Δευτέρα 3 Ιουλίου 2017

"Ζωή μετά θάνατον" - διήγημα του Νικολάου Επισκοπόπουλου (1874 - 1944)

..............................................................
 








Νίκος Επισκοπόπουλος
 (Ζάκυνθος 1874 - Παρίσι 1944)








Ζωή μετά θάνατον

     Μετά της τελευταίας εκπνοής η ψυχή απέπτη του σώματος. Όλη η προτέρα αυτού αντίστασις κατά της φθοράς εξέλιπε, και οι νόμοι της ύλης ανέλαβον την κυριαρχίαν των. Το πριν κινούμενον και σκεπτόμενον και δρων ενόργανον πλάσμα είναι τώρα ύλη αδρανής, ψυχρά, ενώσεις χημικαί ασταθείς και ασθενείς την συγγένειαν, αποσυντεθέμεναι και πάλιν εις τα στοιχεία των.
     Ήμην νεκρός.
     Ελευθέρα πλέον η συνείδησις του εγώ, η δύναμις η ζωτική, όλον τον ενσυνείδητον ον απέπτη εις τον αιθέρα ανακουφισθέν, και ταχύπτερον ως αερόστατον του οποίου απερρίφθη όλον το έρμα, και ως αιθήρ και αυτό λεπτοφυής και ελαφρός, περιΐπτατο περί την ύλην.
     Εν τη καταστάσει εκείνη τη σχεδόν αΰλω και πνευματική, αι αισθήσεις έλαβον διαύγειαν άλλην υπεργήϊνον, καθαράν, και η εκ του περιβάλλοντος αντίληψις ήρχετο τώρα οξεία και λεπτομερής και ουδέν, ουδέν των περί εμέ, ορατών ή αοράτων διά τας ενσωματωμένας ψυχάς, μοι διέφευγεν.
     Έβλεπον – άνευ οφθαλμών – των μικροβίων τας περιδινήσεις και τους αλληλοπολέμους, των σωμάτων τα μόρια εν τη απείρω αυτών συνενώσει, των αιθέρων τας πολυτρόπους κινήσεις τας αποτελούσας των φυσικών φαινομένων την έκφανσιν, ήκουον – άνευ ώτων – μουσικήν άπειρον, και πολυσύνθετον, και αρμονικήν εν τη ασυναρτησία της, εκ του βόμβου του ελαφρού όλου του κόσμου των ατόμων, εκ της ύλης των μεταβολών, εκ της συνθέσεως των χημικών ενώσεων.
     Ο κόσμος διελύετο και επολλαπλασιάζετο και αποσυνετίθετο και αναγεννάτο μόριον προς μόριον προ των παντεποπτών αισθήσεών μου.
     Έβλεπον την φύσιν όλην εν τη μυχία, τη αδιοράτω εργασία της, εν τη αιωνία, τη μυστηριώδει της ύλης συναλλαγή, εν τη αδιαλείπτω μεταμορφώσει των ατόμων της, εν τη διηνεκή ζωή και τω θανάτω αυτής.
     Ως να απέβαλε τον φλοιόν τον αποκρύπτοντα όλα τα μυστήριά της και  ιδού το παν εφάνη προ των αισθήσεών μου ως ο οργανισμός προ του μαχαιριδίου του ανατόμου.
     Και βλέπων πάντοτε εκεί το σώμα μου κείμενον, ακίνητον, με το πρόσωπον ωχροκύανον, με τους χαρακτήρας ηλλοιωμένους, αδρανές, όμοιον κατά την θερμοκρασίαν με το περιβάλλον, αποδοθέν τώρα έρμαιον εις της ατμοσφαίρας τας επιδράσεις.
     Οι οφθαλμοί με την κόρην διεσταλμένην υπερμέτρως, υελώδεις και ανέκφραστοι· αι χείρες απεξυλωμέναι, αδρανείς· το στήθος ακίνητον, σανιδώδες· η καρδία ωχρά και άναιμος και συνεσταλμένη· πεφυσιωμένα τα έντερα· οι μυς ηλαττωμένοι και συμπαγείς· το αίμα κυανέρυθρον και πεπηγός· τα κύτταρα, αδρανή σχεδόν και νεκρά και κατεστραμμένα, όλα ήρχιζον ήδη την βραδείαν της φθοράς επεξεργασίαν τροποποιούμενα αεννάως μέχρι εντελούς μεταβολής.
     Κόσμος άπειρος μικροβίων περί το σαπρόν της ύλης συνονθύλευμα – υποκάτω τώρα κείμενον υπό την γην – αναλαμβάνει το έργον του.    
     Η ζωή της καταστροφής, ζωή χιμαιρική, δραστηρία, μία ολόκληρος σειρά και αυτή χημικών φαινομένων, ως και η άλλη η πραγματική ζωή, μία σειρά ματασχηματισμών διαφόρων, αρχίζει. Αλλ’ όπως η άλλη η αληθής ζωή είναι ζωή αυξήσεως του σώματος και αναπτύξεως, αυτή είναι ζωή μηδενισμού, μεταμορφώσεως, ανακαινίσεως.
     Μόριον και αυτή της αιωνίας εναλλαγής της ύλης, της αενάου παραγωγής ζωής εκ του θανάτου.
     Κόσμοι ολόκληροι μικροοργανισμών του στομάχου εστερημένοι αέρος, λουόμενοι εις υγρά θρεπτικά, καταστρέφουσιν εκ των έσωθεν προς τα έξω όλην την περιβάλλουσαν ουσίαν. Εκ της επιφανείας έπειτα της επιδερμίδος τα μικρόβια αναπτύσσονται μη ευρίσκοντα ουδόλως αντίστασιν, και πρόσφορον έχοντα έδαφος και αρχίζουσι ωσαύτως την εργασίαν των από των έξωθεν προς τα έσω. Και προ των λεπτών αισθήσεών μου αρχίζει μεταξύ  των εν τη συναντήσει των ο αγών, ο αγών της εκλεκτικής διατηρήσεως του δυνατωτέρου, ο αιώνιος αγών, της φύσεως όλης. Και εκεί εις τον πολυάριθμον μικρόκοσμον, μεγάλην κοινωνίαν μικροβίων, περί το σώμα το σαπρόν το ημιάλωτον, το όζον υδροθείου κα αμμωνίας και νεκρώσεως και γαγγραίνης και σαπρίας, το ηλλοιωμένον, το πεφυσιωμένον, το πλαδαρόν και αηδές, αρχίζει η μάχη, η αλληλοκαταστροφή, η καταβρόχθισις των αδυνατωτέρων υπό των δυνατών και τούτων υπό των δυνατωτέρων και αυτών πάλιν το τέλος και η αποσύνθεσις εν τω αποσυντιθεμένω, τω εξαλειφομένω σώματί μου και η εκ τούτων πάλιν αναγέννησις άλλων και η αιωνία εξάλειψις και εξαέρωσις της αχρήστου, της παρακμασάσης ύλης και η αναγέννησις ζωής και δράσεως.
     Και οι σκώληκες οι μεγάλοι και οι μικροί και όλων των μικρών όντων αι στρατιαί ενέκυπτον πάντοτε εις το έργον της φαινομενικής καταστροφής, της εξαφανίσεως εκεί περί την σαπρίαν.
     Τα ευεργετικά ζωΰφια! Άνευ αυτών αδύνατος θα απέβαινεν η ζωή επί της γης, και του θανάτου το έργον θα ήτο ημιτελές, και της ύλης η εναλλαγή, ο πρώτος ούτος παράγων της ζωής, δύσκολος θα ήτο, αδύνατος ίσως. Τα ευεργετικά ζωΰφια!
     Τα κόκκαλα του σκελετού γλοιώδη και υγρά με οσμήν αφόρητον μόλις συνηρμοσμένα μεταξύ των, και τεμάχια, λείψανα σαρκός μαλακής πυορροούσης, σκωληκοβρώτου, απέμενον πλέον υπό την γην.
     Επί του προσώπου ίχνη μελάγχρου κρέατος περί τα μήλα των παρειών, και οι οδόντες οξείς και φαιοί, και τα δύο των ημιβεβρωμένων οφθαλμών κοιλώματα, και της ρινός τα χάσμα. Εντός του στόματος, απαισίου, ως γελώντος γέλωτα σαρδόνιον συνεσπασμένου ψοφιμίου, οι σκώληκες συνηνωμένοι ως μία τολύπη ο είς επί του άλλου, λευκοί, γλοιώδεις, συνεσπειρωμένοι, απέγλειφον τα λείψανα της σαρκός, απέκρινον τα περιττώματά των, εγονιμοποίουν, επληθύνοντο.
     Και εκ του συνειρμού εκείνου κοκκάλων και σαρκός ευρωτιώντων όλων και πυορροούντων, εξέρρεεν υγρόν, γάγγραινα πυώδης, οσμής ανεκφράστου, ναυτιώδους, λοιμικής, και προς τα άνω απήρχοντο έπειτα διηνεκώς εξαερούμενα όλα τα συστατικά υπό μορφήν παντοειδή, υπό κατάστασιν αλλοίαν και διά συνδυασμών μυρίων εξεπλήρουν έπειτα την αποστολήν των παράγοντα ζωήν, μεταμορφούμενα εις κίνησιν, εις θερμότητα, εις δράσιν.
     Και παρηκολούθουν εκ των άνω, ωθούμενος υπό ακατανικήτου δυνάμεως, παντού εν τη ενσκόπω περιπλανήσει των, του σώματός μου τα μέλη, τας σάρκας, όλον το γήινόν μου περίβλημα, και παριστανόμην διά των αισθήσεών μου εις τον εντελή αυτών μετασχηματισμόν.
     Και είδον άνθη καλλίχρωμα βραδέως ανεγειρόμενα και ζωηρά εκ της ζειδώρου αναμυζήσεως της πνοής των μορίων της άλλοτε σαρκός μου, και φυτά αναζώντα, και έντομα αναπνέοντα.
     Και είδον την ύλην του σώματός μου εισδύουσαν και μετασχηματιζομένην εις δηλητήριον εν τοις εντοσθίοις του όφεως, και εζωογόνησα διά των μορίων του οξυγόνου μου πάλλουσαν καρδίαν νεάνιδος, και είδον τα συστατικά μου τρέφοντα ασθενείς, και παχύνοντα αισχροβίους, και υποβοηθούντα διά της διεγέρσεως της δυνάμεως εις εγκλήματα, και μετασχηματιζόμενα εις υγιείς εγκεφάλους εις σκέψεις μεγαλεπηβόλους, ή εις σχέδια φαύλα.
     Και συνέβαλλον και εγώ διά της πτωχής καταβολής του νεκρού μου σώματος εις την παγκόσμιον της φύσεως εξέλιξιν, και υπεβοήθησα εις μεγάλα έργα, και εγενόμην άκων συνένοχος εις αισχράς πράξεις.
     Και τα έβλεπον πάντοτε, τα παρηκολούθουν εις τας παντοίας μεταβολάς των τα λείψανά μου εν τη αιωνία δημιουργία των και τα έβλεπον και πάλιν θνήσκοντα υπό τας νέας των μορφάς, και αναγεννώμενα και εναλλασσόμενα αιωνίως, αιωνίως αναζώντα ως φοίνικες εκ της τέφρας των.
     Δεν έμενε πλέον ή δραξ οστών εξ εμού, δραξ φαιοχρόων οστών καταναλισκομένων και εκείνων κατ’ ολίγον υπό την γην και χρησιμευόντων και εκείνων εις εκλίπανσιν αυτής, συμβαλλόντων διά του φωσφόρου και του αζώτου και των αλάτων των εις την πάχυνσιν των καρπών, εις την θρέψιν των φυτών, εις την εύχροιαν των φύλλων.
     Και ως να μη είχον πλέον τίποτε να πράξω μετά την εξαφάνισιν του γηΐνου μου εγώ, περιεπλανώμην φερόμενος υπό αγνώστου δυνάμεως προς άγνωστον φοράν.
     Και έστρεψα τώρα τους οφθαλμούς μου κάτω προς τον κόσμον και είδον, είδον θέαμα φοβερόν, αηδές, απαίσιον.
     Ω! αν οι άνθρωποι ελάμβανον διά μίαν στιγμήν την άπειρον, την απόλυτόν μου διορατικότητα, θα την απέπτυον, θα την αηδίαζον την ζωήν, θα εφοβούντο να ζώσιν.
     Αλλ’ ουδείς ζων το είδε ουδέ θα το ίδει το θέαμα του κόσμου ούτως εν απόπτω, πάνοπτον άνευ ουδενός μυστηρίου, άνευ ουδενός σκοτεινού.
     Και είδον άπειρον πληθύν ζωυφίων μόνον εις αιώνιον πόλεμον μεταξύ των και λίμνας αίματος και σωρούς νεκρών, και όλους εξαφανιζομένους και όλους αναζώντας και ως αέρα αναπνέοντας το μίσος, την εκδίκησιν, την δυστυχίαν.
     Και η εντύπωσίς μου ήτο ωσεί εξ ομάδος καταξεσχιζομένων θηρίων, και οιμωγών νεκρών, και συριγμών όφεων, και αγωνίας μαρτυρίων, και πνοής θανάτου.
     Και ήθελον να μη βλέπω και δεν ηδυνάμην, και προ εμού πάντοτε το φρικώδες θέαμα του κόσμου απαισίου και φοβερού.
     Και ήθελον να έχω ωκεανούς δακρύων όπως την κλαύσω, και πλημμύραν ειρωνείας όπως την μυκτηρίσω, και τόσην καρδίαν ώστε να δύναμαι να οικτείρω την μεγάλην αυτήν αγέλην των δυστυχών, των ωθουμένων υπό φυσικής δυνάμεως παντοδυνάμου προς άγνωστον μοιραίαν πορείαν, με σύντροφον αιώνιον την δυστυχίαν, με τέρμα αιώνιον το μηδέν.
     Και ησθανόμην οδύνην μεγάλην και μαρτύριον ανήκουστον και εφοβούμην, εφοβούμην τους ομοίους μου και έτρεμον εις την όψιν του κόσμου και υπέφερον, υπέφερον πολύ.
     Και ήτο η κόλασις τούτο· και ήτο η κόλασις διότι ανεζήτουν καθ’ εαυτόν τι έπραξα και ηρώτων την συνείδησίν μου αν ήμην ένοχος και δεν ετόλμα να μου είπει όχι.
     Ήμην ένοχος προς τον κόσμον και ετιμωρούμην δι’ αυτού. Ήτο η κόλασις το φρικώδες εκείνο θέαμα και η οδύνη εκείνη την οποίαν ησθανόμην και ο φόβος και η φρίκη.
     Παρήλθε, θα παρήλθε βεβαίως πολύς καιρός εν τη βασάνω εκείνη των αισθήσεών μου, βασάνω ομοία με ανθρώπου νευρικού λειχομένου υπό εχιδνών.
     Δι’ εμέ χρόνος δεν υπήρχε. Χρόνος μου ήτο η αιωνιότης και τόπος το άπειρον.
     Έπειτα ησθάνθην ωσεί να παρεσυρόμην ταχέως, να κατέβαινον εις τον κόσμον πάλιν, ωθούμενος υπό αγνώστου δυνάμεως.
     Ήθελα να σταθώ.
-         Κατέρχου, ωσεί να μοι εξέφραζον διά βιαίων ωθήσεων.
     Και κατηρχόμην, κατηρχόμην τυφλός άνευ θελήσεως όπου με έφερεν η άγνωστος δύναμις.
     Έπειτα εισήλθον…
     Εισήλθον διά μέσου σπασμών ηδονής, εναγκαλισμών παραφοράς, μέθης γενετησίου εν ωαρίω γονίμω μιας γυναικός, και ενεφύσησα αυτώ ψυχήν.
     Τις οίδε μιας εταίρας, ίσως, μιας βασιλίσσης, μιας αιμομίκτου.
     Μετά το σώμα και η ψυχή υπέκυπτε εις τον αιώνιον της φύσεως νόμον της εναλλαγής, επανήρχετο να συγκροτήσει και πάλιν έν πλάσμα ζων, να σχηματίσει πάλιν έν άτομον δι’ ολίγον, και έπειτα άλλο, και άλλο βραδύτερον.
     Και ουδέ στεναγμόν εξέβαλον, ουδέ να υποφέρω ηδυνάμην εν τη εισαγωγή μου πάλιν εις τον κόσμον τον εκτρωματικόν, τον μισητόν πλέον δι’ εμέ, τον φρικώδη.
     Το παρελθόν αίφνης εχάνετο προ εμού, η μνήμη αφίπτατο, ουδεμία σκέψις απέμενε.
     Μετά της ανακαινίσεως ηφανίζετο παν το παλαιόν εν εμοί.
     Εισερχόμην εις νέαν ζωήν…
     Και ελησμόνησα τα πάντα.


Εθνικόν Ημερολόγιον Κωνστ. Φ. Σκόκου, 1894


Κι εδώ ένα εμπεριστατωμένο άρθρο του Κ.Γ. Παπαγεωργίου με αφορμή την έκδοση : 
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΠΟΥΛΟΣ, Επιλογή κριτικών κειμένων από το Άστυ και το Νέον Άστυ, Φιλολογική επιμέλεια Ν. Μαυρέλος, Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, τόμοι 2
       
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: