Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2017

Αποσπάσματα από το διήγημα "Βαρδιάνος στα Σπόρκα" του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

.............................................................











Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851 - 1911)










Αποσπάσματα από το διήγημα "Βαρδιάνος στα Σπόρκα" του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
 

...Κάτω εις την αγοράν, μεγάλη και έκτακτος κίνησις επεκράτει από πρωίας την ημέραν εκείνην. Παρά την αποβάθραν του τελωνείου, πολλά πλοιάρια δεμένα, μ’ ένα ναύτην επ’ αυτών, με τα πηδάλια εις την θέσιν των, εφαίνοντο έτοιμα προς απόπλουν. Επί της αποβάθρας εφαίνοντο σωροί ξυλικής, δοκών και σανίδων, αι οποίαι δεν μετεκινήθησαν από της πρωίας εκείθεν, ως θα συνέβαινεν αν ήσαν προωρισμέναι προς μεταφοράν εντός της πόλεως, αλλ’ είχον όψιν τινά ως να ήσαν διά μβαρκάρισμα, και τούτο, ενώ δεν είχον κουβαληθεί από την ξηράν, η δε νήσος καίτοι δασώδης, δεν παρήγε βεβαίως οικοδομήσιμον ξυλείαν.
Τέσσαρες ή πέντε ηλιοκαείς άνδρες εκάθηντο εις το κεφαλόσκαλον, απέναντι των αρχείων, περιμένοντας πότε να ευαρεστηθεί να έλθει ο υγειονόμος και ο υποτελώνης. Ήσαν στιβαροί, λάσιοι, με γυμνά τα στήθη, με μαύρας τας κνήμας και ανασηκωμένα πανταλόνια. Ήσαν πορθμείς. Συνωμίλουν ζωηρώς, περισσότερον με τας χειρονομίας παρά με τας λέξεις, ρίπτοντες διαφόρους υπαινιγμούς, και δεν εφαίνοντο τρέφοντες μεγάλην προς αλλήλους εμπιστοσύνην.
  Δύο ή τρεις άλλοι, βραχύσωμοι κυρτοί, με ογκώση κορμόν, δεν έπαυον να φέρωσι γύρον περί τους σωρούς της ξυλείας. Απέναντί των καθήμενος άλλος ομότεχνός των, τους έρριπτε σκώμματα, και εμειδία πονηρώς, εξηπλωμένος επί τινος μπαγκέτας, έξωθεν του καφενείου.
 Μέσα εις το καφενείον, κατά ομάδας ανά δύο ή τρεις καθήμενοι περί τας τραπέζας, οι πελάται συνωμίλουν ησύχως. Έκυπτον προς τα ώτα αλλήλων, και δεν ενεπιστεύοντο εις τους παραπλεύρως καθημένους. Ο καφετζής, γηραιός πρώην ναυτικός, με την ποδιάν λευκήν, καθαράν, με το βρακίον κοντόν επί του γόνατος, εις μάτην περιήρχετο από ομίλου εις όμιλον. Δεν ηδύνατο να κλέψει λέξιν.
- Το ελάχιστο να πίνανε και καφέδες, έλεγε, θα βρισκόμουνα σε δουλειά' μα αυτοί τίποτε δεν πίνουνε, κρυφά μιλούνε, κι εμένα τίποτε δε μου λένε.
Δίπλα εις το καφενείον, εις το υποδηματοποιείον του Γερασίμου Δ. Γερασίμου, εκεί ήτο η μεγάλη συζήτησις. Το μικρόν εκείνο μαγαζείον υπήρξεν από εικοσαετίας το κυριώτερον πολιτικόν κέντρον του τόπου, το κέντρον της βαρύτητος. Πας υποψήφιος δήμαρχος, καθήκον του ενόμιζε να εγκολπωθεί τον Γεράσιμον Δ. Γερασίμου. Θέσις δημοτικού συμβούλου –και ιδιαιτέρου συμβούλου – ήτο το μικρότερον αξίωμα το οποίον ηδύνατο να του υποσχεθεί. Ο Γεράσιμος εδέχετο το δώρον, υπεστήριζε τον νέον υποψήφιον, περιμένων εν τω μεταξύ να έλθει κατάλληλος ευκαιρία διά να τον υποσκελίσει εις τας μελλούσας εκλογάς, είτα ευθύς μετά την εγκαθίδρυσίν του, τον εγκατέλειπεν, έχριε νέον υποψήφιον, καθίστα το μαγαζείον του το κέντρον της αντιπολιτεύσεως και της ραδιουργίας κατά του νέου δημάρχου, και ο νέος υποψήφιος τον ενεκολπούτο πάλιν μετά διπλασίας από τον παλαιόν θερμότητος. Εν τω μεταξύ, εμπορικώς δεν εξήρχετο ζημιωμένος από τας επιχειρήσεις ταύτας, και από του υποδηματοποιείου, διά βαθμιαίων εξελίξεων και μεταμορφώσεων, το εργαστήριόν του μετεβλήθη εις καπηλείον, είτα εις εμπορικόν, τελευταίον εις λέσχην.
 Την ημέραν εκείνην ο Γεράσιμος Δ. Γερασίμου είχε σπουδαίαν συζήτησιν προς τον Ανθέμιον Δουκαΐδην, πρώην εμπορορράπτην, και νυν δικολάβον. Αμφότεροι ήσαν απύλωτα στόματα. Ηδύναντο να φωνάζωσι συγχρόνως και οι δύο επί ώρας, χωρίς ν’ απαντώσιν εις τα επιχειρήματα αλλήλων, ακολουθούντες μόνον την σειράν των ιδίων συλλογισμών των. Ήτο μονόλογος εν διπλώ μάλλον ή διάλογος. Απετείνοντο μετά χειρονομιών και επαφών των βραχιόνων και των ώμων, προς τους ακροατάς μάλλον ή προς αλλήλους. Και οι ακροαταί δυσκόλως ηδύναντο να εννοήσωσι, διότι δεν ήξευρον απ’ αρχής τίποτε. Επρόκειτο περί εργολαβίας, περί ξυλείας, περί κατασκευής παραπηγμάτων, και περί καθάρσεως διά τους επιβάτας των καταπλεόντων πλοίων. Τόσον μόνον ενόησαν αμυδρώς. Εκάτερος είχε τον υποψήφιόν του ξυλέμπορον και τον υποψήφιόν του αρχιτέκτονα. Και εκάτερος τον υπεστήριζε διά φωνών μέχρι διαρρήξεως του λάρυγγός του, μέχρι διασπαραγμού των ώτων των ακροατών...


...Δεν λέγομεν ότι οι άνθρωποι του τόπου ήσαν εκτάκτως κακοί. Αλλού ίσως είναι χειρότεροι. Αλλά το πλείστον κακόν οφείλεται αναντιρρήτως εις την ανικανότητα της ελληνικής διοικήσεως. Θα έλεγέ τις ότι η χώρα αύτη ηλευθερώθη επίτηδες διά ν’ αποδειχθεί ότι δεν ήτο ικανή προς αυτοδιοίκησιν. Αλλά ταύτα δεν είναι του παρόντος. Όπως και αν έχει, αληθεύει ότι, εις την ερημόνησον, την χρησιμεύουσαν ως αυτοσχέδιον λοιμοκαθαρτήριον, το κρέας επωλείτο υπό ελαστικής συνειδήσεως κερδοσκόπων αντί τριών δραχμών κατ’ οκάν, ο άρτος αντί ογδοήκοντα λεπτών και ο οίνος αντί δραχμής. Όσον διά το νερόν, επειδή το μόνον πηγάδιον το υπάρχον επί της ερημονήσου ταχέως εστείρευσε, κατήντησε να πωληθεί προς δύο δραχμάς η στάμνα.
 Φυσικά, η μεγάλη πληθύς των υπό κάθαρσιν ταξιδιωτών ήσαν άνθρωποι πτωχοί. Ολίγοι μεταξύ αυτών ήσαν εύποροι. Οι κερδοσκόποι απέθετον τα εμπορεύματά των εις την άκραν της απωτάτης ακτής της ερημονήσου, ελάμβανον τα λεπτά των και έφευγον. Η χολέρα δυνατόν να κολλά εις κάθε πράγμα, αλλ’ εις τα χρήματα όχι.
 Ελέχθη ότι οι πλείστοι των ανθρώπων, των παρασταθέντων τότε ως θυμάτων της χολέρας, απέθανον πραγματικώς εκ πείνης. Ίσως να μην υπήρξεν όλως χολέρα. Αλλ’ υπήρξε τύφλωσις και αθλιότης και συμφορά ανήκουστος. Οι άνθρωποι, όλοι πάσχοντες, εσκληρύνοντο κατ’ αλλήλων, εις επίμετρον, και καθίστων την δεινοπάθειαν απείρως μεγαλυτέραν. 
 Οι εύποροι εκ των καθαριζομένων εσκληρύνοντο κατά των πτωχών, και εμέμφοντο αυτούς ως παραιτίους της δυστυχίας δι’ αυτής της παρουσίας των.
 Οι πτωχοί εσκληρύνοντο κατά των ευπόρων, και τους ητιώντο ως προκαλούντας την ακρίβειαν των τροφίμων διά της ευπορίας των. Όλοι ομού οι υπό κάθαρσιν ταξιδιώται εσκληρύνοντο κατά των κατοίκων της πολίχνης, και τους κατηγόρουν επί ασυνειδήτω αισχροκερδεία και σκληρότητι, ενώ το αληθές ήτο ότι δέκα μόνον άνθρωποι εκ της εμπορικής και τυχοδιωκτικής τάξεως, ήτις πουθενά δεν λείπει, ήσαν οι αισχροκερδείς και οι σκληροί εκμεταλλευταί της δυστυχίας. ΟΙ κάτοικοι της πολίχνης εσκληρύνοντο κατά των ταξιδιωτών, και εμίσουν αυτούς, διότι είχον έλθει να τους φέρωσι την χολέραν. Κακή υποψία, δυσπιστία και ιδιοτέλεια χωρούσα μέχρις απανθρωπίας, εβασίλευε πανταχού. Όλα ταύτα ήσαν εις το βάθος και ο φόβος της χολέρας ήτο εις την επιφάνειαν. Θα έλεγέ τις ότι η χολέρα ήτο μόνον πρόφασις, και ότι η εκμετάλλευσις των ανθρώπων ήτο η αλήθεια. Το δαιμόνιον του φόβου είχεν εύρει επτά άλλα δαιμόνια πονηρότερα εαυτού, και είχε λάβει κατοχήν επί του πνεύματος των ανθρώπων...

 ...Την πρωίαν της ημέρας εκείνης, ήτις ήτο η 18η Αυγούστου, ημέρα Τετάρτη της εβδομάδος, μνήμη των Αγίων μαρτύρων Φλώρου και Λαύρου, περί το λυκαυγές, όταν ο πάτερ Νικόδημος ο Μανασσής εξύπνησε και κατέβη εις τον ευκτήριον οίκον διά να ψάλει τον όρθρον (δεν υπήρχε ναΐσκος εις το μικρόν μετόχιον, αλλά μόνον ευκτήριος οίκος, άνευ θυσιαστηρίου και καταπετάσματος), ενθυμήθη την ημέραν και παρεκάλεσεν, ως είπομεν, τους δύο Αγίους να ελευθερώσωσι τον κόσμον από την χολέραν, ελευθερώνοντες αυτόν από τους χολεριασμένους· όπως τον παλαιόν καιρόν είχον ελευθερώσει τον κόσμον από την νοητήν χολέραν, την ειδωλολατρίαν, αρχιτέκτονες όντες, και λαβόντες παραγγελίαν από τον ηγεμόνα να κτίσωσι ναόν ειδωλολατρικόν, κρημνίσαντες δε κάτω τα είδωλα, και αναστηλώσαντες την λατρείαν του Χριστού, ψάλλοντες άμα: «Δόξα σοι Χριστέ ο Θεός, αποστόλων καύχημα, μαρτύρων αγαλλίαμα…» Ο πάτερ Νικόδημος ανέγνωσε τον όρθρον κατά τον ιδιάζοντα αυτώ τρόπον, διά του κομβοσχοινίου και της επ’ άπειρον επαναλήψεως του «Κύριε Ιησού Χριστέ». Διά τούτο δεν ήνοιξε καν το Ωρολόγιον διά να ιδεί τίνος Αγίου μνήμη ήτο. Ωρολόγιον είχε τον νουν του, και τούτο ήρκει. Ωροσκόπιον είχε τον έναστρον ουρανόν, με την Πούλιαν, τον Πήχυν, το άστρον του Βορρά και τους τόσους αστερισμούς του. Παρακλητικήν και Μηναίον είχε το κομβοσχοίνι του. Οι γονείς του δεν τον είχον στείλει εις τον διδάσκαλον, όταν ήτο παιδίον. Είχεν ανατραφεί εις το βουνόν. Είχεν αυξήσει εις τας βραχώδεις ακρωρείας όπου ωδήγει τας αίγας του, και ετελείωνε τας ημέρας του εις την ερημόνησον...

 ...Το πλήθος είχε φθάσει εις το ύψος του βράχου, πέραν του οποίου σχηματίζεται η στενή προεκβολή του λαιμού των Πλακών εντός της θαλάσσης. Άνω τα άστρα του ουρανού έλαμπον εις το ύψος του στερεώματος ή έτρεμον σβήνοντα εδώ κι εκεί, και ο γαλαξίας έλουε με αβρόν αργυρόχρουν φως τα ουράνια δώματα, και έζωνε την μέσην του ουρανού, ως να έστρωνε με ακήρατα άνθη τον δρόμον του απείρου εις τα αόρατα πνεύματα των μακάρων. Και ο τριάστερος Πήχυς ίστατο μυστηριώδης επάνω εις το στερέωμα, ακατανόητον όργανον το οποίον ετέθη εκεί ως διά να εξακολουθεί να μετρεί εσαεί το άπειρον διά του αιωνίου. Και αι Άρκτοι η μία και η άλλη έλαμπον με γλυκύ φως μειδιώσαι εις τα προσφιλή πελάγη, και το άστρον του Βορρά εδείκνυε τον Πόλον εις τους αγαπημένους του θαλασσινούς, οίτινες έχουσιν αυτό μόνην συντροφίαν και μόνον αιθέριον φάρον παρηγορούντα αυτούς εις τον δρόμον των, και αν όλα τα λαμπρά άστρα χαθώσι προς καιρόν εις τους οφθαλμούς των, και αν όλοι οι μυστηριώδεις λύχνοι συγκαλυφθώσιν από τα νέφη. Η Πούλια είχεν υψωθεί τρία κοντάρια υψηλά ανερχόμενη εξ ανατολών προς το μεσουράνημα, χρυσή κλώσσα με τα πουλιά της, καταστερεωθείσα και αθανατισθείσα θεία νεύσει, διά να διδάσκει την οικογενειακήν συνοχήν και αρμονίαν εις τους δειλαίους θνητούς, οίτινες γεννώνται διά να χάσκωσι προς καιρόν αναβλέποντες εκεί επάνω, και διά να συγκαλύπτει χρονίως του θανάτου η νυξ τους οφθαλμούς των εις το υποχθόνιον σκότος.
 Ελαφρά αύρα έσειε γύρω εις τα προαύλια και τους κήπους των οικιών τους κλώνας των δένδρων, και η θάλασσα κυανή και μαύρη, απλουμένη κάτωθεν του βράχου, εμορμύριζεν ελαφρώς πλήττουσα τους βράχους...

...Το πλήθος ήρχισε να θορυβεί και να κραυγάζει, ενώπιον του θεάματος το οποίον επαρουσιάζετο τώρα φανερά εις τας όψεις του υπό την αστροφεγγιάν της νυκτός εκείνης. Ο δήμαρχος, άμα εξυπνήσας, είχε κατέλθει προς την αγοράν, διά να συνεννοηθεί με τας άλλας αρχάς, και δεν είχε φανεί ακόμη επάνω εις τες Πλάκες, όπου είχε τρέξει ο πολύς κόσμος. Αλλ’ αφού μάτην περιέμεινεν επί ημίσειαν ώραν την εμφάνισιν του λιμενάρχου, του υγειονόμου και του επιστάτου του λοιμοκαθαρτηρίου, των οποίων αι οικίαι ήσαν εις το άλλο άκρον της πόλεως, το ανατολικόν, και αργά μεν εστάλη προς αυτούς η είδησις, εβράδυναν δε φυσικώ τω λόγω να εμφανισθώσιν, ο δήμαρχος απεφάσισε ν’ αναβεί ο ίδιος εις τες Πλάκες, εις το δυτικόν μέρος της πόλεως. Είχε δώσει ήδη εις τον κλητήρα και τους πολιτοφύλακας διαταγάς να προτρέψωσι τους ανθρώπους, όπως μείνωσιν επιτηρούντες μόνον το επίκαιρον προς απόβασιν μέρος, και μη επιχειρήσωσι βιαιοπραγίαν τινά, ειμή εν εσχάτη ανάγκη και εν περιπτώσει αποπείρας προς αποβίβασιν.
 Υπάρχει, νομίζω, απόφθεγμά τι, καθ’ ο ο όχλος έχει δύο ώτα, διά να εισέρχωνται αι νουθεσίαι διά του ενός και εξέρχωνται διά του άλλου.
 Το πλήθος ήκουσε την διαταγήν του δημάρχου, αντελήφθη καλώς της εννοίας της, και έπραξεν ακριβώς το εναντίον του προσταττομένου. Τα φανέντα εις την θάλασσαν μαυράδια, τα κινούμενα ολονέν προς την διεύθυνσιν του βράχου, εις το όπισθεν μέρος της πόλεως κατά τες Πλάκες, είχον πλησιάσει τόσον, ώστε εφαίνοντο ήδη ότι ήσαν λέμβοι, πλέουσαι διά συντόνου κωπηλασίας προς την ξηράν, ογκώδεις και μαυρίζουσαι υπεράνω του κύματος, πλήρεις ανθρωπίνου φορτίου. Μόλις η πρώτη τούτων είχε φθάσει εντός βολής από του τελευταίου χθαμαλού βράχου, κάτω εις τον Μύτικα, ανοικτά από το Κατεργάκι, και μεγάλοι λίθοι και χονδροί χάλικες και βώλοι χώματος ήρχισαν να εκσφενδονίζονται προς το πέλαγος.
   Η πρώτη προφυλακή του όχλου είχε φθάσει κάτω εις τον αιγιαλόν, επί των αλικτύπων μαρμάρων, σιμά εις το κύμα, και η ουραγία εσάλευεν ακόμη επάνω εις το ύψος του κρημνού, υπεράνω της στέγης του αρσανά των Μαθιναίων, ανάμεσα εις τα τελευταία σπιτάκια, τα κτισμένα σύρριζα εις τον βράχον. Βοή και αλαλαγμός ηκούετο, και η οργή του πλήθους εκόχλαζε μετ’ αγρίων κραυγών βράζουσα, απολυομένη εξ εκατοντάδων στομάτων μετά φρυαγμού οργίλου, διαθέουσα μετά παφλασμού τας τάξεις του όχλου και κορυφουμένη μετ’ αφρού και θολής άχνης επάνω, εις το ύψος του βράχου. Εκ τοσούτων κραυγών οργής, μίσους και αγωνίας διεκρίνοντο κάπου αι λέξεις «φονιάδες! φέρνετε τη χολέρα»· «θα μας πεθάνετε!… » ως μικρόν καταληπτόν περιθώριον εις κατάμαυρον και ακατανόητον σελίδα βιβλίου. Η χάλαζα των λίθων ήρχισε να πίπτει ήδη άφθονος μετά πλαταγισμού εις το κύμα, καί τινες των λίθων αντήχησαν με σκληρόν δούπον πλήξασαι τας πλευράς της βάρκας, ενώ άλλοι δεν ανάδωκαν ακουστόν κρότον, αλλ’ έπεσαν κωφά, εις τους βραχίονας και τους ώμους των ανθρώπων, των επιβαινόντων της φελούκας. Ο κυβερνήτης της πρώτης βάρκας ενόησε τότε ότι είχε βιασθεί να προτρέξει όλων των άλλων λέμβων, και διέταξε σία. Οι κωπηλάται εσιάρισαν και δι’ ολίγων προς τα οπίσω ειρεσιών, η φελούκα έφθασεν εκτός βολής από τον άκρον χθαμαλόν βράχον της ακρογιαλιάς.
 Προφανώς, ο κυβερνήτης της λέμβου δεν είχε παρατηρήσει την κάθοδον των ανθρώπων εις το άκρον μάρμαρον των Πλακών. Αναμφιβόλως, αυτός και οι άλλοι επιβάται των λέμβων, θα είχον αντιληφθεί εκεί υψηλά, εις την κορυφήν του κρημνού, την παρουσίαν του πλήθους και θα είχον ακούσει τον συγκεχυμένον θόρυβον. Αλλ’ η πρωτοπορία του όχλου είχε κατέλθει διά του κρυφού κοχλιοειδούς μονοπατίου κάτω εις τον άκρον αιγιαλόν, και η παρουσία των ανθρώπων τούτων εκεί κάτω εις απόστασιν ολίγων οργυιών από την πρώτην βάρκαν, τους είχεν εξαφνίσει, ως πράγμα απρόοπτον, και σχεδόν μυστηριώδες. 
   Η πρώτη βάρκα, αφού ανέκρουσε πρύμναν και απεμακρύνθη δέκα οργυιάς παραπάνω, εστάθη κι εφαίνετο να περιμένει τας άλλας συντρόφους της. Η δευτέρα έφθασε πλησίον της μετ’ ολίγον, κι εστάθη εις το πλάγι της. Φαίνεται ότι έστησαν συμβούλιον εκεί επί της θαλάσσης. Αι άλλαι συντρόφισσαι λέμβοι έφθασαν μετ’ ου πολύ πλησίον των δύο πρώτων, και το συμβούλιον έγινε γενικώτερον, και προσέλαβε το κύρος της ολομελείας.
    Η ανακωχή, η επελθούσα ευθύς μετά την πρώτην αψιμαχίαν, διήρκεσεν επί πολύ. Έξω εις τες Πλάκες οι άνθρωποι συνεσώρευον λίθους και βώλους γης και άμμον, καί τινες σκληροί κρότοι ηκούσθησαν εδώ κι εκεί εις τας τάξεις του πλήθους. Οι κρότοι ούτοι ωμοίαζον πολύ με τον κρότον υψουμένης σκανδάλης τουφεκίου ή πιστόλας. Εις τους κρότους τούτους απήντησαν άλλοι παραπλήσιοι κρότοι υπεράνω του κύματος, από μέσα από τας λέμβους.
   Φαίνεται, και είναι επόμενον, ότι υπήρχον δύο γνώμαι επικρατέστεραι επάνω εις τας λέμβους. Η μία τούτων ήτο ότι ώφειλον να υποχωρήσωσιν. Η άλλη ήτο ότι έπρεπε να προβώσι και επιχειρήσωσι την απόβασιν, αντί πάσης θυσίας. Επειδή οι εισηγηταί αμφοτέρων των γνωμών τας διεξεδίκουν πεισματωδώς και ουδετέρα υπεχώρει εις την ετέραν, το συμβούλιον παρετείνετο επί μακρόν.
 Τέλος η τόλμη εφάνη ότι ενίκησε την φρόνησιν, και αι λέμβοι ήρχισαν να κινώνται όλαι ομού, κατά μέτωπον προς την ξηράν. Τότε οι σκληροί κρότοι της σκανδάλης επληθύνθησαν, και η χάλαζα των λίθων ήρχισε να πίπτει εις τα κύματα, πολύ πριν αι λέμβοι φθάσωσιν εντός βολής.
   Είτα μία φωνή ηκούσθη'
   -Μη ρίχνετε! μη ρίχνετε, μην πετάτε τις πέτρες στο γιαλό.
 Ο ούτω κράξας ήτο εκείνος ον η ιδία νυξ ανέδειξεν αρχηγόν της. Ο όχλος, τυφλός από το σκότος και τυφλός από τον θυμόν, είχε φθείρει μέγα μέρος των πολεμοφοδίων του, πετών αυτά ασκόπως. Ο άνθρωπος όστις εξέφερε το αυθόρμητον εκείνο πρόσταγμα, προσέθηκε μετά σαρκασμού:
-Είναι φόβος μη μολώσετε την θάλασσαν...
Ο λαός ενόησε την σκέψιν του και εσταμάτησε.
-Μη ρίξη κανένας, αν δεν ρίξω εγώ, προσέθηκεν ο άνθρωπος.
 Δεν εχρειάζετο περισσότερον διά να χρισθεί αρχηγός. Ο άνθρωπος εκείνος εκαλείτο Γιώργος Δ. Καραγιώργος, και εφημίζετο ως αισθηματίας. Ήτο βραχύς το σώμα, με ογκώδη κεφαλήν, με πλατέα λάσια στήθη, με τραχείαν όψιν βράχου ψημένην από τον ήλιον και την άλμην της θαλάσσης, και με χαίτην λέοντος φριξότριχα.
Αι λέμβοι εχώρουν βραδέως, άνευ ορμής, και τούτο εφαίνετο παράδοξον, κατόπιν της αποφάσεως της βίας, ην εφαίνετο ότι είχον λάβει οι επιβαίνοντες. Αλλά πράγματι απεδείχθη κατόπιν ότι η ληφθείσα απόφασις ήτο μεικτή τις. Διότι μόλις οι πρώτοι λίθοι, αφού έδωκε το σημείον ο Καραγιώργος, έπληξαν την πρώραν μιας των λέμβων, καθώς αύται είχον πλησιάσει, και ηκούσθη φωνή εκ μιας των λέμβων εκείνης ήτις είχε πλησιάσει μεμονωμένη την πρώτην φοράν.
- Σταθήτε!
   Ο Γεώργος Καραγεώργος εστράφη προς το πλήθος και εφώναξε'
- Μη ρίχνετε, παιδιά! ν' ακούσωμε.
   Ο κυβερνήτης της πρώτης λέμβου, όστις είχεν έλθει εις την πρώραν και διεκρίνετο ορθός ιστάμενος, επανέλαβε'
   - Γιατί μας πετροβολάτε, παιδιά; Εμείς δεν ήρθαμε να σας φέρουμε τη χολέρα...
    Ολολυγμός αντήχησεν, αναιρών την βεβαίωσιν ταύτην, εκ μέρους του πλήθους. Αφού ο Γιώργος Καραγιώργος επέβαλε μετά κόπου σιωπήν, ο ξένος εξηκολούθησεν:
   - Είχατε το δικαίωμα να μας βάλετε καραντίνα, μα δεν έπρεπε να μας αφήσετε ν' αποθάνουμε της πείνας.
Νέος ωρυγμός του όχλου απήντησεν εις την ζωηράν ταύτην έκφρασιν. Ο ξένος το συνησθάνθη, κι εταπείνωσε τον τόνον του.
   - Σας παρακαλώ, δεν κατηγορώ σάς, αλλά μερικούς άλλους... Ο λαός τι φταίει; Όσω φταίμε μεις, άλλο τόσο και σεις...
   Ο όχλος ήκουε σχεδόν εν ησυχία.
   - Θέλουν να μας βάλουν παραπάνω καραντίνα, ας μας βάλουν. Έχουμε εικοσιδύο μέρες σωστές. Τώρα γυρεύουν να κάμουμε άλλες δέκα. Όσοι από μας έχουν τελειωμένες τις εικοσιδύο μέρες, και έχουν καθαρισθεί, να μας αφήσουν να πάμε στη δουλειά μας, σα δε θέλουν να μας αφήσουν να βγούμε έξω στην πολιτεία.
 Ο λαός ήκουε μετά ψιθυρισμών και αμφιβόλων αισθημάτων.
   - Όσοι κοντεύουν να έχουν είκοσι δύο μέρες, ας τους μεταφέρουν το ελάχιστο στα κάτω λαζαρέτα, για να τους είναι εύκολο ν' αγοράζουν ψωμί και να μη πεθάνουν της πείνας. Και εις όσους δεν έχουν λεπτά ν' αγοράσουν ψωμί, το Κουβέρνο πρέπει να δώσει μικρή βοήθεια.
    Ο Γιώργος ο Καραγιώργος ήκουεν εν σιωπή και σκέψει. Είτα, όταν ο ξένος εφάνη ότι είπεν ό,τι είχε να είπει, του εφώναξεν:
   - Ετελείωσες;
   Ο άνθρωπος απήντησε'
   - Ετελείωσα.
   Ο Γεώργος ο Καραγεώργος έλαβε τον λόγον'
   - Εάν έχης, αδελφέ, τόσον ειρηνικά αισθήματα, ποια σου η ανάγκη ναμβής και σύ και οι άλλοι μες σ' αυτές τις βάρκες, άμα είδατε πως έκαμε παραέξω, λιγάκι το βασιλικό, να κινήσετε ναρθήτε, νύχτα και σκοτίδι, για να ξεμβαρκάρετε στο χωριό μας με το στανιό; Στην εξουσία τα λες αυτά ή στο λαό; Και τι φταίει ο λαός καθώς είπες; Ημείς εξουσία δεν είμαστε, για να λάβωμε μέτρα. Και αν σας αφήνη το Κουβέρνο να πεθάνετε της πείνας, και δεν σας δίνη βοήθεια, τι φταίει το χωριό μας, τι σας φταίει ο φτωχός λαός; Ημείς φωνάξαμε όλοι με μια βοή, ότι πρέπει να περιποιηθούν καλά τους ανθρώπους στην καραντίνα, και καθώς φαίνεται, δεν μας άκουσαν. Δεν λέγω, πως το κάνουν επίτηδες, μα η διοίκηση είναι ρωμέικη, τι τα θέλεις;
   Ο Γεώργος ο Καραγεώργος επήρε την αναπνοήν του και είτα εξηκολούθησε'
   - Τώρα είναι δίκαιο Θεού να πατήσετε νύχτα στο χωριό μας, να μας δώσετε μεγάλο φόβο, το φόβο που μπορεί να γεννήση τη χολέρα και χωρίς να είναι χολέρα; Είτε τελείωσεν η καραντίνα σας, είτε όχι, πρέπει να λάβετε υπομονή, αφού η αρχή λέγει ναι και όχι, και μεις καλά-καλά δεν ξέρουμε, αν ήρθε ο καιρός για να πάρετε πράτιγο. Γυρίστε όμορφα-όμορφα και ήσυχα-ήσυχα στο νησί μέσα κι εγώ σας υπόσχομαι το πρωί, σαν ξημερώση, να πάρω τέσσαρες βάρκες να τις γεμίσω ψωμί και κρέατα και ρύζια και νερό και ρώμι και κρασί, όλα δωρεάν, όλα προσφορές από μέρους του φτωχού λαού, που θα σας τα δώση από το υστέρημά του...
    Φωναί προθύμου επιδοκιμασίας και συναινέσεως ηκούσθησαν από τας τάξεις του όχλου. Το πλήθος ήρχισε να συγκινήται.
 Ο Καραγιώργος εξηκολούθησε'
   - Να σας τα φέρω πρωί-πρωί στον κάβο του Αγίου Φλώρου, από μέρους της φτώχειας, δώρον εις την φτώχεια, για να περάσετε μια μέρα, και ως την άλλη μέρα αι αρχαί, πιστεύω, θα πάρουν απόφασι  να σας μεταφέρουν στα εδώθε λαζαρέτα, ή να δώσουν πράτιγο εις όσους από σας έχουν είκοσι δύο μέρες σωστές.
   Νέαι φωναί συγκινήσεως ήχησαν εκ μέρους του λαού.
   Αίφνης από την δευτέραν βάρκαν ηκούσθη φωνή λέγουσα'
   - Εμείς δεν είμαστε ζητιάνοι, για να μας φέρης ψωμιά του λόγου σου, να μας τα μοιράσης ψυχικό!

 
Δεν είχον παραλείψει να συμβουλευθώσι τον ιατρόν Βίλελμ Βουντ οι πρωταίτιοι του κινήματος τούτου. Αλλά τον είχον συμβουλευθεί όχι με πεποίθησιν, αλλ’ απλώς διά τον τύπον, και διά να δύνανται να λέγωσιν αργότερα, κατά την παιδαριώδη απολογητικήν μέθοδον του ψευδομανούς όχλου, «ερωτήσαμε και το γιατρό». Ο κ. Βουντ, ως ήτο επόμενον, τους απέτρεψεν αυστηρώς να μη τολμήσωσι και το κάμωσι, και υπεσχέθη να προσπαθήσει παντί σθένει όπως γίνει τακτικώτερος εις το μέλλον ο επισιτισμός και η άλλη υπηρεσία εις τον τόπον των καθάρσεων. Αυτός και έως τότε δεν έπαυσε να φροντίζει και να γίνεται κακός με όλας τας αρχάς της νήσου, κατακραυγάζων και ελέγχων τα κακώς γινόμενα, αλλ’ έπταιεν η κακή διοίκησις.

 Οι αυτουργοί του κινήματος ήσαν είκοσιν ή τριάκοντα άνθρωποι εκ των πρώτων ελθόντων εις την καραντίναν. Ούτοι είχον διατρίψει ήδη τρεις εβδομάδας εις το έκτακτον λοιμοκαθαρτήριον. Υπήρχον πράγματι πολλά και αφόρητα δεινά. Η κακή κατασκευή των παραπηγμάτων, η βραδύτης, η ακρίβεια, και η κακή ποιότης των τροφίμων, ο φόβος, ο συνωθισμός και η πνιγμονή, η αισχροκέρδεια των καπήλων και μικρεμπόρων, όλα αυτά ομού, και εις επίμετρον τα πρωτοβρόχια του φθινοπώρου, τα οποία είχον αρχίσει ραγδαία, και τα πρώτα ψύχη του πνεύσαντος ευθύς ύστερον πρώτου βορρά. Το πλήθος των καθοριζομένων έπασχεν, εστέναζε και επνίγετο. Όχι ολίγους είχε θερίσει ήδη ο Χάρος, τη βοηθεία της νόσου, του φόβου, των στερήσεων, της κακοπαθείας, και άλλων θανασίμων επικούρων.
 Εις την πρώτην τριακοντάδα των συνωμοτών προσετέθησαν άλλοι τόσοι και πλείονες, οίτινες έλεγον ότι είχον συμπληρώσει είκοσι και μίαν ημέρας καθάρσεως, αλλά πραγματικώς δεν είχον περισσοτέρας των δεκαέξ ή δεκαοκτώ ημερών. Είτα και άλλοι ακόμη οίτινες περιφανώς ευρίσκοντο εκεί μόνον από δύο εβδομάδων. Αποχρώσα επιτήρησις δεν υπήρχεν, οι γέροντες και αμελείς απόμαχοι φύλακες έπασχον την όρασιν ή έκλειον τα όμματα, και κρυφά και φανερά επήρχοντο συγκοινωνία μεταξύ των διαφόρων βαθμών των καθαριζομένων.
 Όλοι ομού εζητούσαν να πάρουν πράτιγο, εζητούσαν να μετατεθώσιν εις τα κάτω Λαζαρέτα, εζητούσαν να τους δίδωνται ευθηνά ή και δωρεάν τα τρόφιμα, δεν ήξευραν τι εζητούσαν. Μετά την αποτροπήν του ιατρού, ησθάνθησαν παροδικήν αποθάρρυνσιν, και το σχέδιόν των τους εφάνη άωρον ακόμη, όθεν εκοιμήθησαν ήσυχα επί μίαν νύκτα. Είτα την άλλην εσπέραν τους εφάνη ότι ωρίμασεν αιφνιδίως, και επειδή συνέβη ενωρίς να ίδωσι την βασιλικήν ημιολίαν, ήτις εστάθμευεν εκεί, ν’ αποπλεύσει έξω του λιμένος, ένεκα ακουσθείσης φήμης τινός περί πειρατείας και ναυταπάτης εις τας βορείους ερημονήσους, είπον προς εαυτούς ότι τώρα ήτο καιρός. Την ιδίαν εσπέραν, οι συνωμόται έλαβον εννέα ή δέκα λέμβους, επέβησαν επ’ αυτών άνδρες περί τους εκατόν είκοσιν, επλατάγισαν μετά θορύβου τας κώπας πλήττοντες διά κραυγών τας ηχούς, έπλευσαν ανοικτά προς δυσμάς, διά να είναι εκτός βολής από των όπλων του στρατιωτικού αποσπάσματος του σταθμεύοντος παρά τον Άγιον Φλώρον και είτα έβαλαν πλώρην εις τες Πλάκες, κατά το απόκεντρον δυτικόν μέρος της πόλεως.
  Οφείλομεν χάριν της ακριβείας να προσθέσωμεν ότι η αρμοδία αρχή είχε προκηρύξει απ’ αρχής ότι μετά τρεις εβδομάδας ακριβώς, ήτοι 21 ημέρας, θα ετύγχανον οι άνθρωποι ελευθέρας κοινωνίας, αλλ’ όταν συνεπληρώθη διά τους πρώτους ελθόντας ο αριθμός ούτος των ημερών, εδίσταζε να εκδώσει την περί ελευθέρας κοινωνίας διαταγήν, και εσκέπτετο αν έπρεπε να μετατοπίσει τούτους εις τα Κάτω Λαζαρέτα. Φαίνεται δε ότι ωφελούμενοι εκ της ανακολουθίας ταύτης και της βραδύτητος οι τολμηρότεροι εκ των μελετησάντων το προς απόβασιν κίνημα, έπεισαν άλλους ευπίστους μεταξύ του πλήθους ότι το υγειονομείον είχεν εκδώσει ήδη τοιαύτην διαταγήν, και ότι η κοινοποίησις ταύτης παρανόμως ανεβάλλετο. Με την σφαλεράν ταύτην πίστιν ηκολούθησαν τους πρωτουργούς οι πλείστοι των επιβάντων εις τας λέμβους. 
 Την επιούσαν πρωί, όταν η θεια-Σκεύω ηρώτα τον ιατρόν Βουντ να μάθει το αίτιον της νυκτερινής ταραχής, ούτος εγνώριζεν ήδη και το αποτέλεσμα.
  - Φτηνά το γκλυτώσανε, να πάρη ντιάολο! απήντησεν ο κ. Βουντ. Πήγκανε στη γκειτονιά σου, στις Πλάκες, κάτω από το βράχο για να πατήσουν ποντάρι έξω...
   - Αλήθεια! Παναγιά μου! ύστερα, γιατρέ; 
   - Οι άλλοι χοντροκέφαλοι, οι ντικοί σας ήθελαν να τους τουφεκίσουν.
   - Χριστός και Παναγιά! Τι λες, γιατρέ;
   - Ύστερα, κάποιος ντικός σας Καραγκιώργκος εγκύρευε να τους μονοιάση κι είπε να φέρη βάρκες φορτωμένες καρβέλια ψωμί να τους μοιράση να φάνε.
   - Αλήθεια; Καλά είπε. Και γιατί δεν τάφερε;
   - Ύστερα, πετάχτηκε ένας απ' αυτούς εντώ, και τους λέει "Εμείς ντεν είμαστε ζητιάνοι, να μας ντώσης ψυχικό του λόγου σου".
   - Αστοχιά στο λόγο του!
   - Τότε οι ντικοί σας αγκρίεψαν περισσότερο, γιατί τους εφάνη πως ήθελαν να ξεμπαρκάρουν στανικώς, και το είχαν σίγγουρα πως θα τους έφερναν χολέρα...
   - Θεός να φυλάη!
   - Τότε άρχισαν να πέφτουν οι πέτρες βροχή απάνω στις μπάρκες και στα κεφάλια των αντρώπων...
   - Κύριε, σώσον!
   - Ανάμεσα εις την βροχή των πετρών έπεσαν και καμπόσες ντουφεκιές...
   - Τρομάρα, και εσκοτώθηκε κανένας;
   - Φτηνά την εγκλύτωσαν, το ντιάολο! Μόνον ντυο-τρεις ντουφεκιές έπεσαν...
   - Και δεν έπαθε κανένας; Δόξα σοι ο Θεός!
   - Στην πρώτη ντουφεκιά, η μπάλλα έσφύριξε και έσβυσε, παφ! στη θάλασσα, κι επήγε στον πάτο.
   - Καλλίτερα... Να μην κακοπάθη κανένας χριστιανός.
   - Η δεύτερη ντουφεκιά ήτον χωρίς μπάλλα!
   - Καλλίτερα!
   - Η τρίτη... δεν επήρε, μου φαίνεται, φωτιά το ντουφέκι...
   - 'Αμποτε! να γλυτώνη ο Θεός τον κοσμάκη από κακιά ώρα.

Ο ιατρός εξηκολούθησεν ακόμη να διηγήται, και όταν έφθασαν εις το μέρος τούτο του λόγου εκάγχασε θορυβωδώς, ότι και αι γυναίκες έλαβον μέρος εις την μάχην, και ότι διέπρεψαν εις την υπόθεσιν ταύτην η Βγένα η Αλαφίνα και η Ζαχαρού η φουρνάρισσα και η Πεπερού και άλλαι. Τέλος, φθάσας ο δήμαρχος, κατώρθωσε διά μειλιχίου τρόπου να ειρηνεύσει τους ανθρώπους, και ν’ αποπέμψει τας λέμβους με υποσχέσεις ταχείας ελευθέρας κοινωνίας και βελτιώσεως εν γένει των πραγμάτων.

  Είτα ο κ.Βουντ ήναψε το τσιμπούκι του, ερρόφησε τον καφέν του, εκάπνιζε μακράς εισπνοάς, και έβγαζεν ατελευτήτους έλικας καπνού από το στόμα.
- Τώρα ήρταν εδώ οι μπάρκες, το ντιάολο! επανέλαβε. Ταρρώ πως τα τους ντώσουν πράτιγκο σήμερα αυτούς που έχουν είκοσι-μία μέρες.
   - Αλήθεια; κι εμείς;
   - Του λόγγου σου τέλις ακόμα ντυο μέρες. Εγγώ, αν ήτελες, έπαιρνα πράτιγκο από προχτές, μα τα κατίσω να ιντώ τι ντιάολο τ' απογαίνη. Μεταύριο ίσως πάρωμε πράτιγκο μαζί.
   - Πολλή ζωίτσα ναχης*, γιατρέ...


 *Σημείωση: Όπου η κατάληξη -ει στην υποτακτική των ρημάτων τα αποσπάσματα προέρχονται από το επεξεργασμένο αντίγραφο του Νίκου Σαραντάκου. Όπου παραμένει η κατάληξη -η , τα αποσπάσματα αντιγράφηκαν από μένα από την παλιά έκδοση (1954) των απάντων στην επιμέλεια του Γ. Βαλέτα

Δεν υπάρχουν σχόλια: