Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2017

«Εμεινες για πάντα νέος»… / έγραψε ο Παναγιώτης Νούτσος * ("Εφημερίδα των Συντακτών", 09.11.2017)

............................................................

«Εμεινες για πάντα νέος»…


Τοιχογραφία με τον «Τσε» στο Εστέλι της Νικαράγουας  
Dreamstime
Αυτές τις μέρες που συμπληρώθηκαν πενήντα χρόνια από τη δολοφονία του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, ανατρέχω σε ορισμένα «στιγμιότυπα» που συγκρατούν την κατοπινή παρουσία του.
Από την οδό de Lappe, στην πλατεία της Βαστίλης, που παραμένει σημείο συγκέντρωσης διαδηλωτών, προς το «Odeon»: το ακριβέσταστο λεωφορείο αρ. 83 αυτή τη φορά επιχειρεί κάποια παράκαμψη λόγω των κινητοποιήσεων, φοιτητών και διδασκόντων του Jussieu: Παρίσι, Μάρτιος του 1999.
Εστω κι έτσι, μπορούσε κανείς να αναξέσει παλαιότερες εμπειρίες, όταν για το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα τίποτα δεν προμηνούσε τα γεγονότα του Μαΐου - Ιουνίου 1968, τα οποία αντιμετώπισε στην έκρηξή τους με άφωνη δυσπιστία και στην εκτύλιξή τους με χλευασμό και εχθρότητα. Μόνο μετά την παρέλευση μιας δεκαετίας διέκρινε, διστακτικά στην αρχή, και τις επιπτώσεις που είχαν στις θεωρητικές του επεξεργασίες και στις πολιτικές του επιλογές.
Μέσα από το πανδαιμόνιο που δημιούργησε η συστράτευση του Μαρξ, του Μπακούνιν, της Λούξεμπουργκ, του Τρότσκι, του Στάλιν, του Μάο και του Τσε, αναδύθηκε μια δέσμη ιδεών που κατέγραφε ή υπαινισσόταν μια διαφορετική αίσθηση της ιστορίας.
Χωρίς δηλαδή τις φθαρμένες ετικέτες της κομματικής «ορθοδοξίας» και τις αναλύσεις ακόμη και των διαφωνούντων θεωρητικών της (Althusser à rien) που είχαν μετατραπεί σε «βεντέτες της διανόησης», κατά την προκλητική διατύπωση των «Καταστασιακών» («Situationnistes»).
Η συνθηματολογική κυρίως καταγραφή αυτής της εμπειρίας («écrivez partout») δεν κάλυψε μόνο τους τοίχους της Σορβόνης, αλλά και το εργοστάσιο της Ρενό, προσφέροντας οξύτατα ερεθίσματα για την επίγνωση σημαντικών προβλημάτων που έθετε η καθημερινή δράση των ατόμων ως πολιτική διαγωγή.
Από μια άποψη επαληθευόταν η νεανική παρατήρηση του Μαρξ ότι η κοινωνική ευμάρεια και όχι η δυσπραγία οδηγεί τους ανθρώπους στην «πολιτική λογική». Πέρα απ’ αυτήν διατυπώνεται η άρνηση των μεγάλων και γι’ αυτό κενών ιδεολογικών σχημάτων, θραύεται η λογική επιφάνεια που συχνά λειτουργεί ως επικάλυψη των πραγμάτων και απορρίπτεται η αυθεντία μιας επιστήμης των κοινωνικών νομοτελειών.
Επιπλέον δακτυλοδεικτείται ο πατερναλισμός που προσδιορίζει τις σχέσεις των δύο φύλων, αποδοκιμάζεται η λογική της ανάπτυξης και της θεσμικής ιεράρχησης των αναγκών, προκρίνεται η αντικατάσταση του μέλλοντος από το παρόν και της «σταδιοκρατίας» από την εξέγερση και προτείνεται η μεταφορά του «περιθωρίου» στο επίκεντρο και αντίστοιχα της αυθεντίας στην περιφέρεια.
Αν ο ρεαλισμός σήμαινε την απαίτηση του αδυνάτου («Soyez réaliste demandez l’ impossible»), τότε έγινε αντιληπτή η δυνατότητα της κοινωνικής επανάστασης χωρίς να προϋπάρξουν ή έστω να εφευρεθούν οι ειδικευμένοι μηχανισμοί της πολιτικής μεταβολής.
Σ’ αυτό το πρόταγμα τι θέση έχει ο Τσε ως «ξένος»; Θα προσπαθήσουμε μαζί με την Κρίστεβα (Étrangers à nous-mêmes, Paris 1988) να βρούμε το νήμα που υφαίνει μια «πολυεθνική κοινωνία» και επιτρέπει την εμφάνιση της «étrangeté radicale» ως κοινωνική «ανατροπή» με την παρώθησή του.
Στις αρχές του αιώνα που διανύουμε πραγματοποιήσαμε μια επίσκεψη (Νοέμβριος του 2004) στο Μπουένος Αϊρες, όπου το τάνγκο στην αρχική του κοιτίδα έχει καταστεί τυποποιημένο ψυχαγωγικό προϊόν. Αλλά και ο Τσε, στον γενέθλιο τόπο του, κυκλοφορεί σε φωτογραφίες της νιότης του για παντοειδείς τουρίστες.
Δύο βήματα από το Πόρτο Αλέγκρε, όπου το Παγκόσμιο Κοινωνικό Forum θύμισε ότι αν οι οικονομικές δομές είναι διεθνώς συναρτημένες άλλο τόσο θα έπρεπε να είναι παγκόσμια η αλληλεγγύη των εργαζομένων.
Ακόμη και το «κοντά» είναι σχετικό, όσο κι αν πλησιάσεις τη Γη του Πυρός. Από μια τέτοια επίγνωση, στην καρδιά του Μπουένος Αϊρες, δύο βήματα από το σπίτι του Τσε πριν κι αυτός ξεκινήσει ένα ανάλογο ταξίδι με τη μοτοσικλέτα, αναφωνούμε μαζί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο (Αι γενεαί πάσαι):
«εμείς οι του Βορρά μαντατοφόροι
κραυγάζοντας κάτω από τους νότιους ουρανούς
την ώρα της ανατολής την ώρα της πορφύρας
Tierra del Fuego χαίρε!».
Ελειπα από την Αθήνα, όταν στις πρώτες μέρες της Μεταπολίτευσης οι σύντροφοί του «ενθουσιάστηκαν που γνώριζαν» τον Πάμπλο (τον γνώρισα από κοντά το 1983 και ιδίως το 1987-88), αυτό το «μυθικό πρόσωπο με την εμφάνιση του Εγγλέζου αριστοκράτη», συνομιλητή του Κάστρο και τον Γκεβάρα (Π. Κοροβέσης, «Νοσταλγία μνήμης», 1999,167/168).
Μετά όμως από κάποιες δεκαετίες ο Τίτος Πατρίκιος (βλ. το βιβλίο μου: «Κοινωνία, πολιτική στράτευση και ποίηση», 2006: 157) αναλογίζεται πως είναι
«ίσως για μας καλύτερα που δεν γέρασες
που έμεινες για πάντα νέος Ερνέστο
όπως η επανάσταση στη χαραυγή της».
Ετσι, «μ’ ένα μπερέ, μ’ ένα πουκάμισο, με το πούρο» μπορεί
«να μας χαμογελάς με το χαμόγελο
μιας άφθαρτης μεταδοτικής νεότητας»
(«Η αντίσταση των γεγονότων», Αθήνα 2000, 21/22). Για να προσθέσω τον Θ. Κωσταβάρα («Οι μεταμορφώσεις των κήπων», Αθήνα 2003, 25): το «πολύ να υπήρξαν αθώοι κι ανύποπτοι» «αυτοί που έχουν μάθει τον Τσε Γκεβάρα μόνο απ’ τα μπλουζάκια»…


* Ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Δεν υπάρχουν σχόλια: