Παρασκευή 25 Αυγούστου 2017

(Από την «Ορέστεια» του Αισχύλου, και τον «Αγαμέμνονα». Μετάφραση Κ.Χ. Μύρης. Εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», γ’ έκδοση 2000)

.............................................................







Αισχύλος 
(525 - 456 π.Χ.)




















Από την "Ορέστεια" και τον "Αγαμέμνονα" απόσπασμα από το γ' χορικό




Παλαίφατος δ’ εν βροτοίς γέρων λόγος                  [αντ. Γ

τέτυκται, μέγαν τελεσθέντα φωτός όλβον                  751

τεκνούσθαι μηδ’ άπαιδα θνήσκειν,

εκ δ’ αγαθάς τύχας γένει

βλαστάνει ακόρεστον οιζύν.

δίχα δ’ άλλων μονόφρων ειμί· το δυσσεβές γαρ έργον

μετά μεν πλείονα τίκτει,

σφετέραι δ’ εικόνα γένναι·

οίκων γαρ ευθυδίκων

καλλίπαις πότμος αιεί.



Κρατεί στους παλαιούς ένας γέροντας λόγος

που λέει πως, όταν ξεχειλίσουνε

στον άνθρωπο οι δόξες και τα πλούτη,

γεννοβολά και δεν πεθαίνει στείρος·

όμως από την ευτυχία του φυτρώνει

πολλές φορές αχόρταγη στο γένος δυστυχία.

Διαφωνώ με τους παλιούς εγώ·

τα έργα της ασέβειας, θαρρώ

γεννούν παιδιά, κι άλλα παιδιά,

εικόνα του γονιού τους.

Στα σπίτια των δικαίων όμως

η τύχη σπέρνει πάντα ωραία παιδιά.



φιλεί δε τίκτειν ύβρις                                        [στρ. δ

μεν παλαιά νεάζουσαν εν κακοίς βροτών          765

ύβριν τότ’ ή τόθ, ότε το κύριον

μόληι φάος τόκου,

δαίμονά τε ταν άμαχον απόλεμον,

ανίερον θράσος μελαίνας μελάθροισιν άτας

ειδομένας τοκεύσιν.



Μες στις γενιές της ανομίας

η Ύβρις η παλαιά το συνηθίζει να γεννά

την νέαν Ύβριν· αργά ή νωρίς,

την πεπρωμένη μέρα θα γεννηθεί

μαζί με τον δαιμόνιο σύντροφό της

το θράσος, το ακατάβλητο, το αδάμαστο

το ανίερο, τη μαύρη Τύφλα του σπιτιού,

εικόνα του γονιού κι ομοίωσή του.



Δίκα δε λάμπει μεν εν                                               [αντ. δ

δυσκάπνοις δώμασιν,                                                     775

τον δ’ εναίσιμον τίει·

τα χρυσόπαστα δ’ έδεθλα συν

πίνωι χερών παλιντρόποις

όμμασι λιπούσ’ όσια προσέβα

τού, δύναμιν ου σέβουσα πλούτον

παράσημον αίνωι·

παν δ’ επί τέρμα νωμάι.



Η Δίκη κατοικεί λαμπρή

στην καπνισμένη κάμαρη της φτώχειας·

τιμά την ταπεινή ζωή της αρετής·

παίρνει των ομματιών και φεύγει

από τα μέγαρα που χέρια βρώμικα τα φόρτωσαν

χρυσάφι· κοπιάζει στα χαμόσπιτα τ’ αγνά·

σιχαίνεται του πλούτου την ισχύ, την κούφια φήμη.

Κι όλα στο πεπρωμένο τέρμα κατευθύνει.



Άγε δη βασιλεύ, Τροίας πτολίπορθ’,

Ατρέως γένεθλον,

πώς σε προσείπω; πώς σε σεβίξω                                             785

μήθ’ υπεράρας μήθ’ υποκάμψας

καιρόν χάριτος;

πολλοί δε βροτών το δοκείν είναι

προτίουσι δίκην παραβάντες·

τώι δυσπραγούντι δ’ επιστενάχειν

πας τις ετοίμος, δήγμα δε λύπης

ουδέν εφ’ ήπαρ προσικνείται.

και ξυγχαίρουσι ομοιοπρεπείς

αγέλαστα πρόσωπα βιαζόμενοι

<                                                     >



Ω, βασιλιά μου, της Τροίας πορθητή,

του Ατρέως γιε, και πώς να σ’ ονομάσω;

να δείξω πώς το σέβας μου

χωρίς να περάσω το μέτρο,

χωρίς να μικρύνω τη χάρη σου;

Πολλοί θνητοί προτιμούν ό,τι φαίνεται

και τους εξαπατά και τη Δίκη προσβάλλουν.

Καθένας είναι πρόθυμος τη δυστυχία να θρηνεί

του διπλανού του· της θλίψης όμως η δαγκωματιά

ποτέ στην ψυχή του δε φτάνει.

Κάνουν πως χαίρονται τη χαρά τ’ αλλουνού

και μορφάζει το γέλιο στ’ αγέλαστα πρόσωπα.



<                                                        >

Όστις δ’ αγαθός προβατογνώμων,                                      795

ουκ έστι καθείν όμματα φωτός

τα δοκούντ’ εύφρονος εκ διανοίας

υδαρεί σαίνειν φιλότητι.

συ δε μοι τότε μεν στέλλων στρατιάν

Ελένης ένεκ’, ουκ επικεύσω,

κάρτ’ απομούσως ήσθα γεγραμμένος

ουδ’ ευ πραπίδων οίακα νέμων,

θράσος εκ θυσιών

ανδράσι θνήισκουσι κομίζων·

νυν δ’ ουκ απ’ άκρας φρενός ουδ’ αφίλως

εύφρων πόνον ευ τελέσασιν <εγώ·>

γνώσηι δε χρόνωι διαπευθόμενος

τον τε δικαίως και τον ακαίρως

πόλιν οικουρούντα πολιτών.



Όποιος όμως ξέρει να διαβάζει τα σημάδια,

δε γελιέται με τα μάτια των ανθρώπων·

για να δείξουν την καλή τους προαίρεση,

λιγώνονται με ψεύτικες αγάπες.

Όταν ξεσήκωνες τότε το στρατό για χάρη

της Ελένης, να το κρύψω δεν μπορώ,

σε πίστευα σαν τον παράλογο

που δεν μπορεί να κυβερνήσει του μυαλού του

το τιμόνι, μια κι ήθελες με το στανιό

ανδρεία να φυτέψεις σ’ αυτούς

που ‘ταν γραμμένοι του θανάτου.

Ολόψυχα τώρα και φιλικά σου λέω:

«Όταν το τέλος καλό, καλός κι ο κόπος».

Θα ‘ρθεί καιρός που θα ρωτήσεις και θα μάθεις

ποιος απ’ αυτούς που παραμείναμε στην πόλη

πορεύτηκε το δρόμο το στραβό και ποιος τον ίσιο.



(Από την «Ορέστεια» του Αισχύλου, και τον «Αγαμέμνονα». Μετάφραση Κ.Χ. Μύρης. Εκδ. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», γ’ έκδοση 2000)   


Δεν υπάρχουν σχόλια: