Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2017

Δύο εφιάλτες από τη νουβέλα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη «Κάπου περνούσε μια φωνή» (εκδ. «Ερατώ», 2011)

...........................................................




· Δύο εφιάλτες από τη νουβέλα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη «Κάπου περνούσε μια φωνή»  
      (εκδ. «Ερατώ», 2011)

Ναπολέων Λαπαθιώτης ( 1888 - 1944)





   …-Πού γύριζες, καημένη, και με τρόμαξες, και μ’ έκανες κι αμόλησα, δώθε και κει, βραδιάτικα, δεμένους και λυτούς, για να σε βρούνε;
   Η Ρηνούλα, με κομμένη τη φωνή, της έδωσε, δειλά δειλά, τις πρώτες εξηγήσεις, - κι όλες τη δικαιολόγησαν…
   Και να, σε λίγο, φάνηκε κι ο Λάκης, που είχε πάει ως το μαγαζί, και που επιβεβαίωσε τα λόγια της, καθώς του τα ‘πε, κι εκεινού, προ λίγης ώρας, κι η ίδια η Κυρία-Πολυξένη…
   …Και το φεγγάρι έλαμπε βαθύ, γλυκό, χλωμό, - θανάσιμα κι αλάλητα γλυκό και γαλανό, ντύνοντας όλα, γύρω του, με μιαν αχλύν ονείρου: πρόσωπα και πράματα, τα τύλιγε ψυχρά, σα μια γάζα διάφανη, λεπτή, παραμυθιού, - λες, κι ήταν, όλα, μαγικά, κι απατηλά, και πλάνα…
   Αυτό το βράδυ, η Ρηνούλα δεν κοιμήθηκε. Σαν ένας πυρετός γλυκός, της μέλωνε τα μέλη. Όλη νύχτα, μέχρι το πρωί, το αίμα της, πρώτη φορά, της τραγουδούσε, φανερά, τόσο ζεστά τραγούδια… Κι όταν, προς τα χαράματα, την πήρε λίγος ύπνος, είδε πως ήταν μέσα σ’ ένα δάσος, - ένα μεγάλο δάσος γαλανό, μ’ ένα πλήθος άγνωστα κι αλλόκοτα λουλούδια. Περπατούσε, λέει, μεσ’ στην πρασινάδα, σκυμμένη, και με κάποια δυσκολία, χωρίς, όμως αυτό, να συνοδεύεται κι απ’ τη συνηθισμένην αγωνία, που συνοδεύει κάποιους εφιάλτες… Ξαφνικά, το δάσος όλο χάθηκε, σα να ‘χε φτάσει πια στα σύνορά του, και βρέθηκε, μονάχη, σ’ ένα βράχο, μπροστά σε μια μεγάλη ρεματιά. Έβλεπε κάποιο μονοπάτι, που κατέβαινε, κι ετοιμαζόταν, τάχα, να το πάρει, - όταν, προσέχοντας καλύτερα στο βάθος, ένιωσε πως αυτό το μονοπάτι, κοβότανε στη μέση του απότομα, κι έχασκε, μπροστά της, ένα βάραθρο, που δεν υπήρχε τρόπος να περάσει! Και τότε, μέσ’ απ’ τα βάθη της αβύσσου, κι έτσι σα ν’ ανέβαινε γλιστρώντας από κάτω, φάνηκ’ ένα πελώριο φεγγάρι κι υπερφυσικό, με τις οροσειρές και τους κρατήρες του, έτσι καθώς το βλέπουμε ζωγραφιστό στους χάρτες, και με μια λάμψην εκτυφλωτική, γιομάτο κι ολοκάθαρο, σαν ήλιος! Κι αυτό το πράμα έδιν’ ένα δέος, μιαν έντονη λαχτάρα στην ψυχή, - σα να ‘ταν κάποιο μήνυμα θανάσιμο, ολέθρου, χαλασμού και συντέλειας… Κι ενώ ακόμα ένιωθε το ρίγος του θανάτου, και προσπαθούσε να γυρίσει πίσω, το φεγγάρι μίκρυνε, σκοτείνιασε, πήρε μια χλομάδα νεκρική, κι έμεινε ψηλά, στον ουρανό, σα μια σφαίρα πένθιμη και μελαγχολική, φωτίζοντας, με τ’ άτονο και θλιβερό της φως, ένα τοπίο έρημο κι απέραντο, όπως φανταζότανε, καμιά φορά, μονάχη, τις άγονες και μακρινές εκτάσεις των ερήμων…
   Και την ίδια στιγμή, χωρίς ν’ αλλάξει τίποτε, μια μελωδία σιγανή γεννήθηκε κι απλώθηκε, σαν ένα κόρο από γνώριμες φωνές, που, μέσα τους, ξεχώριζε γλυκιά και δυνατή, την ημέρα παθητική και πλέρια του Σωτήρη! Κι η φωνή δυνάμωνε, δυνάμωνε, και σε λίγο σκέπασε και σκόρπισε τις άλλες, - κι έμεινε μονάχη και κυρίαρχη, γιομίζοντας τη γη, τον ουρανό, γιομίζοντας το νου και την καρδιά της! Κι είχ’ ένα παράπονο βαθύ, η χιμαιρική αυτή φωνή, - κι έμοιαζε μ’ ένα χάδι τρυφερό, λησμονημένο, γνώριμο, κι απόκοσμο! Κι η ψυχή της έλιωνε βαθιά, σαν το κερί, σβήνοντας σε μια γλύκα πρωτογνώριστη, και σαν απεγνωσμένη, νοσταλγία! Και καθώς ήταν έτοιμη να σβήσει, και να λιώσει, πίστεψε πως ήταν πια φτασμένη στον παράδεισο…
   Κι η Ρηνούλα ξύπνησε με μιας, σα μεθυσμένη, - και κρύβοντας το πρόσωπο μεσ’ στο προσκέφαλό της, μην τύχει και τη νιώσουν από δίπλα, ξέσπασε σ’ ένα σιγανό παράπονο πνιγμένο…
(σελ. 70 – 73)



   …Κι έν’ άλλο βράδυ, φεύγοντας από το μαγαζί, πριν να σκολάσουν τ’ άλλα κορίτσια, τράβηξε μόνη την οδό Ερμού, και προσπερνώντας την πλατεία του Συντάγματος – βρεμένη, τη στιγμήν εκείνη, κι έρημη – ανέβηκε τον κήπο των Μουσών, και βάδισε προς τη Δεντροστοιχία. Έμοιαζε με φθινόπωρο πολύ προχωρημένο. Οι πιπεριές ανάδιναν, απ’ την υγρασία, μια δυνατή, βαριά μοσκοβολιά, κι έγερναν όλες, στη σειρά, τα κρεμαστά κλωνάρια τους, σ’ όλο το μάκρος της βουβής και πένθιμης αλέας, και της χαϊδεύαν το ζεστό, γερμένο μέτωπό της, - κι εκείνη έσκυβε στο κάθε άγγιγμά τους, με ξαφνική μικρήν ανατριχίλα. Ένα φεγγάρι, πράσινο, μεγάλο, πελιδνό, μπαινόβγαινε, κάθε στιγμή, στα συναγμένα σύννεφα, που κάλπαζαν ακάθεκτα, σαν αφηνιασμένα. Και το τοπίο, μ’ όλ’ αυτά τα φωτεινοσκοτεινιάσματα, και τις πολύ γοργές εναλλαγές, άλλαζε, κάθε δευτερόλεπτο, μορφή, κι αποκτούσε, διαρκώς, και νέες σημασίες, που, μεσ’ στην ταραχή της, η Ρηνούλα, δεν πρόφταινε, καλά καλά, να δει και να συλλάβει! Εκείνη βάδιζε, θαρρείς γραμμή προς το σκοπό της, - όμως χωρίς, πραγματικά, να ξέρει πού πηγαίνει… Προχώρησε στο Ζάππειο, στην έρημη πλατεία, που δεν υπήρχε ζωντανή ψυχή. Δε βρήκε παρά κάποιο χωροφύλακα, που βλέποντάς την έτσι μοναχή, γύρισε πίσω, στη μεγάλη σκάλα, και πέρασ’ επιδειχτικά, σφυρίζοντας, μπροστά της. Τότε, κι αυτή, κατέβηκε τη σκάλα, και κάνοντας στροφή προς τις Κολώνες, προχώρησε, ξανά, στη Λεωφόρο, μεσ’ απ’ την Πύλη του Αδριανού, κι έστριψε κάτω, κι έπειτα προχώρησε κατά το δρόμο του Νεκροταφείου. Είχε μπροστά τα μάτια καρφωμένα, και προχωρούσε σταθερά, τυφλά, σαν υπνοβάτης. Είχε ριγμένη πρόχειρα μια σάρπα στα μαλλιά της, που σχεδόν της έκρυβε το πρόσωπο, σα βέλο.  Δεν είχε βρει ψυχή, στο πέρασμά της, ή κι αν βρήκε, δεν την είχε δει… Θυμόταν, μόνο, κάποιον εφιάλτη, που την κυνηγούσε, στ’ όνειρό της, πολύ συχνά, κι από πολύν καιρό, και με τυραννικήν επιμονή: Ήταν σα μιαν απέραντη στοά, σαν από μάρμαρο, που δε φαινόταν από πού δεχότανε το φως της, - ένα φως ακίνητο, και παγερό, και πένθιμο, σαν από γλόμπους δυνατούς, κι όμως, πολύ χλομούς, μιας μαγικής κι αόρατης σειράς ηλεκτρικών. Κι η αχανής αυτή στοά, δεν είχε, θαρρείς, τέλος! Και πόσον καιρό βάδιζε, δεν ήξερε κι αυτή!
   Ίσως και να ‘ταν εκεί μέσα γεννημένη! Και πού και πού, περνούσαν δίπλα της σκιές, - κάποιοι σκυμμένοι άνθρωποι, βουβοί και βιαστικοί, - κι όλο το πλήθος των γοργών αυτών σκιών, θαρρείς κι όλο ζητούσε κάτι να βρεί, κι έψαχνε, και γυρνούσε, μ’ αγωνία, κι όλο και κοιταζόντουσαν ο ένας με τον άλλον, αλλά δεν ήτανε, ποτέ, το πρόσωπο που γύρευαν, κι έφευγαν πάλι, κι έσκυβαν να δυο τους παρακάτω… Κι αυτό το πράμα εξακολουθούσε, πάντα με την ίδια αγωνία, - και δε μπορούσε πια να σταματήσει, γιατ’ ήταν, λέει, γραφτό της Μοίρας τέτοιο, ποτέ, κανένας, να μη βρίσκει ό,τι θέλει, κι όλο να ψάχνει, τραγικά, χωρίς διακοπή, και μέχρι συντελείας των αιώνων! Και ξυπνούσε, πάντα, τρομαγμένη, με το κορμί λουσμένο στον ιδρώτα… Κι άλλες φορές, καθώς ξανακοιμόταν, έβλεπε κι ένα είδος συνεχείας: Ήταν ένας κήπος σκοτεινός, που θύμιζε τον κήπο των Μουσών, - αλλά πολύ αλλιώτικος, καθώς συμβαίνει στ’ όνειρο, με δέντρα πιο πυκνά, και πιο παράξενα, και με δρομάκια πιο στενά, και πιο μυστηριώδη! Και μέσ’ στον κήπο τον αλλόκοτον αυτό, γινόταν, πάλι κι ακριβώς, το ίδιο πράγμα: κάποιες σκιές, κι εκεί, όλο περνούσαν, με νευρικές, σπασμωδικές κινήσεις, κι όλο γυρεύανε, κι εκεί, κάποιον να βρουν, - να βρουν εκείνο που δε βρίσκεται ποτέ, γιατί δεν υπάρχει πουθενά…
   Κι απόψε τα θυμάται, όλ’ αυτά, βαδίζοντας προς το Νεκροταφείο! Γιατί, γιατί να τα θυμάται, όλ’ αυτά;… Το μυαλό της μένει σαστισμένο, χαμένο μέσα στ’ άλυτα προβλήματα της ίδιας της ζωής, και της Ζωής!... Δεν ξέρει τι σημαίνουν όλ’ αυτά, - κι όμως τα νιώθει, με βαθιές μεγάλες σημασίες… Και προχωρεί προς το Νεκροταφείο, προς τα τελευταία μαρμαράδικα της σκοτεινής οδού της «Αναπαύσεως»… Μια χοντρή στάλα, ξαφνικά, της χτύπησε το μάγουλο. Και σε λίγο, κι άλλες, πιο πυκνές. Ένα ρίγος ξαφνικό της έτρεξε στην πλάτη. Σφίγγει τη σάρπα, στο λαιμό της, νευρικά, και κοιτάζει γύρω της, με τρόμο. Τα μεγάλα μαρμαρένια μαυσωλεία, που τριγυρίζουν, άφωνα κι επίσημα, την είσοδο, θαρρείς και την κοιτάνε, παγερά, - ζωντανή, αυτή, στη χώρα των νεκρών… Τώρ’ ακούγονται οι στάλες της βροχής, να πλαταγίζουν, ρυθμικά, στο χώμα και στα φύλλα. Δεν ξέρει τι σημαίνουν όλ’ αυτά! Τι την έχει φέρει, ως εδώ;… Προσπαθεί να θυμηθεί, κι η σκέψη της θολώνει! Και μέσ’ στο γενικό αυτό ναυάγιο της αναστατωμένης της διάνοιας, μια μένει, τώρα, μοναχή, στα βάθη του μυαλού της: «Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΕ ΘΑ Μ’ ΑΓΑΠΗΣΕΙ! Ο ΣΩΤΗΡΗΣ-ΔΕ-ΘΑ-Μ’ΑΓΑΠΗΣΕΙ!...»
   Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΕΝ ΤΗΝ ΑΓΑΠΟΥΣΕ!...
   Χωρίς να νιώθει τη βροχή, που πέφτει σιγανά, φτάνει μπροστά στη σιδερένια πόρτα, και με τα δάχτυλά της γαντζωμένα, ακουμπάει στα βρεμένα σίδερα το καταφλογισμένο μέτωπό της. Μένει ακίνητη, εκεί, χωρίς να βλέπει τίποτε, με τα μάτια κάπου καρφωμένα, ίσια, μπροστά, στα βάθη της αλέας, σαν τη ματιά της να τρυπούσε το σκοτάδι, και περνώντας μέσ’ από τους τάφους, τα μαύρα κυπαρίσσια και τ’ αγάλματα, να κοίταζε, δεν ξέρω τι, που μόνον αυτή το ‘βλεπε, κι από την άλλη τη μεριά του κήπου, και του τοίχου…
   Πόσες ώρες έμειν’ εκεί πέρα; Το μέτωπό της έσταζε, τα χέρια της γλιστρούσαν! Δεν ήταν παρά δυο μεγάλα μάτια, δυο μεγάλα μάτια, που κοιτούσαν…
   Κάποια στιγμή, με μουσαμά, και με κουκούλα, και μ’ ένα κλεφτοφάναρο στο χέρι, πρόβαλε κάποιος φύλακας, που επιθεωρούσε. Στην αρχή, καθώς περνούσε δεν την πρόσεξε. Μα καθώς πήγαινε να στρίψει στη γωνιά, ξαφνικά την είδε, και σταμάτησε. Έπειτα ήρθε πιο κοντά, με κάποιο δισταγμό, σήκωσε το φανάρι του ψηλότερα, και ρίχνοντάς της το φακό, της φώτισε το πρόσωπο. Δεν είδε πάρα δυο μεγάλα μάτια, παγερά κι ακίνητα κι ανέκφραστα, δυο μεγάλα μάτια πεθαμένα…
   -Τι θες εδώ; της λέει. Ποιον γυρεύεις;…
   Κι επειδή εκείνη δε μιλούσε, με σκληρή φωνή, την ξαναρώτησε:
   -Εσένα λέω, δε μιλάς; Τι θέλεις εδώ πέρα;…
   Ήταν ένας άνθρωπος μεσόκοπος, αδύνατος, που κούτσαινε κομμάτι. Μην παίρνοντας απόκριση, και πάλι, και συνηθισμένος, από χρόνια, σ’ όλα τα θλιβερά και τα παράξενα της πελατείας του κοιμητηρίου, κατέβασε το φως του, και τραβήχτηκε μ’ ένα βαριεστημένο χωρατό:
   -Κάθου και βρέχου, το λοιπόν, κυρά μου ακατάδεχτη! Μα θαρρώ πως γρήγορα θα ‘ρθεις, και συ, παρέα! Λίγα είναι τα, θαρρώ, και σένα, τα ψωμιά σου!...
   Κάτι μουρμούρισε, ακόμα, μεσ’ στα δόντια του, ξερόβηξε, και μπήκε, πάλι, μέσα, κουνώντας το κεφάλι, και κουτσαίνοντας…
   Κι έμεινε, και πάλι, καταμόναχη. Η βροχή δυνάμωσε, και κόπασε, κι έπειτα με μιας ξαναδυνάμωσε…
…………………………………………………………………………………………..
   Κόντευε, σχεδόν, να ξημερώσει, κι η Ρηνούλα, σα στοιχειό, ήταν ακόμα, μπροστά στην πόρτα του Νεκροταφείου…
(σελ. 96 – 102)


Δεν υπάρχουν σχόλια: