Τετάρτη 4 Απριλίου 2018

«Μόνο η φύση μπορεί να μας επαναφέρει στην αλήθεια» Η συνέντευξη της Μαρίας Πρωτόπαππα στην Έφη Μαρίνου ("Εφημερίδα των Συντακτών", 18.03.2018)

..............................................................
 

«Μόνο η φύση μπορεί να μας επαναφέρει στην αλήθεια»


Μαρία Πρωτόπαππα  
Μαρία Πρωτόπαππα
 
Η συνέντευξη της Μαρίας Πρωτόπαππα δόθηκε στην Έφη Μαρίνου
Διασκευάζει, σκηνοθετεί και ερμηνεύει στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας το αυτοβιογραφικό κείμενο της Κολομβιανής ζωγράφου Εμμα Ρέγιες «Αναμνήσεις δι’ αλληλογραφίας». Μια γυναίκα χωρίς γονείς και ταυτότητα, μεγαλωμένη σε ακραίες συνθήκες φτώχειας, αναδείχτηκε σε ιδιαίτερη περσόνα και κατέκτησε τον κόσμο της τέχνης με το άγριο ταλέντο της, στο οποίο υποκλίθηκε ακόμα και ο Πικάσο.
«Ζωγραφίζω συνηθισμένους ανθρώπους του δρόμου. Οι πίνακές μου είναι σαν βουβά ουρλιαχτά, πολύχρωμα. Τα τέρατα που βγαίνουν απ’ το χέρι μου είναι άνθρωποι, θεοί ή ζώα ή κάτι απ’ όλα αυτά μαζί».


Εμμα Ρέγιες

To 1969 η Εμμα Ρέγιες στέλνει στον φίλο της, ιστορικό Χερμάν Αρσινιέγας την πρώτη από τις είκοσι τρεις επιστολές που περιγράφουν τις σκληρές συνθήκες μέσα στις οποίες κύλησε η παιδική της ηλικία. Ο Αρσινιέγας συγκλονισμένος δείχνει τα κείμενα στον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο οποίος ενθαρρύνει τη Ρέγιες να συνεχίσει το γράψιμο. Η αλληλογραφία κρατάει ώς το 1997. Ο Αρσινιέγας καταφέρνει να πείσει τη ζωγράφο να εκδοθούν οι επιστολές μετά τον θάνατό της.
Η παράσταση «Εμμα» της Μαρίας Πρωτόπαππα, σαν ένας πίνακας τρισδιάστατος ή ένα τραγούδι με πρόζα, απευθύνεται στις αισθήσεις, όχι στον νου.

«Επεσα πάνω της τυχαία, διαβάζοντας σ’ ένα περιοδικό τις επιστολές», μας λέει. «Δεν έχω συμπάθεια στα μυθιστορήματα, μου αρέσει να βρίσκω τροφή σε κείμενα που είναι βιωμένα με όλες τις αισθήσεις. Το ενδιαφέρον με την Εμμα είναι πως θυμάται όλα αυτά χωρίς καμιά πίκρα. Μεγάλωσε μέσα στο απόλυτο έλλειμμα στην υποβαθμισμένη φτωχογειτονιά Σαν Κριστόμπαλ. Ζούσε μαζί με την αδελφή της κι ένα αγοράκι, που κι αυτό από κάποια αζήτητα μαζεύτηκε, σ’ ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρο, ρεύμα, τουαλέτα. Επαιζαν δίπλα σε εργοστάσια και χωματερές».
• Τι σας γοήτευσε κυρίως στην Εμμα;
Το γεγονός ότι μιλάει για τη ζωή της χωρίς αυτολύπηση, χωρίς να κατηγορεί κανέναν. Μ’ έκανε να νιώσω ενοχή με τη μεμψιμοιρία, την γκρίνια στην καθημερινότητά μας για ανόητες ελλείψεις. Το αίσθημα διαβάζοντας την ιστορία της είναι περίεργα αμφίθυμο, κλαις και συγχρόνως απολαμβάνεις μια χαρά. Θυμάται από την ηλικία των 4 ετών και αφηγείται σαν παιδί.
Πώς ζούσαν στο καμαράκι, τις συνήθειες, τους φίλους, πώς ένα πρωί ήρθε ένας κύριος και πήρε μαζί του το αγοράκι. Ηταν ο πρώτος αποχωρισμός που την έκανε να πιστέψει ότι και η ίδια κάποτε μπορεί να φύγει με τον ίδιο τρόπο. Αλλά και ο δεύτερος αποχωρισμός, όταν άφησαν στην πόρτα ενός σπιτιού το μωρό που είχε γεννήσει η περιστασιακή της μητέρα. Τότε η Εμμα ένιωσε κάτι τρομερό για τα 4 χρόνια της. Το αίσθημα να μη θέλει να ζει, την επιθυμία να πεθάνει.
• Βρήκατε έναν ξεχωριστό ρυθμό στην αφήγηση;
Ηθελα να εκτεθώ σ’ αυτό που με είχε συναρπάσει και χρειαζόμουν έναν καινούργιο ρυθμό. Δεν αναπαριστώ κάτι στη σκηνή. Το κείμενο είναι καθαρό. Εκεί που δεν έχω να παίξω δεν παίζω, αφήνω τα κενά. Περισσότερο με κινητοποίησε η επιθυμία να αποκτήσω μια εμπειρία μέσα από τον τρόπο της Εμμα, η οποία μοιάζει σαν να κάνει διαρκώς επανεκκίνηση, αποφορτίζεται και επαναφορτίζεται από την ενέργεια της ανάμνησης για να πάει γρήγορα στην επόμενη. Για να ξεκινήσει το επόμενο «τραγούδι».
Η τεχνική λειτουργία της μουσικής, της φωνής που πηγαίνει από το ένα τραγούδι στο άλλο, με βοήθησε να βρω τη φόρμα. Να πλησιάσω αυτό το πλάσμα, που έρχεται από μια χώρα μακρινή, άλλο πολιτισμό, με μια γλώσσα τόσο ιδιαίτερης χροιάς που τρέχει σαν ρυάκι. Ηθελα να δω αν μέσα από τη δική μου δουλειά, με ό,τι ξέρω, μπορώ να συνθέσω αυτά τα στοιχεία και να τα περάσω μέσα μου.
• Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία στη θεατρική μεταφορά;
Από τότε που άρχισε να εισχωρεί ο κόσμος της σκηνής στις πρόβες, έχασα το σήμα μου. Επεσα σε μαύρη απελπισία. Το ραντάρ προσανατολισμού, της απεύθυνσης, μπερδεύτηκε με τον παρόντα χρόνο και κόσμο. Επρεπε να ξεθαρρέψω ώστε εκείνο το σήμα που με κινητοποίησε να εμφανιστεί ξανά. Να ξαναβρώ τη χαρά που μου ήταν βάλσαμο όσο διασκεύαζα το κείμενο, τότε που η φωνή ακουγόταν καθαρά. Μια διαδικασία που με κράτησε δυο μήνες σε τρομερή ευτυχία. Σαν να μπήκα σ’ ένα φωτεινό πρίσμα ζωής κι έβλεπα τα πράγματα στο φυσικό τους μέγεθος.
• Οταν κάποτε η Εμμα ρωτήθηκε από δημοσιογράφο για την αγάπη που στερήθηκε, απάντησε: «Εμείς δεν είχαμε τέτοιες έγνοιες»…
Το μητρικό χάδι, η τρυφερότητα δεν υπήρχαν ως έννοιες σε κείνο το σύμπαν. Είναι εύκολο να βγάλεις συγκίνηση από το κείμενο, αλλά το θέμα δεν είναι εκεί. Η Εμμα σού δίνει την αίσθηση ότι γελάει με ό,τι στα μάτια μας φαίνεται περίεργο, τραγικό. Εζησε πολλές περιπέτειες, σκληρές και αστείες, σ’ ένα περιβάλλον συνονθύλευμα επιρροών, καθολικισμού, μαγείας και ινδιάνικων εθίμων. Με ένστικτο επιβίωσης και αισθήσεις ενεργοποιημένες, έζησε στον δρόμο μαζί με άλλους σαν κάτι απόλυτα φυσικό.
Εμαθε να είναι κοντά στη δύναμη της φύσης, να πατούν τα πόδια στη γη, να παίρνουν ενέργεια. Το οτιδήποτε μπορούσε να τη μαγέψει. Στο μοναστήρι όπου κατέληξε ερωτεύτηκε την Παναγία και τον Χριστό, ερωτεύτηκε έναν γαλατά που δεν είχε δει ποτέ της -άκουγε μόνο τη φωνή του-, ήθελε να μονάσει αλλά της αρνήθηκαν γιατί ήταν αβάπτιστη. Μετά την παρενόχληση ενός ιερέα έφυγε. Μέχρι τότε ο κόσμος που της περιέγραφαν ήταν ο διάβολος, η κόλαση, ο φόβος. Ηθελε να δει αυτό το τερατώδες που η φαντασία της είχε γιγαντώσει αλλόκοτα.
• Στη διάρκεια αυτής της περιπλάνησης έγινε καλλιτέχνις με τον πιο πρωτόγονο τρόπο.
Γνώρισε ανθρώπους κι έζησε περιστατικά απίστευτα. Τα ζωγραφίζει σαν ζώα, σαν τέρατα, σαν θεούς. Λέει κάποια στιγμή «δεν με ενδιαφέρει τι έχεις διαβάσει αλλά τι έχεις ζήσει». Κι αυτό είναι κανονικό για όποιον έχει περιπλανηθεί στους δρόμους, έχει αφεθεί να νιώσει και να εμπνευστεί.
Ανοιχτή, διαθέσιμη, αντλούσε πληροφορίες απ’ την πηγή. «Ξέρω πολλά αλλά δεν ξέρω πώς τα έμαθα» λέει. Δίπλα στον κατοπινό άντρα της, τον Κολομβιανό ζωγράφο και γλύπτη Φερνάντο Μποτέρο, άρχισε να ζωγραφίζει. Βρέθηκε στο Παρίσι χωρίς να ξέρει τη γλώσσα, πήγε σε σχολή αλλά δεν μπήκε στο πλαίσιο. Ζωγράφιζε όπως ένιωθε κι αυτό ήταν η δική της σπουδαία τέχνη. Κι είναι κρίμα, γιατί η ιδιαίτερη περσόνα της σκίασε το καλλιτεχνικό της έργο.
Οι έπαινοι μπορεί να σε αποπροσανατολίσουν»
• Από το κεντρικό «Δημήτρης Χορν», όπου συνεχίζεται ο «Αύγουστος», ολομόναχη σε μια λιλιπούτεια αίθουσα, στη Β’ Σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κεφαλληνίας, Δευτέρα και Τρίτη. Δεν σας κουράζει το non stop;
Ετυχε να συναντηθώ με το έργο και με τσίγκλησε η πρόταση του Αλέξανδρου Μυλωνά. Μερικές φορές δεν αντέχω την επανάληψη. Η όρεξή μου είναι μεγαλύτερη να βλέπω εγώ, να παρατηρώ, να εντυπωσιάζομαι, να ξαφνιάζομαι. Δεν είναι και πολύ ωραίο να εκτίθεσαι κάθε μέρα. Από την άλλη, η ουσία της δουλειάς με συγκροτεί. Τα άλλα είναι που με απωθούν. Γι’ αυτό κάποτε ασφυκτιώ, νιώθω την ανάγκη να το κλείσω το μαγαζί, να φύγω.
• Διατηρείτε μια απόσταση ασφαλείας από τις επαινετικές κριτικές. Σαν να μη σας ακουμπάει τίποτα. Με ποιον μηχανισμό το κατορθώνετε;
Οποιος αφοσιώνεται στη δουλειά του θα τα καταφέρει. Οι εξωγενείς παράγοντες, ακόμα και τα καλά λόγια, μπορεί να σου βάλουν χειροπέδες, να σου πάρουν ενέργεια, να σε αποπροσανατολίσουν. Σ’ αυτή τη δουλειά καραδοκεί πάντα η εγγενής αγωνία για την επιδοκιμασία, την αποδοχή. Αυτό εγώ το πολεμάω, δεν δέχομαι ότι μπορεί να αποτελεί το κίνητρό μου.
Αν μάθεις να τρέφεσαι από τα κολακευτικά λόγια, τι θα κάνεις τη στιγμή που δεν θα τα ακούς; Πώς να βοηθήσουν τα καλά λόγια όταν θα είσαι μόνη και στα δύσκολα; Σε ποιους επαίνους ν’ αράξεις, πώς να στηρίξεις πάνω τους την τέρψη σου; Γενικά είμαι καχύποπτη με ό,τι με καθοδηγεί. Δεν λέω φυσικά ότι θα μου άρεσε να ακούω κακά λόγια. Αν ο θεατής ευχαριστιέται, αυτό ναι, το χαίρομαι.
• Πηγαίνετε από παράσταση σε παράσταση, από ρόλο σε ρόλο, από επιτυχία σε επιτυχία, χωρίς παρασκηνιακούς θορύβους ή επικοινωνιακές εμφανίσεις. Λες και ό,τι σας συνδέει με το θέατρο υπάρχει μόνο πάνω στη σκηνή…
Η συνάφεια με τον καλλιτεχνικό χώρο έχει φύγει εντελώς από το πεδίο του ενδιαφέροντός μου. Είμαστε άνθρωποι ταλαιπωρημένοι που αναπτύσσουν σε υπερβολικό βαθμό άμυνες, ανασφάλειες, συμπλέγματα. Οι ίδιοι άνθρωποι έξω από το θεατρικό περιβάλλον είναι μεγάλη χαρά στη συναναστροφή. Ομως, ναι, οι ουσιαστικές αναζητήσεις μου είναι έξω από τον χώρο της δουλειάς.
• Σε ποιον χώρο;
Μου αρέσει η διδασκαλία. Διδάσκοντας προσπαθείς για να υπάρξει μια ελπίδα. Να εμπνεύσεις σ’ αυτά τα παιδιά πάθος, ενέργεια, προσήλωση σ’ αυτό που επέλεξαν. Να ενθουσιαστούν, να ζητήσουν τη χαρά αυτής της τέχνης. Ταλαιπωρούνται δουλεύοντας εδώ κι εκεί για να πληρώνουν τα δίδακτρα των σχολών. Πώς αλλιώς θα αποκτήσουν νόημα αυτές οι θυσίες; Πώς θα τα καταφέρουν χωρίς πίστη;
• Εσείς με ποια πίστη ξεκινάτε τη μέρα σας;
Δεν ξέρω, ίσως η ευγνωμοσύνη που είμαι ακόμα ζωντανή. Δεν εννοώ ότι ξυπνάω πάντα μέσα στη χαρά, ωστόσο δεν μηδενίζω τα ήρεμα και μικρά της καθημερινότητας. Αφήνομαι να τα παρατηρήσω, να τα ερευνήσω.
• Δεν χρησιμεύουν οι ψευδαισθήσεις, η περίφημη μαγεία αντί του ρεαλισμού;
Ετσι κι αλλιώς θα αφεθείς στη μαγεία. Και κάποτε θα απογοητευτείς. Ομως, συγχρόνως, θα νιώσεις και χαρά γιατί σου αποκαλύπτεται η αλήθεια, γιατί βλέπεις καθαρά. Στοχάζεσαι πάνω σ’ αυτή τη γνώση και προχωράς χωρίς να χρειάζεσαι την ψευδαίσθηση. Ενώ αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο με τις αισθήσεις, έρχονται οι απόψεις, οι συνθήκες, οι νοοτροπίες και μας μεταβάλλουν. Κανένας δεν ξεφεύγει, κανένας δεν είναι άγραφο χαρτί.
Μόνο η φύση μπορεί να μας επαναφέρει στην αλήθεια. Να, αυτά ξεψαχνίζω, μ’ αυτά έχω περιέργεια. Αυτή είναι η πίστη μου. Ακόμα και το σώμα μας, το πώς λειτουργεί αυτό το σοφό εργοστάσιο, με συναρπάζει.

«Δεν θέλω να λυπάμαι τους νέους»

• Εχετε μείνει χωρίς δουλειά όλα αυτά τα χρόνια;
Είμαι μάλλον τυχερή. Ξέρω καλά τι γίνεται με την ανεργία στον χώρο αλλά και γενικότερα. Δεν θέλω να λυπάμαι τους νέους. Οι συνθήκες πρέπει να τους κάνουν αγωνιστικούς. Φταίει και η νοοτροπία του χαϊδέματος. Δεν γίνεται να κάθεσαι με τα χέρια σταυρωμένα περιμένοντας να σ’ αγαπήσουν, να σε επιλέξουν. Και μετά να νιώθεις φτυσμένος, ότι η κοινωνία σού χρωστάει. Οχι, κανείς δεν σου χρωστάει τίποτα. Κάποιοι φοβούνται, ταλαιπωρούνται, αλλά αγωνίζονται.
Τέχνη δεν είναι να πληρώνεις για να πάρεις ένα χαρτί που σε ονομάζει ηθοποιό. Οι σημερινοί εξηντάρηδες σπούδασαν, συζήτησαν, συνεργάστηκαν, έκαναν ομάδες, δημιούργησαν ρεύματα. Δεν θέλω να λυπάμαι τα νέα παιδιά, είτε μιλάμε για ηθοποιούς είτε όχι. Ας βάλουν προτεραιότητες. Δεν γίνεται να βάφεις και τα νύχια και να κοπιάζεις για γνώση, δημιουργία. Αν κάτι σου αρέσει, πηγαίνεις προς τα εκεί με πείσμα, θα βρεις την άκρη.
• Ακόμα και σ’ ένα εχθρικό περιβάλλον όπως το σημερινό;
Κι άλλοτε ήταν δύσκολα, μεταπολεμικά, μετεμφυλιακά. Δεν έχω την κατάλληλη ενημέρωση περί εθνικών θεμάτων, ωστόσο είναι εύκολο να παρατηρήσεις την υποκρισία. Πώς είμαστε τόσο ευαίσθητοι στα εθνικά μας ζητήματα και τόσο αναίσθητοι σ’ ένα σωρό θέματα της καθημερινής μας ζωής;
Για παράδειγμα, δεν είναι έλλειψη ενδιαφέροντος να μη νοιάζεσαι για τον συμπολίτη, συμπατριώτη, αδελφό, γείτονα πηγαίνοντας να ψωνίζεις στα μεγάλα πολυκαταστήματα όπου εξαναγκάζουν τους εργαζόμενους να δουλεύουν και τις αργίες; Είδα δίπλα στο θέατρο το σούπερ μάρκετ ανοιχτό την Κυριακή κι ένιωσα ένα σύγκρυο στη ραχοκοκαλιά μου. Ενιωσα σαν να γίνεται πόλεμος… Κι ας μη μιλήσουμε για το θέατρο, όπου ο μισθός πλέον δίνεται ως κουπόνια για καφέ και πίτσα…
Εδώ γιατί δεν φουντώνει ο πατριωτισμός μας; Απορώ που μένουμε κάθε φορά απορημένοι, έκπληκτοι. Λες και είμαστε αθώοι. Δεν φταίει πάντα το κράτος, φταίμε οι ίδιοι που εκμεταλλευόμαστε τον διπλανό μας, που δεν είμαστε ειλικρινείς, που δεν αποκτούμε ουσιαστική σχέση με τον εαυτό μας και με τον άλλον.
Προσπαθώ να φτιάχνω ένα πλαίσιο ηρεμίας, απαγορεύω να με δηλητηριάζουν, να με τρομοκρατούν. Οπως ενοχλούμαι όταν κλέβουν τα προσωπικά δεδομένα μου οι εταιρείες τηλεφωνίας για να μου πουλήσουν βιαίως το προϊόν τους…


Δεν υπάρχουν σχόλια: