπτό ιστό κάποιου ονείρου. Κι όμως, ένα δευτερόλεπτο αργότερα (τόσο εύθραυστος μπορεί να είναι αυτός ο ιστός) δε θυμόμαστε ότι ονειρευτήκαμε. Όταν αποκτούμε τις αισθήσεις μας από μια λιποθυμία, περνάμε από δύο στάδια: πρώτα, απ’ αυτό της συναίσθησης της διανοητικής ή πνευματικής ύπαρξης· και έπειτα, από κείνο της συναίσθησης της σωματικής διάστασης. Πιθανόν αν, φτάνοντας στο δεύτερο στάδιο, μπορούσαμε να θυμηθούμε τις εντυπώσεις απ’ το πρώτο, να τις βρίσκαμε πειστικές για τις αναμνήσεις του χάους που κρύβεται πίσω τους. Και τι είναι αυτό το χάος; Πώς μπορούμε τουλάχιστον να ξεχωρίσουμε τις σκιές του από κείνες του τάφου; Αλλά, ακόμα κι αν δεν ανακαλέσουμε εκούσια τις εντυπώσεις αυτού που ονόμασα πρώτο στάδιο, μήπως δεν έρχονται απρόσκλητες μετά από κάμποσο καιρό, ενώ εμείς απορούμε από πού ήρθαν; Όποιος δεν έχει λιποθυμήσει ποτέ, δεν πρόκειται ν’ ανακαλύψει παράξενα παλάτια και παράδοξα οικεία πρόσωπα μέσα στα πυρακτωμένα κάρβουνα· δεν πρόκειται να δει να ταξιδεύουν στον αέρα τα θλιβερά οράματα που οι πολλοί δεν βλέπουν· δεν πρόκειται να συλλογιστεί το άρωμα κάποιου ασυνήθιστου λουλουδιού· δεν πρόκειται να τα χάσει με την εκφραστικότητα κάποιου μουσικού ρυθμού που, μέχρι τότε, δεν του είχε τραβήξει ποτέ την προσοχή.
   Ανάμεσα στις συχνές, συνειδητές προσπάθειες να θυμηθώ, όταν μοχθούσα ν’ αναπλάσω την κατάσταση της φαινομενικής ανυπαρξίας στην  οποία είχε περιέλθει η ψυχή μου, υπήρξαν στιγμές που ονειρεύτηκα πως το είχα κατορθώσει· για κάποια σύντομα, πολύ σύντομα χρονικά διαστήματα, σκάλισα μνήμες, που η πνευματική διαύγεια μιας κατοπινής περιόδου με διαβεβαιώνει πως αναφέρονταν σ’ εκείνη την κατάσταση της φαινομενικής έλλειψης συνειδητότητας. Αυτοί οι ίσκιοι της θύμησης μιλούν ακαθόριστα για κάποιες ψηλές μορφές που με σήκωσαν και με μετέφεραν σιωπηλά κάτω, όλο και πιο κάτω, μέχρι που μ’ έπιασε μια απαίσια ζάλη στην ιδέα της ατέρμονης καθόδου. Μιλούν ακόμα για έναν αόριστο τρόμο στην καρδιά μου, που προκάλεσε το αφύσικο σταμάτημά της. Ύστερα ακολουθεί μια αίσθηση ξαφνικής ακινησίας των πάντων· λες κι εκείνοι που με μετέφεραν (μια απόκοσμη συνοδεία!) είχαν υπερβεί τα όρια του άπειρου και σταμάτησαν αποκαμωμένοι απ’ το μόχθο τους. Μετά απ’ αυτό, μου έρχεται στο νου η ισοπέδωση κι η υγρασία· κι από κει και πέρα όλα είναι μια  π α ρ ά ν ο ι α – η παράνοια ενός μνημονικού που ασχολείται με πράγματα απαγορευμένα.
   Εντελώς ξαφνικά επέστρεψε στην ψυχή μου η κίνηση κι ο ήχος – η ταραχώδης κίνηση της καρδιάς μου και, στ’ αυτιά μου, ο ήχος και το χτυποκάρδι. Έπειτα, μια παύση όπου υπάρχει μόνο το κενό. Ύστερα πάλι ήχος και κίνηση και αφή – μια αίσθηση τρεμουλιάσματος που διαπερνούσε το σώμα μου. Έπειτα, η απλή συνειδητοποίηση της ύπαρξης, χωρίς σκέψη – μια κατάσταση που διήρκεσε πολύ. Μετά, τελείως ξαφνικά η  σ κ έ ψ η , το ρίγος του τρόμου, η αγωνιώδης προσπάθεια να κατανοήσω την αληθινή μου κατάσταση. Ύστερα, μια δυνατή επιθυμία να κυλήσω στην απάθεια. Μετά μια ορμητική αναγέννηση της ψυχής και μια επιτυχημένη προσπάθεια κίνησης. Και τώρα, η πλήρης ανάμνηση της δίκης, των δικαστών, των σκουρόχρωμων παραπετασμάτων, της καταδίκης, της αδιαθεσίας, της σκοτοδίνης. Μετά, η ολοκληρωτική λήθη για όλα όσα ακολούθησαν· όλ’ αυτά επανήλθαν αμυδρά στη θύμησή μου κάποια άλλη μέρα, μετά από έντονη προσπάθεια.
Μέχρι αυτή τη στιγμή δεν είχα ανοίξει τα μάτια μου. Ένιωθα πως ήμουν ξαπλωμένος ανάσκελα, χωρίς δεσμά. Άπλωσα το χέρι μου κι αυτό έπεσε βαρύ πάνω σε κάτι υγρό και σκληρό. Το ανάγκασα να παραμείνει εκεί για αρκετά λεπτά, καθώς αγωνιζόμουν να καταλάβω πού και  τ ι  θα μπορούσα να είμαι. Λαχταρούσα, μα δεν τολμούσα να χρησιμοποιήσω την όρασή μου. Φοβόμουν την πρώτη ματιά στα αντικείμενα γύρω μου. Όχι ότι φοβόμουν να κοιτάξω κάτι τρομακτικό, αλλά έτρεμα μήπως δεν υπήρχε  τ ί π ο τ α  να δω. Τελικά, μια τρελή απελπισία στην καρδιά, άνοιξα γοργά τα μάτια μου. Οι χειρότερες σκέψεις μου είχαν, λοιπόν, επιβεβαιωθεί. Με περιστοίχιζε η μαυρίλα της αιώνιας νύχτας. Ανέπνεα με δυσκολία. Σα να με πλάκωνε και να μ’ έπνιγε το πυκνό σκοτάδι. Η ατμόσφαιρα ήταν ανυπόφορα πνιγηρή. Παρέμεινα ξαπλωμένος ήσυχα και προσπάθησα να θέσω σε λειτουργία τη λογική μου. Έφερα στο μυαλό μου, την ανακριτική διαδικασία κι επιχείρησα, από κείνο το σημείο, να συμπεράνω την πραγματική μου κατάσταση. Η καταδικαστική απόφαση είχε εκδοθεί· και μου φάνηκε πως από τότε είχε περάσει πολύ μεγάλο διάστημα. Ωστόσο, ούτε για μια στιγμή δεν υπέθεσα πως ήμουν νεκρός. Μια τέτοια υπόθεση, παρά τα όσα διαβάζουμε στα μυθιστορήματα, είναι εντελώς ασυμβίβαστη με την πραγματική ύπαρξη· όμως πού βρισκόμουν και σε ποια κατάσταση; Ήξερα πως οι καταδικασμένοι σε θάνατο πέθαιναν συνήθως στο a u t od af e  (Σ.τ.Μ. «πράξη πίστεως» που χρησιμοποιούνταν από την Ιερά εξέταση για τις ομαδικές εκτελέσεις στην πυρά.) κι ένα τέτοιο είχε γίνει το βράδυ της ημέρας που έγινε η δίκη μου. Με είχαν ξαναστείλει στο μπουντρούμι μου, να περιμένω την επόμενη ανθρωποθυσία, που θα γινόταν μετά από λίγους μήνες; Κατάλαβα αμέσως πως αυτό δεν ήταν δυνατό να είχε συμβεί. Υπήρχε άμεση ζήτηση θυμάτων. Επιπλέον, το μπουντρούμι μου, όπως όλα τα κελιά των κατάδικων στο Τολέδο, είχε πέτρινο δάπεδο και δεν ήταν ολότελα σκοτεινό.
   Μια τρομακτική ιδέα έκανε ξαφνικά το αίμα μου να τρέξει σαν χείμαρρος στην καρδιά μου και για λίγο έχασα πάλι τις αισθήσεις μου. Όταν συνήλθα, σηκώθηκα αμέσως όρθιος, τρέμοντας σύγκορμος με σπασμούς. Άπλωσα σαν τρελός τα χέρια μου πάνω μου, γύρω μου, σ’ όλες τις κατευθύνσεις. Δεν αισθανόμουν τίποτα· ωστόσο, δεν έκανα βήμα, με το φόβο μήπως με σταματήσουν τα τοιχώματα κάποιου  μ ν ή μ α τ ο ς . Ο ιδρώτας ανάβλυζε από κάθε μου πόρο και σχημάτιζε μεγάλες, παγωμένες στάλες στο μέτωπό μου. Τελικά, η αγωνία της αβεβαιότητας έγινε αβάσταχτη και προχώρησα προσεκτικά μπροστά, με τα χέρια μου τεντωμένα και τα μάτια μου να κοντεύουν να βγουν από τις κόγχες τους, ελπίζοντας να διακρίνω κάποια αχτίδα φωτός. Έκανα αρκετά βήματα· όμως ολόγυρά μου παρέμεινε το σκοτάδι και το κενό. Ανάσανα πιο ελεύθερα. Ήταν φανερό πως η μοίρα μου, αν μη τι άλλο, δεν ήταν η πιο φριχτή.
   Και τώρα, καθώς συνέχιζα να προχωρώ, με προσοχή, κατέκλυσαν τη θύμησή μου ένα σωρό φήμες για τα όσα φοβερά συνέβαιναν στο Τολέδο. Για τις φυλακές, ο κόσμος διηγιόταν παράξενα πράγματα – εγώ τα θεωρούσα ανέκαθεν μύθους - , πολύ παράξενα και τρομακτικά για να τα επαναλάβεις, εκτός αν τα ψιθύριζες. Με είχαν αφήσει να πεθάνω από πείνα σ’ αυτό το σκοτεινό υπόγειο; Ή μήπως η μοίρα μού επιφύλασσε κάτι ακόμα πιο φοβερό; Κρίνοντας από το χαρακτήρα των δικαστών μου, δεν αμφέβαλλα ότι η απόφασή τους θα ήταν ο θάνατος, και μάλιστα ένας θάνατος πιο σκληρός απ’ τους συνηθισμένους. Το μόνο που με απασχολούσε και με αναστάτωνε ήταν ο τρόπος και ο χρόνος.
   Τ’ απλωμένα χέρια μου συνάντησαν τελικά κάποιο στερεό εμπόδιο. Ήταν ένας τοίχος, ένας πέτρινος τοίχος, απ’ ό,τι κατάλαβα – πολύ λείος, υγρός και κρύος. Τον ακολούθησα, βαδίζοντας με όλη την επιφυλακτικότητα που μου είχαν εμπνεύσει κάποιες παλιές διηγήσεις. Μ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, δεν μπορούσα να διαπιστώσω τις διαστάσεις της φυλακής μου, γιατί πιθανόν να έκανα κύκλο και να ξαναγύριζα στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησα, χωρίς να το καταλάβω – τόσο απόλυτα ομοιόμορφος έμοιαζε ο τοίχος. Αναζήτησα λοιπόν το μαχαίρι που είχα στην τσέπη μου όταν με οδήγησαν στην αίθουσα του δικαστηρίου· όμως έλειπε· μου είχαν βγάλει τα ρούχα και μου είχαν φορέσει μια πουκαμίσα από χοντρό ύφασμα. Είχα σκεφτεί να σφηνώσω τη λάμα σε κάποια χαραμάδα του τοίχου, για ν’ αναγνωρίσω το σημείο αφετηρίας μου. Η δυσκολία ήταν ασήμαντη, αλλά στο ταραγμένο μου μυαλό φάνηκε, αρχικά, αξεπέραστη. Έσκισα ένα κομμάτι από το στρίφωμα της πουκαμίσας και το τοποθέτησα, σε όλο το μήκος του, κάθετα στον τοίχο. Όπως θα προχωρούσα ψηλαφιστά, θα συναντούσα αναπόφευκτα το πανί, αν ολοκλήρωνα τον κύκλο. Έτσι τουλάχιστον νόμιζα· όμως δεν είχα υπολογίσει την έκταση της φυλακής, ούτε και την εξάντλησή μου. Το έδαφος ήταν υγρό και γλιστερό. Προχώρησα για κάμποσο παραπατώντας, μέχρι που σκόνταψα κι έπεσα. Η υπερβολική κόπωσή μου μ’ έκανε να παραμείνω κάτω, με το πρόσωπο στο χώμα· κι όπως ήμουν ξαπλωμένος, με πήρε γρήγορα ο ύπνος.
   Όταν ξύπνησα, απλώνοντας το ένα μου χέρι, βρήκα δίπλα μου μια φραντζόλα ψωμί κι ένα κανάτι με νερό. Ήμουν τόσο εξαντλημένος, που δε συλλογίστηκα πώς έγινε αυτό, απλώς έφαγα και ήπια με βουλιμία. Μετά από λίγο συνέχισα το γύρο της φυλακής και, με πολύ κόπο, έφτασα τελικά στο κομμάτι της πουκαμίσας. Μέχρι να πέσω είχα μετρήσει πενήντα δύο βήματα κι αφότου ξανάρχισα το περπάτημα μέτρησα άλλα σαράντα οκτώ ώσπου να φτάσω στο κουρέλι. Επομένως, συνολικά ήταν εκατό βήματα· και, υπολογίζοντας δυο βήματα στο μέτρο, συμπέρανα ότι η περίμετρος της φυλακής ήταν πενήντα μέτρα. Είχα, ωστόσο, συναντήσει πολλές γωνίες στον τοίχο κι έτσι δεν ήμουν σίγουρος πως επρόκειτο για υπόγειο.
   Αυτές οι εξερευνήσεις ήταν μάλλον άσκοπες και σίγουρα χωρίς καμιά ελπίδα· όμως, μια αόριστη περιέργεια μ’ έσπρωξε να τις συνεχίσω. Αφήνοντας τον τοίχο αποφάσισα να διασχίσω τον κεντρικό χώρο του υπογείου. Στην αρχή προχώρησα με τρομερή  προσοχή, γιατί το έδαφος, μολονότι φαινόταν από στέρεο υλικό, γλιστρούσε επικίνδυνα. Τελικά, όμως, πήρα θάρρος και χωρίς δισταγμό βάδισα σταθερά, προσπαθώντας να διασχίσω το δωμάτιο σε μια όσο το δυνατόν πιο ευθεία γραμμή. Είχα προχωρήσει έτσι κάπου δέκα με δώδεκα βήματα, όταν το σκισμένο στρίφωμα της πουκαμίσας μου μπλέχτηκε ανάμεσα στα πόδια μου. Το πάτησα κι έπεσα με ορμή μπρούμυτα.
   Πάνω στη σύγχυσή μου απ’ το πέσιμο, δε συνειδητοποίησα αμέσως ένα κάπως τρομακτικό γεγονός, που τράβηξε, όμως, την  προσοχή μου λίγες στιγμές αργότερα, ενώ ήμουν ακόμα πεσμένος κάτω. Και να τι ήταν: το πηγούνι μου ακουμπούσε στο δάπεδο της φυλακής, αλλά τα χείλη μου και το πάνω τμήμα του κεφαλιού μου, που κανονικά θα έπρεπε να είναι σε χαμηλότερο επίπεδο απ’ το πηγούνι, δεν ακουμπούσαν πουθενά. Ταυτόχρονα ένιωθα στο μέτωπό μου έναν υγρό αέρα και στα ρουθούνια μου έφτανε η χαρακτηριστική οσμή της σαπίλας και της μούχλας. Άπλωσα το χέρι μου και αναρρίγησα, όταν διαπίστωσα ότι είχα πέσει στο χείλος ενός στρογγυλού λάκκου, το βάθος του οποίου, φυσικά, δεν είχα τον τρόπο να εξακριβώσω εκείνη τη στιγμή. Ψαχουλεύοντας το τοίχωμα ακριβώς κάτω απ’ το στόμιό του, κατάφερα να ξεκολλήσω ένα μικρό κομμάτι, και το άφησα να πέσει στο κενό. Για αρκετά δευτερόλεπτα αφουγκραζόμουν τα χτυπήματά του, καθώς προσέκρουε, πέφτοντας, στα τοιχώματα του ανοίγματος· τέλος, ακούστηκε να πέφτει στο νερό και τον παφλασμό ακολούθησαν δυνατοί αντίλαλοι. Την ίδια στιγμή ακούστηκε από πάνω μου κάτι σαν γρήγορο ανοιγόκλειμα πόρτας, ενώ ξαφνικά άστραψε στη σκοτεινιά ένα χλομό φως, το οποίο έσβησε αμέσως.
   Είδα καθαρά την καταδίκη που μου είχαν επιφυλάξει και καλοτύχισα τον εαυτό μου για το μικροατύχημα, χάρη στο οποίο είχα γλιτώσει πάνω στην ώρα. Άλλο ένα βήμα αν έκανα πριν πέσω και θα είχα εγκαταλείψει αυτόν τον κόσμο. Και ο θάνατος που μόλις είχα αποφύγει ήταν από κείνους που ως τότε πίστευα πως ήταν αβάσιμες ιστορίες που ακούγονταν για την Ιερά εξέταση. Για τα θύματα της τυραννίας της υπήρχε η επιλογή ανάμεσα σ’ ένα θάνατο με σωματικά βασανιστήρια και σ’ ένα θάνατο με την πιο απαίσια μορφή ψυχολογικής τρομοκρατίας. Εγώ είχα προοριστεί για το δεύτερο. Από τη μακρόχρονη κακουχία τα νεύρα μου είχαν διαλυθεί, ώσπου έφτασα στο σημείο να τρέμω στον ήχο της ίδιας μου της φωνής· έτσι, είχα γίνει, απ’ όλες τις απόψεις, κατάλληλο θύμα για τα βασανιστήρια που με περίμεναν.
   Με μέλη που έτρεμαν, γύρισα περπατώντας ψηλαφιστά στον τοίχο, έχοντας αποφασίσει να πεθάνω εκεί, παρά να εκτεθώ στον τρόμο των πηγαδιών, που τώρα, με τη φαντασία μου, τα έβλεπα πολλά, σε διάφορα σημεία της φυλακής. Αν η διανοητική μου κατάσταση ήταν διαφορετική, ίσως να είχα το θάρρος να δώσω ένα τέλος στην ταλαιπωρία μου, βουτώντας σε κάποια απ’ αυτές τις υγρές αβύσσους· τώρα όμως ήμουν ο πιο δειλός απ’ τους δειλούς. Ούτε μπορούσα να ξεχάσω όσα είχα διαβάσει γι’ αυτά τα πηγάδια – πως στη φριχτή εκείνη μοίρα δε συμπεριλαμβανόταν ο  ά μ ε σ ο ς   -  θάνατος.
   Η ταραχή με κράτησε ξύπνιο για πολλές ώρες, αλλά στο τέλος ξαναβυθίστηκα στον ύπνο. Ξυπνώντας, βρήκα στο πλάι μου, όπως και πριν, μια φραντζόλα ψωμί κι ένα κανάτι με νερό. Η δίψα μ’ έκαιγε και άδειασα το δοχείο μονορούφι. Θα πρέπει να είχαν ρίξει μέσα ναρκωτικό, γιατί, πριν καλά-καλά προλάβω να το πιω, μ’ έπιασε μια αβάσταχτη νύστα. Κοιμήθηκα έναν ύπνο βαθύ-βαθύ σαν το θάνατο. Για πόση ώρα, φυσικά, δεν ήξερα· όταν όμως άνοιξα τα μάτια, τα αντικείμενα γύρω ήταν ορατά. Μ’ ένα κιτρινωπό φέγγισμα, που δεν μπορούσα αρχικά να προσδιορίσω από πού ερχόταν, μπόρεσα να δω το μέγεθος και το σχήμα της φυλακής.
   Για το μέγεθός της είχα κάνει μεγάλο λάθος. Η περίμετρος του τοίχου δεν ξεπερνούσε τα είκοσι πέντε μέτρα. Για μερικά λεπτά, αυτή η διαπίστωση μού προκάλεσε μεγάλη στεναχώρια· στεναχώρια μάταιη, γιατί, πόση σημασία μπορούσαν να έχουν οι διαστάσεις της φυλακής μου, κάτω απ’ τις άθλιες συνθήκες που με περιέβαλλαν; Αλλά η ψυχή μου έδειχνε τρομερό ενδιαφέρον για τα ασήμαντα και βάλθηκα να υπολογίσω τι λάθος είχα κάνει στις μετρήσεις μου. Τελικά, έλαμψε μέσα μου η αλήθεια. Στην πρώτη μου εξερευνητική προσπάθεια είχα μετρήσει πενήντα δύο βήματα απ’ το κομμάτι του ρούχου· στην πραγματικότητα, είχα σχεδόν μετρήσει την περίμετρο του υπογείου. Τότε κοιμήθηκα, και μόλις ξύπνησα πρέπει να κάλυψα ξανά τον ίδιο δρόμο απ’ την αντίθετη κατεύθυνση, έτσι υπολόγισα την περίμετρο διπλή σχεδόν απ’ όση ήταν στην πραγματικότητα. Απ’ τη σύγχυσή μου δεν παρατήρησα ότι ξεκίνησα το γύρο της φυλακής έχοντας τον τοίχο απ’ τ’ αριστερά μου κι ότι κατέληξα έχοντας τον στα δεξιά μου.
    Επίσης είχα παραπλανηθεί σε σχέση με το σχήμα του χώρου. Βαδίζοντας ψηλαφιστά, είχα συναντήσει πολλές γωνίες κι έτσι σχημάτισα την εντύπωση ενός πολύ ακανόνιστου σχήματος· τόσο δυνατή είναι η επίδραση που ασκεί το απόλυτο σκοτάδι σε κάποιον που ξυπνά από λήθαργο ή ύπνο! Οι γωνίες σχηματίζονταν από λίγες μικρές εσοχές ή κόγχες, που υπήρχαν εδώ κι εκεί. Γενικά, το σχήμα της φυλακής ήταν τετράγωνο. Αυτό που είχα περάσει για πέτρα έμοιαζε τώρα με τεράστιες πλάκες από σίδερο ή κάποιο άλλο μέταλλο, που οι ενώσεις τους σχημάτιζαν τις εσοχές. Ολόκληρη η επιφάνεια αυτού του μεταλλικού χώρου ήταν άτεχνα ζωγραφισμένη μ’ όλα τα απαίσια κι αποκρουστικά κατασκευάσματα της νεκρολογικής δεισιδαιμονίας των καλόγερων. Απειλητικές μορφές δαιμόνων, με σκελετωμένα σώματα, κι άλλες, ακόμα πιο τρομακτικές εικόνες απλώνονταν στους τοίχους και τους παραμόρφωναν. Πρόσεξα πως τα περιγράμματα αυτών των τερατουργημάτων, ήταν αρκετά ευκρινή, ενώ τα χρώματα έμοιαζαν ξεθωριασμένα και θαμπά, σαν να είχαν αλλοιωθεί από την υγρασία. Μετά παρατήρησα το πάτωμα, που ήταν πέτρινο. Στο κέντρο, έχασκε το κυκλικό πηγάδι, απ’ τα δόντια του οποίου είχα γλιτώσει· όμως ήταν το μοναδικό στη φυλακή.
   Όλ’ αυτά τα έβλεπα ακαθόριστα και με μεγάλη προσπάθεια, καθώς η κατάστασή μου είχε αλλάξει σημαντικά όσο κοιμόμουν. Τώρα ήμουν ξαπλωμένος ανάσκελα, πάνω σ’ ένα χαμηλό, ξύλινο ικρίωμα. Ήμουν γερά δεμένος πάνω του με μια μακριά λωρίδα που έμοιαζε με ζωστήρα ράσου. Ήταν περασμένο πολλές φορές γύρω από το κορμί και τα μέλη μου, αφήνοντας ελεύθερο μόνο το κεφάλι μου και το αριστερό μου μπράτσο, ίσα-ίσα για να μπορώ, με πολλή προσπάθεια, να φτάνω την τροφή που βρισκόταν σ’ ένα πήλινο πιάτο ακουμπισμένο πλάι μου στο πάτωμα. Είδα με τρόμο πως έλειπε το κανάτι. Λέω με τρόμο, γιατί μ’ έκαιγε μια αφόρητη δίψα. Αυτή τη δίψα φαίνεται πως οι διώκτες μου είχαν σχεδιάσει να τη μεγαλώσουν κι άλλο – το φαγητό στο πιάτο ήταν παστό κρέας με καρυκεύματα.
   Κοιτώντας ψηλά, παρατήρησα την οροφή της φυλακής μου. Είχε ύψος δέκα με δώδεκα μέτρα κι ήταν κατασκευασμένη περίπου όπως και οι τοίχοι. Σ’ ένα από τα τμήματά της, μια πολύ παράξενη μορφή τράβηξε την προσοχή μου. Ήταν μια απεικόνιση του Χρόνου, έτσι όπως παριστάνεται συνήθως, μόνο που, αντί για δρεπάνι, κρατούσε κάτι που με μια πρώτη ματιά έμοιαζε με τεράστιο εκκρεμές, σαν αυτό που βλέπουμε στα παλιά ρολόγια του τοίχου. Υπήρχε, ωστόσο, κάτι στην εμφάνιση αυτής της συσκευής που μ’ έκανε να παρατηρήσω πιο προσεκτικά. Καθώς το κοιτούσα (βρισκόταν ακριβώς από πάνω μου), μου φάνηκε πως το είδα να κινείται. Μια στιγμή αργότερα, η εντύπωσή μου επιβεβαιώθηκε. Η ταλάντωσή του ήταν σύντομη και, βέβαια, αργή. Το παρακολούθησα για μερικά λεπτά με κάποιο φόβο, αλλά περισσότερο με απορία. Στο τέλος κουράστηκα να παρατηρώ την ανιαρή κίνησή του κι έστρεψα τα μάτια μου στα άλλα αντικείμενα του κελιού.
   Ένας ανεπαίσθητος ήχος τράβηξε την προσοχή μου και, κοιτάζοντας στο πάτωμα, είδα κάμποσους πελώριους αρουραίους να το διασχίζουν. Είχαν βγει απ’ το πηγάδι, που βρισκόταν στα δεξιά μου. Ακόμα κι όταν τους κοιτούσα, συνέχιζαν να έρχονται κατά ομάδες, βιαστικά, με λαίμαργα μάτια, καθώς τους είχε προσελκύσει η μυρωδιά του κρέατος. Χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια και προσοχή για να τους τρομάξω και να φύγουν.
   Θα ήταν μισή, ίσως και μία ώρα αργότερα (γιατί μόνο κατά προσέγγιση μπορούσα να λογαριάσω το χρόνο), όταν σήκωσα πάλι τα μάτια μου ψηλά. Αυτό που είδα τότε μου προξένησε σύγχυση και κατάπληξη. Η ταλάντωση του εκκρεμούς είχε αυξηθεί σε πλάτος κατά ένα περίπου μέτρο. Σαν φυσική συνέπεια, η ταχύτητα ήταν επίσης πολύ μεγαλύτερη. Εκείνο όμως που μ’ ενοχλούσε κυρίως ήταν ότι είχε χαμηλώσει αισθητά. Τώρα παρατήρησα – περιττό ν’ αναφέρω με πόσο τρόμο – πως το κάτω άκρο του ήταν ένα μισοφέγγαρο από αστραφτερό ατσάλι, μήκους περίπου τριάντα πόντων απ’ άκρη σ’ άκρη· οι αιχμές του ήταν στραμμένες προς τα πάνω κι η κάτω  μεριά του φαινόταν κοφτερή σαν ξυράφι. Έμοιαζε πραγματικά με τεράστιο, βαρύ ξυράφι, που λέπταινε στην άκρη, ενώ πλάταινε και γινόταν συμπαγές επάνω. Ήταν κρεμασμένο από ένα βαρύ συρματόσχοινο κι όλο μαζί  σ φ ύ ρ ι ζ ε  σ α ν  φ ί δ ι  καθώς ταλαντευόταν στον αέρα.
   Δεν είχα πια καμιά αμφιβολία για το τέλος που μου είχε επιφυλάξει η επινοητικότητα των καλόγερων στα βασανιστήρια. Οι αρμόδιοι ιεροεξεταστές είχαν ενημερωθεί για το ότι γνώριζα την ύπαρξη του  π η γ α δ ι ο ύ , η φρίκη του οποίου προοριζόταν για τους τολμηρούς αντιδραστικούς – σαν κι εμένα -, χαρακτηριστικά της κόλασης που σύμφωνα με τις φήμες, ήταν η ανώτερη των ποινών τους. Είχα αποφύγει τη βουτιά σ’ αυτό το λάκκο από καθαρή τύχη και γνώριζα ότι τα στοιχεία της έκπληξης και της παγίδευσης στα βασανιστήρια αποτελούσαν σημαντικό μέρος της όλης βαναυσότητας των θανάτων σ’ αυτά τα μπουντρούμια. Το γεγονός ότι είχα γλιτώσει το πηγάδι δεν ήταν μέρος του σατανικού σχεδίου, σύμφωνα με το οποίο θα με πετούσαν στην υγρή άβυσσο· κι έτσι (εφόσον δεν υπήρχε εναλλακτική λύση), με περίμενε μια διαφορετική, πιο ήπια εξολόθρευση. Πιο ήπια! Μειδίασα  μες στην αγωνία μου, με τη σκέψη της χρήσης αυτού του όρου.
   Σε τι ωφελεί να μιλήσω για τις ατέλειωτες ώρες ενός τρόμου που ξεπερνούσε τα ανθρώπινα όρια – όταν μετρούσα τις ορμητικές αιωρήσεις του ατσαλιού! Πόντο τον πόντο, γραμμή τη γραμμή – σε μια κάθοδο η οποία γινόταν αισθητή ανά διαστήματα που φαίνονταν αιώνες – χαμήλωνε, όλο και χαμήλωνε! Πέρασαν μέρες – ίσως να πέρασαν πολλές μέρες – μέχρι που το εκκρεμές πηγαινοερχόταν τόσο κοντά από πάνω μου ώστε ένιωθα να με φυσά η σκληρή πνοή του. Η οσμή του κοφτερού ατσαλιού χωνόταν στα ρουθούνια μου. Προσευχόμουν, παρακαλούσα τα ουράνια να κατέβει πιο γρήγορα. Μ’ έπιασε υστερία κι αγωνιζόμουν ν’ ανασηκωθώ για να κολλήσω πάνω στο τρομερό, κινούμενο δρεπάνι. Έπειτα ξαφνικά ηρέμησα, κι απόμεινα να χαμογελώ, ξαπλωμένος, στον αστραφτερό θάνατο, όπως ένα παιδί που χαζεύει ένα ασυνήθιστο παιχνίδι.
   Μεσολάβησε ακόμη ένα διάστημα πλήρους αναισθησίας· ήταν σύντομο, αφού, όταν ξαναγύρισα στη ζωή, το χαμήλωμα του εκκρεμούς δεν ήταν αισθητό. Όμως μπορεί και να μην ήταν σύντομο· ήξερα πώς υπήρχαν κάποιοι σατανάδες που παρατηρούσαν τις λιποθυμίες μου κι ίσως να είχαν σταματήσει την ταλάντευση για γούστο. Όταν συνήλθα, ένιωσα επίσης πολύ – αχ! ανείπωτα – άρρωστος κι αδύναμος, σαν να είχα μείνει για καιρό νηστικός. Ακόμα και μ’ όλα αυτά τα βάσανα, η ανθρώπινη φύση μου λαχταρούσε την τροφή. Με οδυνηρή προσπάθεια τέντωσα το αριστερό μου χέρι, όσο το επέτρεπαν τα δεσμά μου, κι έπιασα τα λιγοστά αποφάγια που μου είχαν αφήσει οι αρουραίοι. Καθώς έβαζα λίγο στο στόμα, πέρασε φευγαλέα απ’ το μυαλό μου μια ασχημάτιστη υποψία χαράς-ελπίδας. Όμως τι δουλειά είχα εγώ με την ελπίδα; Ήταν, όπως είπα, μια ασχημάτιστη σκέψη – πολλές τέτοιες κάνουν οι άνθρωποι και δεν τις ολοκληρώνουν ποτέ. Ένιωθα πως ήταν μια σκέψη χαράς και ελπίδας, αλλά καταλάβαινα επίσης ότι είχε σβήσει καθώς σχηματιζόταν. Μάταια πάλεψα να την ολοκληρώσω – να την επαναφέρω. Η μακρόχρονη κακουχία είχε σχεδόν εκμηδενίσει όλες τις συνηθισμένες διανοητικές δυνάμεις μου. Ήμουν αποβλακωμένος – ένας ηλίθιος.
   Το εκκρεμές ταλαντευόταν κάθετα πάνω από το σώμα μου. Είδα ότι το μισοφέγγαρο προοριζόταν να διαπεράσει την περιοχή της καρδιάς. Θα ξέσκιζε το ύφασμα της πουκαμίσας μου, θα επέστρεφε και θα επαναλάμβανε τις ίδιες κινήσεις, ξανά και ξανά. Παρά την τρομερά πλατιά ταλάντωσή του (κάπου δέκα μέτρα ή και περισσότερο) και την ορμή της καθόδου του, που μπορούσε να κόψει ακόμα κι αυτούς τους σιδερένιους τοίχους, για κάμποσα λεπτά το μόνο που θα κατάφερνε να ξεσκίσει την πουκαμίσα μου. Και σ’ αυτή τη σκέψη σταμάτησα. Δεν τολμούσα να προχωρήσω πέρ’ απ’ αυτόν τον συλλογισμό. Επέμεινα σ’ αυτόν πεισματικά, λες και μ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορούσα να σταματήσω εδώ την κάθοδο της ατσάλινης λεπίδας. Πίεσα τον εαυτό μου να σκεφτεί τον ήχο που θα έκανε το δρεπάνι καθώς θα διαπερνούσε την επιφάνεια του ρούχου, την ιδιαίτερα ανατριχιαστική αίσθηση που προκαλεί στα νεύρα η τριβή του υφάσματος. Σκεφτόμουν όλες αυτές τις ανοησίες, μέχρι που τα δόντια μου άρχισαν να τρίζουν.
   Κάτω, γλιστρούσε ολοένα και πιο κάτω. Ένιωθα μια τρελή ικανοποίηση να συγκρίνω την καθοδική με την πλευρική του ταχύτητα. Δεξιά, αριστερά, πέρα δώθε, στριγγλίζοντας σαν δαιμονικό πνεύμα προς την καρδιά μου, με το ύπουλο βάδισμα της τίγρης! Μια γελούσα και μια ούρλιαζα, καθώς η μια ή η άλλη ιδέα κυριαρχούσε στη σκέψη μου.
   Πιο κάτω, σίγουρα, ανελέητα πιο κάτω! Ταλαντευόταν ένα εκατοστό πάνω από το στήθος μου! Πάλευα βίαια – μανιασμένα – να ελευθερώσω το αριστερό μου μπράτσο. Το χέρι μου ήταν ελεύθερο μόνο απ’ τον αγκώνα και κάτω. Με μεγάλη δυσκολία μπορούσα να το κινήσω απ’ το πιάτο που ήταν πλάι μου μέχρι το στόμα μου, αλλά όχι μακρύτερα. Αν μπορούσα να σπάσω τα δεσμά πάνω απ’ τον αγκώνα, θα είχα πιάσει το εκκρεμές και θα επιχειρούσα να το σταματήσω. Θα ‘ταν το ίδιο σαν να προσπαθούσα να σταματήσω μια χιονοστιβάδα!
   Πιο κάτω, ασταμάτητα, αναπόφευκτα πιο κάτω! Βογκούσα και τρανταζόμουν σε κάθε αιώρηση. Μαζευόμουν τρέμοντας σε κάθε του ταλάντωση. Τα μάτια μου ακολουθούσαν τις περιστροφές του προς τα έξω ή προς τα πάνω με την ένταση μιας άσκοπης απελπισίας· έκλειναν σπασμωδικά στο κατέβασμα, μ’ όλο που ο θάνατος θα ήταν μια ανακούφιση – πόσο δύσκολο να το προφέρω! Ωστόσο, έτρεμε κάθε μου νεύρο όταν σκεφτόμουν ότι, με το παραμικρό βύθισμα του μηχανισμού, αυτό το κοφτερό, γυαλιστερό πελέκι θα έπεφτε πάνω στο στήθος μου. Ήταν η  ε λ π ί δ α , η ελπίδα που θριαμβεύει την ώρα του μαρτυρίου, που ψιθυρίζει στους καταδικασμένους σε θάνατο ακόμα και μέσα στα μπουντρούμια της Ιεράς Εξέτασης.
   Είδα ότι σε δέκα ή δώδεκα αιωρήσεις η ατσάλινη λεπίδα θα ερχόταν σ’ επαφή με την πουκαμίσα μου – κι αυτή η παρατήρηση έφερε ξαφνικά στο πνεύμα μου όλη εκείνη τη θλιβερή, συμπυκνωμένη γαλήνη της απελπισίας. Για πρώτη φορά μετά από τόσες ώρες – ίσως και μέρες – σ κ ε φ τ ό μ ο υ ν . Μου φάνηκε τώρα πως η λωρίδα που με τύλιγε  ήταν  μ ο ν ο κ ό μ μ α τ η . Δεν την είχαν δέσει με κανένα ξεχωριστό σχοινί. Το πρώτο χτύπημα του κοφτερού μισοφέγγαρου, σε οποιοδήποτε σημείο της λωρίδας, θα την έσχιζε τόσο, ώστε θα μπορούσα να την ξεδιπλώσω από πάνω μου με το αριστερό μου χέρι. Όμως, πόσο τρομακτικά κοντά θα έφτανε σ’ αυτήν την περίπτωση η ατσάλινη λεπίδα! Πόσο θανατηφόρο το αποτέλεσμα και της παραμικρής προσπάθειάς μου! Επιπλέον, ήταν δυνατόν οι υποτακτικοί του βασανιστή να μην είχαν προβλέψει και να μην είχαν φροντίσει γι’ αυτή την περίπτωση: Μήπως το λουρί σταύρωνε πάνω στο στήθος μου, στην τροχιά του εκκρεμούς; Τρέμοντας μήπως αποδειχθεί μάταιη η αμυδρή, απ’ ό,τι φαινόταν, τελευταία μου ελπίδα, ανασήκωσα το κεφάλι μου όσο χρειαζόταν για να δω καλά το στήθος μου. Η λωρίδα τύλιγε σφιχτά το σώμα μου και τα μέλη μου προς όλες τις κατευθύνσεις –  ε κ τ ό ς  α π’  τ η ν  τ ρ ο χ ι ά  τ ο υ  θ α ν α τ η φ ό ρ ο υ  μ ι σ ο φ έ γ γ α ρ ο υ .
   Μόλις που είχα χαμηλώσει το κεφάλι μου στην αρχική του θέση, όταν ήρθε αστραπιαία στο νου μου κάτι που δεν μπορώ να το περιγράψω καλύτερα, παρά σαν το υπόλοιπο της μισοσχηματισμένης ιδέας για σωτηρία, στην οποία αναφέρθηκα πρωτύτερα, και που ένα μέρος της πέρασε απροσδιόριστα απ’ το μυαλό μου όταν έφερα το φαγητό στα χείλη μου που έκαιγαν. Τώρα η σκέψη παρουσιαζόταν ολοκληρωμένη – αμυδρή, σχεδόν παράλογη κάπως αόριστη, αλλά, πάντως, ακέραιη. Αμέσως, βάλθηκα, να τη θέσω σ’ εφαρμογή, με τη νευρική ενεργητικότητα της απελπισίας.
   Για πολλές ώρες, ο χώρος γύρω απ’ το χαμηλό ικρίωμα πάνω στο οποίο ήμουν ξαπλωμένος κατακλυζόταν κυριολεκτικά από αρουραίους. Άγριοι, θρασείς, πεινασμένοι, με κοιτούσαν επίμονα με τα κόκκινα μάτια τους, λες και περίμεναν να πάψω να κινούμαι για να ορμήσουν σ’ εμένα. «Σε τι είδος τροφής», σκέφτηκα, «τους έχουν συνηθίσει μες στο πηγάδι;»
   Είχαν καταβροχθίσει, παρ’ όλες τις προσπάθειές μου να τους εμποδίσω, όλο το περιεχόμενο του πιάτου, εκτός από λίγα απομεινάρια. Είχα καταλήξει σε μια μηχανική παλινδρομική κίνηση ή κυμάτισμα του χεριού γύρω απ’ το πιάτο· ώσπου τελικά, με την ασυναίσθητη επανάληψη, η κίνηση γινόταν δίχως προσπάθεια. Με την αδηφαγία τους, τα τρωκτικά έμπηγαν συχνά τα κοφτερά τους δόντια στα δάχτυλά μου. Με τα υπολείμματα του λαδερού, πιπεράτου κρέατος έτριψα καλά τη λωρίδα όπου μπορούσα να τη φτάσω· έπειτα, σήκωσα το χέρι μου απ’ το πάτωμα κι απέμεινα ασάλευτος, χωρίς ν’ αναπνέω.
   Στην αρχή, τα πεινασμένα ζώα ξαφνιάστηκαν και τρόμαξαν με την αλλαγή – με το σταμάτημα της κίνησης. Μαζεύτηκαν επιφυλακτικά πίσω· πολλά αναζήτησαν το πηγάδι. Αυτό όμως κράτησε μόνο για μια στιγμή. Δεν είχα υπολογίσει άδικα στη λαιμαργία τους. Παρατηρώντας ότι παρέμενα ακίνητος, ένα δύο από τα τολμηρότερα πήδηξαν πάνω στο ικρίωμα και άρχισαν να οσμίζονται τη λωρίδα. Αυτό ήταν κάτι σαν σύνθημα για γενική εφόρμηση. Απ’ το πηγάδι άρχισαν να καταφθάνουν κι άλλες ομάδες. Πιάνονταν απ’ το ξύλο, το υπερπηδούσαν και σκαρφάλωναν κατά εκατοντάδες πάνω μου. Η ρυθμική κίνηση του εκκρεμούς δεν τα ενοχλούσε καθόλου. Αποφεύγοντας το πέρασμά του, απασχολούνταν με τα λιγδωμένα δεσμά. Όλο και περισσότερα πηδούσαν πάνω μου και με πλάκωναν. Στριφογύριζαν στο λαιμό μου· τα κρύα χείλη τους γύρευαν τα δικά μου· άρχισα να πνίγομαι απ’ το βάρος τους· μια ακατανόμαστη αηδία πλημμύριζε τα σωθικά μου κι ένα γλοιώδες βάρος μού πάγωνε την καρδιά. Ωστόσο, ένα λεπτό ακόμα, κι ένιωθα πως ο αγώνας μου θα τελείωνε. Ένιωθα ξεκάθαρα το χαλάρωμα των δεσμών. Ήξερα πως θα πρέπει να είχαν κιόλας κοπεί σε κάποια σημεία. Με μια υπεράνθρωπη αποφασιστικότητα παρέμεινα ακίνητος.
   Και δεν είχα κάνει λάθος στους υπολογισμούς μου, ούτε είχα υποφέρει μάταια. Με τα πολλά ένιωσα πως ήμουν  ε λ ε ύ θ ε ρ ο ς . Το λουρί κομματιασμένο, κρεμόταν απ’ το σώμα μου. Αλλά το χτύπημα του εκκρεμούς βάραινε κιόλας πάνω στο στήθος μου. Είχε σχίσει την πουκαμίσα. Είχε τρυπήσει μέχρι και το εσώρουχό μου. Δύο φορές ταλαντεύτηκε, κι ένας οξύς πόνος διαπέρασε κάθε μου νεύρο. Αλλά η στιγμή της απελευθέρωσης είχε φτάσει. Μ’ ένα σάλεμα του χεριού μου, οι σωτήρες μου κουτρουβαλιάστηκαν μακριά. Με μια σταθερή κίνηση – προσεκτική, πλάγια και αργή -, ζαρώνοντας το σώμα μου γλίστρησα απ’ τα δεσμά και πέρα απ’ το σημείο που έφτανε το χαντζάρι. Τούτη τη στιγμή τουλάχιστον  ή μ ο υ ν  ε λ ε ύ θ ε ρ ο ς .
   Ελεύθερος! Και στα χέρια της Ιεράς Εξέτασης! Δεν είχα προλάβει σχεδόν να κατέβω απ’ το ξύλινο κρεβάτι του τρόμου και να πατήσω στο πέτρινο δάπεδο της φυλακής, όταν η κίνηση της σατανικής μηχανής σταμάτησε και την είδα ν’ ανασύρεται, από κάποια αόρατη δύναμη, στην οροφή. Αυτό ήταν ένα μάθημα που απελπισμένα αναγκάστηκα να μάθω καλά. Δίχως αμφιβολία, παρακολουθούσαν την κάθε μου κίνηση. Ελεύθερος! Είχα γλιτώσει από μια μορφή αγωνίας μόνο και μόνο για να παραδοθώ σε κάποια άλλη, χειρότερη κι απ’ το θάνατο. Μ’ αυτή τη σκέψη, έστρεψα το βλέμμα μου νευρικά στα σιδερένια εμπόδια που με περικύκλωναν. Κάτι ασυνήθιστο, κάποια αλλαγή, που αρχικά δεν μπορούσα να διακρίνω, ήταν φανερό πως είχε γίνει στο κελί μου. Για κάμποσα λεπτά αφαιρέθηκα ονειροπολώντας κι αναρριγώντας, κάνοντας μάταια διάφορες ασυνάρτητες υποθέσεις. Σ’ αυτό το διάστημα αντιλήφθηκα, για πρώτη φορά, από που ερχόταν το κιτρινωπό φως που φώτιζε το κελί. Έμπαινε από μια σχισμή, πλάτους περίπου ενός εκατοστού, που εκτεινόταν στη βάση των τοίχων σε όλη την περίμετρο της φυλακής και τους χώριζε εντελώς από το πάτωμα. Προσπάθησα, μάταια φυσικά, να δω μέσα απ’ το άνοιγμα.
   Καθώς ανασηκωνόμουν, μού ήρθε ξαφνικά η λύση του αινίγματος για την αλλαγή στο χώρο. Έχω ήδη αναφέρει ότι, μολονότι τα περιγράμματα των μορφών που εικονίζονταν στους τοίχους ήταν αρκετά ευδιάκριτα, τα χρώματα φαίνονταν συγκεχυμένα κι απροσδιόριστα. Τώρα, αυτά τα χρώματα είχαν αποκτήσει – και συνέχιζαν ν’ αποκτούν – μια εκπληκτική, πολύ έντονη φωτεινότητα, που έδινε στα δαιμονικά πορτρέτα μια όψη που θα τρόμαζε ακόμα και άτομα με πιο δυνατά νεύρα απ’ τα δικά μου. Δαιμονικά μάτια, που πριν ήταν αόρατα, με κοιτούσαν με μια άγρια, τρομακτική ζωντάνια από χιλιάδες μεριές κι έλαμπαν με τη φρικιαστική λάμψη μιας φωτιάς που, όσο κι αν προσπαθούσα, δεν μπορούσα να τη θεωρήσω ψεύτικη.
   Ψ ε ύ τ ι κ η ! Ακόμα κι όταν ανάσαινα έρχονταν στα ρουθούνια μου οι αναθυμιάσεις του πυρακτωμένου σίδερου! Μια αποπνικτική οσμή κατέκλυσε τη φυλακή! Και τα μάτια που παρακολουθούσαν τα μαρτύριά μου γίνονταν κάθε στιγμή και πιο λαμπερά! Μια πιο έντονη πορφυρή απόχρωση απλώθηκε στις εικονιζόμενες αιματοβαμμένες φρικαλεότητες. Είχα λαχανιάσει! Πάσχιζα ν’ ανασάνω! Δεν υπήρχε αμφιβολία για τα σχέδια των βασανιστών μου! Των πιο ανελέητων, των πιο σατανικών απ’ όλους τους ανθρώπους! Τραβήχτηκα απ’ το γυαλιστερό μεταλλικό τοίχο του κελιού. Μπροστά στη σκέψη της επικείμενης καταστροφής, η ιδέα της δροσιάς  του πηγαδιού ανακούφισε την ψυχή μου σαν βάλσαμο. Όρμησα στο θανατηφόρο χείλος του. Κοίταξα μ’ αγωνία κάτω. Η λάμψη της πυρακτωμένης οροφής φώτιζε και τις πιο βαθιές του κόγχες. Κι όμως, σε μια στιγμή τρέλας, το λογικό μου αρνήθηκε να κατανοήσει αυτό που έβλεπα. Στο τέλος παραβίασε την ψυχή μου, μπήκε καίγοντας τη θύρα της τρεμάμενης λογικής μου. Αχ, με τι φωνή να μιλήσω! Τι φρίκη! Ας γινόταν οτιδήποτε άλλο, εκτός από τούτη τη φρίκη! Στριγγλίζοντας, τραβήχτηκα απότομα απ’ το στόμιο του πηγαδιού κι έκρυψα το πρόσωπο μέσα στα χέρια μου, κλαίγοντας πικρά.
   Η ζέστη αυξανόταν γρήγορα· κοίταξα πάλι ψηλά, τρέμοντας σαν να με είχαν πιάσει σπασμοί. Είχε γίνει και δεύτερη αλλαγή στο κελί και αυτή τη φορά στο σχήμα του. Όπως και πριν, προσπάθησα, μάταια στην αρχή, να καταλάβω τι συνέβαινε. Αλλά δεν έμεινα για πολύ με την αμφιβολία. Το ιεροεξεταστικό μένος είχε φουντώσει με τη διπλή διαφυγή μου και πια δεν είχε άλλα παζαρέματα με το Βασιλιά του Τρόμου. Το δωμάτιο ήταν τετράγωνο. Τώρα έβλεπα ότι δύο γωνίες του ήταν οξείες και, ως εκ τούτου, οι άλλες δύο αμβλείες. Η τρομερή διαφορά μεγάλωνε γρήγορα, μ’ ένα υπόκωφο βογγητό. Μέσα σε μια στιγμή, ο χώρος είχε πάρει το σχήμα του ρόμβου. Όμως η μεταβολή δε σταμάτησε εδώ – όχι ότι ήλπιζα ή επιθυμούσα να σταματήσει. Θα μπορούσα να είχα σφίξει στο στήθος μου τους κόκκινους τοίχους σαν ένδυμα αιώνιας ειρήνης. «Θάνατος», είπα, «οποιοσδήποτε θάνατος, εκτός από κείνο το πηγάδι!» Ανόητος που ήμουν! Δε θα ‘πρεπε να είχα καταλάβει πως το πυρωμένο σίδερο μ’ έσπρωχνε  μ έ σ α  σ τ ο  π η γ ά δ ι ; Μπορούσα ν’ αντέξω τη λάμψη του; Αλλά ακόμα κι αν μπορούσα, θα άντεχα στην πίεσή του; Και τώρα ο ρόμβος γινόταν όλο και πιο πλατύς, με μια ταχύτητα που δε μου άφηνε χρόνο για σκέψεις. Το κέντρο του και, φυσικά, το μεγαλύτερο πλάτος του, κατέληξε να είναι ακριβώς πάνω απ’ το βάραθρο που έχασκε. Μαζεύτηκα πίσω, αλλά οι τοίχοι που έκλειναν προς τα μέσα μ’ έσπρωχναν όλο και πιο μπροστά. Στο τέλος δεν υπήρχε για το καμένο σώμα μου που σπάραζε  ούτε μια σπιθαμή από το δάπεδο της φυλακής για να το πατήσω. Σταμάτησα να παλεύω, μα η αγωνία της ψυχής μου βρήκε διέξοδο σε μια δυνατή, μακρόσυρτη, τελική κραυγή απελπισίας. Ένιωσα να παραπατάω στο χείλος της αβύσσου, απέστρεψα το βλέμμα.
   Ακούστηκε ένα παράφωνο βουητό ανθρώπινων φωνών! Ήχησε ένα δυνατό σάλπισμα σαν από πολλές τρομπέτες! Ακούστηκε ένας απότομος κρότος, σαν από χίλιους κεραυνούς! Οι πυρωμένοι τοίχοι υποχώρησαν με δύναμη! Ένα χέρι απλώθηκε κι έπιασε το δικό μου καθώς έπεφτα, μισολιπόθυμος στην άβυσσο. Ήταν το χέρι του στρατηγού Λαζάλ. Ο γαλλικός στρατός είχε μπει στο Τολέδο. Η Ιερά Εξέταση είχε πέσει στα χέρια των εχθρών της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: