Πέμπτη 29 Ιουνίου 2017

"Ξεκίναγε πάντα από την αρχή - Εκδήλωση για τον Γιώργο Σεβαστίκογλου " γράφει η Βένα Γεωργακοπούλου ("Εφημερίδα των Συντακτών", 29.06.2017)

..............................................................

Ξεκίναγε πάντα από την αρχή


Εκδήλωση για τον Γιώργο Σεβαστίκογλου  
Εκδήλωση για τον Γιώργο Σεβαστίκογλου
 
 γράφει η Βένα Γεωργακοπούλου
 
«Η αποτυχία δεν είναι μόνο δικαίωμα του καλλιτέχνη, αλλά και καθήκον», ακούγεται ο Γιώργος Σεβαστίκογλου να λέει, κοιτώντας κατάματα την κάμερα, σε ένα ξεχασμένο, μαυρόασπρο «Μονόγραμμα», που είχε γυρίσει στα μέσα της δεκαετίας του '80 ο γιος του, Πέτρος. Προβλήθηκε το βράδυ της Τρίτης από ένα μικρό στικάκι που είχε φέρει η Αλκη Ζέη, στην αυλή του μπαρ Poems 'n' Crimes των Εκδόσεων Γαβριηλίδης.
Λίγα χρόνια αργότερα (1990), αυτός ο μεγάλος σκηνοθέτης έφευγε από τη ζωή, μόλις στα 77 του. Ηταν η εποχή που επιτέλους μπορούσε, αναγνωρισμένος, ελεύθερος από πολιτικές διώξεις και ιδεολογικές πιέσεις, να σκηνοθετεί όπως και ό,τι θέλει. Να κερδίσει το ελληνικό κοινό, αυτό που έλεγε στο «Μονόγραμμα» ότι είναι «το αντίπαλο δέος του ηθοποιού, εξίσου σημαντικός παράγοντας μιας παράστασης». Να βάλει σε πράξη στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης τα κέρδη του από χρόνια δουλειάς με ερασιτέχνες κυρίως ηθοποιούς στο εξωτερικό.
Κι όταν λέμε εξωτερικό, καμιά σχέση με όσα σημαίνει η λέξη σήμερα. Για τον Γιώργο Σεβαστίκογλου και μεγάλο μέρος της γενιάς του εξωτερικό σήμαινε αναγκαστική εξορία. Σε σοσιαλιστικές χώρες μετά τον Εμφύλιο, στη Δυτική Ευρώπη επί χούντας.
Ο Σεβαστίκογλου έζησε στην Τασκένδη (1949-1956), στη Μόσχα (1956-1965) και στο Παρίσι (1967-1978). Τα ίδια πάνω-κάτω και για τα άλλα τρία τιμώμενα πρόσωπα του αφιερώματος «Αυτοεξόριστοι Ελληνες διανοούμενοι», τον γλύπτη Μέμο Μακρή, τον σκηνοθέτη Αντώνη Βογιάζο και τον συγγραφέα Δημήτρη Χατζή.
Ηταν στενοί φίλοι, έκαναν όποτε μπορούσαν παρέα, «κι ας μη συνέκλιναν πάντα σε όλα τα ιδεολογικά ζητήματα», όπως είπε ο καθηγητής Κοινωνικής Θεωρίας και Κοινωνιολογίας Ηλίας Νικολακόπουλος.
Τους θυμήθηκε, και τους τέσσερις μαζί, Αύγουστο του 1968 στο Πιράνο (Γιουγκοσλαβία τότε, Σλοβενία σήμερα), όπου έδιναν συχνά ραντεβού για διακοπές, «να ελπίζουν ότι η Ανοιξη της Πράγας θα μετασχημάτιζε τα σοσιαλιστικά καθεστώτα και να υποδέχονται μέσα στη βουβαμάρα την είσοδο των σοβιετικών τανκς». Μια σύμπνοια που, αντίθετα, δεν τους διέκρινε παλιότερα, στην άλλη επέμβαση, στην Ουγγαρία.
Η ζωή του Σεβαστίκογλου, περισσότερο ίσως και από το θέατρό του -άλλωστε πάνω από εννέα επαγγελματικές παραστάσεις δεν έκανε δυστυχώς στην Ελλάδα, εκτός από τις πολλές, και ξεχασμένες μετά τα Δεκεμβριανά, στα νεανικά του βήματα, με τον θίασο των Ενωμένων Καλλιτεχνών του ΚΚΕ-, είναι πασίγνωστη μέσα από τα βιβλία της συντρόφου του, Αλκης Ζέη - το μυθιστόρημα «Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» και το συναρπαστικό βιογραφικό αφήγημα «Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο».

Μνήμες από τον μεγάλο αυτοεξόριστο, αριστερό σκηνοθέτη πλημμύρισαν την αυλή του μπαρ Poems 'n' Crimes των εκδόσεων Γαβριηλίδης  
Αλκη Ζέη, Τίτος Πατρίκιος, Πέτρος 
Μάρκαρης | ΜΑΡΙΟΣ ΒΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
 
Τι παραπάνω να πει λοιπόν κι αυτή το βράδυ της Τρίτης, στους πολλούς που είχαν μαζευτεί στη δροσερή αυλή του Γαβριηλίδη; Θυμήθηκε, βέβαια, την Τασκένδη, τους φίλους τους, ειδικά τον Αντώνη Βογιάζο, που της έκανε απλά μαθήματα μαρξισμού για να πάρει κάποτε πτυχίο σεναριογράφου στη Μόσχα, όπου κατάφεραν να πάνε μόνο μετά το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ και «χάρη στους Σοβιετικούς, γιατί αν περιμέναμε από τους δικούς μας...».
Θυμήθηκε πόσο πίστευε ο Σεβαστίκογλου στο λογοτεχνικό της ταλέντο και την έσπρωχνε επίμονα να γράψει, αυτός που για τον εαυτό του παραλίγο να μην κρατήσει τίποτα, θυσιάζοντας τα πάντα για το Κόμμα, ακόμα ίσως και τη ζωή του.
Ποιος ξέρει ότι αρνήθηκε να φύγει στη Γαλλία με το θρυλικό πλοίο «Ματαρόα», υπακούοντας σε κομματική εντολή, και έμεινε εδώ για καλλιτεχνικές περιοδείες των Ενωμένων Καλλιτεχνών, που τις απειλούσαν τραμπούκοι της Δεξιάς, για να βγει στο βουνό, μετά από τεράστιες περιπέτειες μέσω φυλακών της Ιταλίας, και να οργανώσει παρέα με τον Μάνο Ζαχαρία το κινηματογραφικό συνεργείο του Δημοκρατικού Στρατού, αλλά και να γυρίσουν ταινία για το παιδομάζωμα, με τίτλο «Η αλήθεια για τα παιδιά της Ελλάδας»;
Ο Μάνος Ζαχαρίας, δυστυχώς, δεν μπόρεσε να παρευρεθεί στην εκδήλωση λόγω ξαφνικής αδιαθεσίας. Αλλος θρύλος αυτός, με τεράστιο κινηματογραφικό έργο: δημιουργικό -ταινίες, δηλαδή, στη Σοβιετική Ενωση- και θεσμικό -επιλεγμένος από τη σοφή Μελίνα Μερκούρη, ανέλαβε να αναμορφώσει και να περάσει στη σύγχρονη εποχή το ελληνικό σινεμά.
Ο Ζαχαρίας ήταν, ίσως, και ο στενότερος φίλος που απέκτησε ποτέ ο Σεβαστίκογλου, αυτόν και τον Δημήτρη Σπάθη ζητούσε συνέχεια στο νοσοκομείο τους τελευταίους μήνες της ζωής του, όπως αποκαλύπτει η Κωνσταντίνα Ζηροπούλου στο βιβλίο-θησαυρό «Γιώργος Σεβαστίκογλου - Αγωνιστής του θεάτρου και της ζωής». Της άξιζε το χειροκρότημα που πήρε όταν την ανέφερε θερμά η Αλκη Ζέη.
Παρών και ο Πέτρος Μάρκαρης, από την Πόλη κι αυτός, όπως και ο Σεβαστίκογλου, αλλά και γείτονάς τους στην Αθήνα. Είχε να κάνει μερικές πολύ καίριες παρατηρήσεις. Για το ότι ο Σεβαστίκογλου, με αυτή την περιπετειώδη ζωή τού αιωνίως ξεριζωμένου, «ξεκίναγε πάντα από την αρχή».
Απήγγειλε, μάλιστα, ένα ποίημα του Μπρεχτ που τον θυμίζει: «Ολα αλλάζουν/ Να ξαναρχίσεις/ μπορείς και με την τελευταία σου πνοή». Για το ότι, περισσότερο από κάθε Ελληνα σκηνοθέτη, πίστευε στη λιτότητα, την αφαίρεση, την απουσία εφέ, τη γυμνή σκηνή και την ελευθερία του ηθοποιού. «Διδάσκω αεί διδασκόμενος», έλεγε.
Το κλίμα δεν βάρυνε ούτε στιγμή στην αυλή του Poems 'n' Crimes. Βοήθησε και ο Τίτος Πατρίκιος, με μια απομυθοποιητική ιστορία από τον σοσιαλισμό, έστω και τον «τιτοϊκό». Πήγε να συναντήσει τους τέσσερις φίλους στο Πιράνο, καλοκαίρι του '67, και τι ανακάλυψε; «Οτι το στριπτίζ εκεί, αντίθετα με τη Δύση, ήταν ολικό». Και ότι με τα κέρδη του από το καζίνο, που δεν μπορούσε να βγάλει έξω από τη Γιουγκοσλαβία, «έζησε μια ανεπανάληπτη σοσιαλιστική χλιδή».

"Η αυτονομία της φωνής" (διήγημα από τη συλλογή διηγημάτων "Θάμπωσε ο νους" του Σωτήρη Δημητρίου, (εκδ. Πατάκη, 2017)

.............................................................
 





Σωτήρης Δημητρίου (γ.1955)








 "Η αυτονομία της φωνής"

(διήγημα από τη συλλογή "Θάμπωσε ο νους", εκδ. Πατάκη, 2017)

Την παρουσίαση μιας νέας ποιητικής συλλογής ανέλαβε ζευγάρι - και στη ζωή - ποιητών. Ομιλητής θα ήταν αυτός και κατόπι θα διάβαζαν εναλλάξ δέκα ποιήματα.
   "Τα ξέρεις βέβαια" της είπε "καλύτερα από μένα αλλά δεν βλάπτει να τα επαναλάβουμε. Όχι υπόδυσις και εκδραμάτιση. Κατευθύνουμε την φαντασία του ακροατή, δεσμεύουμε και οριοθετούμε. Ούτε ερμηνεία. Ο πυρήνας του ποιήματος θα παραμένει εσαεί ανερμήνευτος. Διάμεσος είναι ο ποιητής κι εμείς οι διάμεσοι του διάμεσου. Ας μην αυθαιρετούμε. Δεν χρειάζεται επίσης επιτονισμός' κυρίως δεν χρειάζεται εκεί που φαινομενικά χρειάζεται. Όσο πιο ισότονη, ουδέτερη και άχρωμη η εκφορά τόσο ο ακροατής θα επισημάνει το δικό του καίριο. Αγγελίες  μεταβατικών σταθμών" φωτίστηκε το πρόσωπό του "αυτές να έχεις στο νου σου. Είναι ένδειξις σεβασμού και προς τον ακροατή και προς την ποιήτρια. Αν ξέρει κάποιος τους κρυφούς αρμούς του ποιήματος είναι αυτή. Όμως κατά την γνώμη μου αυτή πρωτίστως θα έπρεπε να απαγγέλλει ουδέτερα. Είμαστε σίγουροι ότι ορίζει τη σκέψη της; Ότι δημιούργησε μόνον η δική της βούληση; Είμαστε σίγουροι ότι γνωρίζει τα βάθη του βάθους του ποιήματος;"
   Πλατάγισε την γλώσσα του ευχαριστημένος.
  Της διάβαζε τα ποιήματά της και κατόπιν την έβαζε να διαβάζει κι αυτή.
  "Μα δεν θέλει" σκέφθηκε η γυναίκα "να νιώσει κάποια έκπληξη απ' την ιδιοτυπία μου;".
   Μέχρι την ημέρα της παρουσιάσεως πέντ' έξη φορές την έβαλε να ακούσει την ομιλία του.
   "Αύριο να αλλάξεις οπωσδήποτε εσώρουχο" του είπε την προηγουμένη.
   Χαμογέλασε αυτός συγκαταβατικά.
   Στην αίθουσα έλαμπε. Το φόρεμά της σεμνό και έντονο, τα κοσμήματα ελάχιστα, ημιαφανή, τα παπούτσια προσεγμένα. Κάθισαν, στη μέση βρέθηκε αυτός. Άρχισε να μιλάει.
   "Στόμφος" ήταν η λέξη που της ήρθε αμέσως στο νου.
   Ήξερε αυτός την σπουδαιοπρεπή εκφορά του και προσπαθούσε να την υποτάξει, αλλά αυτή έβρισκε διόδους στο χρώμα της φωνής, στις κινήσεις των χεριών, στην στάση του σώματος, στο πλατάγισμα της γλώσσας. Του ξέφευγε κι αρκετά συχνά το αναρροφητικό "τσ".
   Μετά την μακροσκελή ομιλία ήρθε η ώρα των ποιημάτων. Ερχόταν η σειρά της. Ένιωσε  τους σφυγμούς της να επιταχύνουν. Επικεντρώθηκε στις κωλοτρυπίδες των παρευρισκομένων. Και η χάρις και το κύρος κουβαλούν τις κωλοτρυπίδες τους. Μάλιστα για επίταση τις φανταζόταν και φαγουρίζουσες.
   "Θα σας διαβάσουμε δέκα ποιήματα" είπε αυτός. "Ανά πέντε με την κυρία".
   Άνοιξε το βιβλίο της, πήρε βαθιά ανάσα και... άρχισε αυτός. Αδιανόητο. Καταρρακώθηκε. Κατά την ανάγνωσή του σκέφθηκε πάλι χαιρέκακα.
   "Να τος πάλι ο στόμφος του. Δάσκαλε που δίδασκες. Αμ κακομοίρη μου και τον χαρακτήρα σου να κρύψεις την φωνή σου δεν μπορείς. Άλλα διαβάζεις, άλλα λέει η φωνή σου".
   Θυμήθηκε την γιαγιά της που έλεγε ότι η πυτιά είναι στη φωνή.
   Ακόμα μουδιασμένη, δεν κατάλαβε αμέσως ότι την ανήγγειλε. Τον αγνοησε.
   Έκλεισε το βιβλίο και άρχισε να μιλάει. Να μιλάει υπέροχα για την σχέση της με την ποιήτρια. Να μιλάει υπέροχα για την ποίησή της. Υπέροχα για την εν γένει ποίηση.
   Μια σχεδόν ερωτική θαλπωρή την τύλιξε. Ένιωθε στον λαιμό έναν γλυκό αγκαθωτό κόμπο και στους μηρούς της ανεβοκατέβαινε μια μπίλια υδραργύρου.
   Το ακροατήριο ήταν απλωμένο σεντόνι στο αεράκι της φωνής της. Ήταν σίγουρη ότι τρέμιζε το αντηχείο τους, τους κοβόταν λίγο η ανάσα.
   Ήρθε η ώρα του ποιήματος.
   "Ας αφήσουμε την επιλογή στη θεά τύχη" είπε. "Πείτε μου σας παρακαλώ έναν αριθμό" φυλλομέτρησε το βιβλίο, χαριτωμένα,  εν ροή, "από το 9 μέχρι το 100".
   "Διακόσια" φώναξε κάποιος και το ακροατήριο ξέσπασε ευφρόσυνα. Αρκετοί δε άρχισαν να χειροκροτούν όρθιοι, εκβιάζοντας το πέρας.
 
 
 

"ΠΩΛΕΙΤΑΙ ΚΟΜΜΑΓΗΝΗ ΣΕ ΤΙΜΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑΣ" έγραψε η jiagogina (http://boukalistithalassa.blogspot.gr, 21/3/2011)

..............................................................
 

ΠΩΛΕΙΤΑΙ ΚΟΜΜΑΓΗΝΗ ΣΕ ΤΙΜΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑΣ 

 


Στον πόλεμο κατά του χρέους θα πρωτοστατήσουν οι παραλίες, καθώς, όπως έχει πει ο Στρος Καν "είναι ατελείωτες και αναξιοποίητες". Στη δημοσιότητα, η πρώτη λίστα με δημόσια ακίνητα προς αξιοποίηση μετά το Ελληνικό.
Οι εφημερίδες
..................................
"Είναι και αυτός ένας ειρμός της σκέψης, ένας τρόπος
ν' αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς δύσκολα"
 Γ. Σεφέρης, Τελευταίος Σταθμός

 
Πολλές φορές τριγυρίζει αυτές τις μέρες στο μυαλό μου αυτή η Κομμαγηνή, το κρατίδιο  "...που 'σβησε σαν το μικρό λυχνάρι..." 
Ο Σεφέρης της αφιερώνει μια γραμμούλα. Έτσι την έμαθα κι  εγώ. Αυτή την ανυπόστατη επικράτεια, το άθυρμα των εξουσιών. Ένα σύμβολο λεηλασίας τόπου ανοχύρωτου, που εξαφανίστηκε διά παντός από την Ιστορία. Τι απόμεινε; Η τιμή της  μνήμης; Κι αυτό, βεβαίως. Αλλά κυρίως  η ποιητική, και όχι μόνον, έγνοια. Μια έγνοια  που, ως φαίνεται, αγκάλιασε το μέλλον σε μεγάλο βάθος χρόνου. 
Κι έχουμε εμείς τώρα τη χάρη για  τιμή. Μα είναι τιμή της τύψης. Μνήμη δεν έχει πολλή. Διαθέτει το μαγαζί πολλές φωνασκίες με επικλήσεις στο ισχυρό αρχαιοελληνικό DNA που ρέει στη φλέβα του χαρισματικού δισεγγονού του Οδυσσέα, πολλή μαγκιά, που εκτονώνεται σε  φτισιές στο πεζοδρόμιο (λεηλατημένο κι αυτό από μηχανάκια, παρκαρισμένα τζιπ κι αστόχαστα κομπρεσέρ), εισαγόμενες κονσέρβες εκσυγχρονισμού, ακέφαλους ηγέτες και άλλα θαύματα φθίνοντος τσίρκου. Επίσης διαθέτει μπόλικο σιχτίρισμα θυμάτων της Ιστορίας, διαρκώς διωκόμενων από τους δυνατούς που εξυφαίνουν συνωμοσίες εις βάρος του σπανίου γονιδίου.
Ο εθνικισμός σε τέτοιες πονηρές συνθήκες εκκολάπτεται. Τι να κάνει  το καημένο ταραγμένο εθνικό μας θυμικό, από κάπου πρέπει να πιαστεί κι αυτό!
Αλλά:

"ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο,
χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,  
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους. 
Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν,
σαν έρθει ο θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύονται μες στ' άγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν.
Αλλά τα ξόρκια τα' αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην είναι αυτό που μεταδίνει ζωή;
Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν"

Γι' αυτό και η πατρίδα εχάθη για τον νεοέλληνα εδώ και πολύ καιρό -αν, βεβαίως, πατρίδα σημαίνει τιμώ και σέβομαι τον τόπο μου,  αυτοκαθορίζομαι και ωριμάζω μέσα του. Ανώριμος λαός εμείς οι νεοέλληνες, νεαρό έθνος - σχεδόν το ίδιο νεαρό, όπως το αμερικανικό -  βολοδέρνουμε δυο αιώνες τώρα να πούμε ποιοι είμαστε, εθνικά και κοινωνικά, και τι γλώσσα πρέπει να χρησιμοποιούμε. Να πούμε,  όμως, όχι να βιώσουμε. Το βίωμα της ιστορίας είναι ζόρικο πράμα. Θέλει  συνεχή αναβάπτιση μέσα στη θάλασσα της γλώσσας και της παράδοσης, θέλει ενέργεια πολιτισμού, θέλει αντοχές  να βλέπεις να ιστορικά τραύματα και να τα επουλώνεις με όραμα και συλλογική δουλειά. Και μετάνοια, πολλές φορές για το ξαστόχισμα, την συλλογική ή προσωπική αμαρτία.  Αυτού του τύπου οι χειρονομίες, επιτρέψτε μου να πω, είναι ελληνικές. Στιγμή δεν υπήρξε, όμως, τέτοιο πράγμα στη μεταπολεμική Ελλάδα, ούτε ένας απολογισμός πεπραγμένων, που να έχει ουσιαστική αυτοκριτική και ταπείνωση.
Πρέπει να εφεύρουμε έναν καινούργιο Έλληνα για να υπερασπιστούμε.
  jiagogina



"Ένας ύπνος σφράγισε το πνεύμα μου..." ποίημα του WILLIAM WORDSWOTH (1770 - 1850)

.............................................................

 




WILLIAM WORDSWOTH
(1770 - 1850)












Ένας ύπνος σφράγισε το πνεύμα μου∙
Δεν είχα ανθρώπινους φόβους:
Φαινόταν σαν ένα πράγμα που δεν μπορούσε να αισθανθεί
Το άγγιγμα των επίγειων χρόνων.

Καθόλου κίνηση δεν περικλείει τώρα, διόλου δύναμη∙
Ούτε ακούει μήτε βλέπει∙
Παρασυρμένο στης γης την καθημερινή περιστροφή,
Με βράχους, και πέτρες, και δέντρα.


 Μετάφραση: ΛΙΝΝΟΣ ΚΩΣΤΑΣ

(από τα ΔΕΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδ. Φιλύρα,2016)



A slumber did my spirit seal;
I had no human fears:
She seemed a thing that could not feel
The touch of earthly years.

No motion has she now, no force;
She neither hears nor sees;
Rolled round in earth's diurnal course,
With rocks, and stones, and trees."

Τρίτη 27 Ιουνίου 2017

"Μνήμες από τη θητεία μου στην Αλληλεγγύη..." γράφει ο Μανώλης Γιούργος (27/6/2017)

..........................................................



ΜΝΗΜΕΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ






Από τον Μανώλη Γιούργο, 27/6/2017


«…Πολιτισμός με δυναμογόνες αξίες είναι εκείνος που ενώνει τα άτομα σε ένα σύνολο οργανικό, που δεν τα παραθέτει σαν πλήθος ή τσούρμο. Είναι μέθεξη σε μια συλλογική περιπέτεια όντας συνάμα σύνδεσμος ατόμων και ομάδων με το ιστορικό τους παρελθόν...»

 «Αμερικανή κουλτούρα στην Ευρώπη: “Tίποτα το σκανδαλώδες”, Άγγελος Ελεφάντης εφημερίδα ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΥΓΗ, 16/7/2000


   «Πριν από 35 (πότε πέρασαν,ε;) περίπου χρόνια πολλοί άνθρωποι του πνεύματος, προοδευτικοί διανοούμενοι κλπ., χαιρέτησαν το νέο τεχνολογικό επίτευγμα του video ως ένα βήμα για την ανεξαρτησία και την αυτονομία των ανθρώπων όσον αφορούσε (και συνεχίζει να αφορά) την διαχείριση του ελεύθερου χρόνου τους. Και μάλιστα προέβλεπαν ότι οι νέες αυτές συσκευές θα εξελίσσονταν και σε όπλα "αντίστασης" στον πολιτιστικό ετεροκαθορισμό τους. Δηλ. εφ' όσον θα μπορούσαν οι άνθρωποι να βλέπουν ανά πάσα στιγμή τις ταινίες και να ακούνε τη μουσική που θα γούσταραν (μετά από λίγο μας ήρθε και το CD) , έτσι θα μπορούσαν να αποτινάξουν τα πολιτιστικά δεσμά που θα τους επέβαλαν οι πολυεθνικές π.χ. της διασκέδασης, οι μηχανισμοί της τηλεόρασης κλπ. που μέχρι τότε, στην Ελλάδα ιδίως, ήσαν (όχι ότι έπαψαν να είναι, απλώς με την ιδιωτική τηλεόραση έχει κανείς την ψευδαίσθηση ελευθερίας επιλογών) μηχανισμοί κυβερνητικής προπαγάνδας, αλλά και ιδεολογικής χειραγώγησης.
   Η τεχνολογική εξέλιξη συνεχίστηκε. Ήρθαν και τα DVD, τα PLAY DISC και τα BLUE RAY με καλύτερα αποτελέσματα στην αναπαραγωγή του ήχου και της εικόνας, αλλά και στην αποθήκευση των προτιμήσεων των ακροατών-θεατών. Αντίστοιχη ήταν και η εξέλιξη και στον απαραίτητο μηχανικό εξοπλισμό για αυτά τα μικρά δισκάκια που έκρυβαν μέσα τους αυτούς τους "θησαυρούς" της ψυχαγωγίας. Οι προφητείες των ανθρώπων της αρχής αυτού του κειμένου φαίνονταν ότι έβγαιναν αληθινές. Ο κόσμος κατανάλωνε ό,τι πράγματι επιθυμούσε, που το έβρισκε όποτε και όπου ήθελε, και μάλιστα φτηνά (βλ. video και dvd clubs) - μόνο τα CD μουσικής πωλούνταν σχετικά ακριβά. Με το internet και αυτή η "παραφωνία" για τους περισσότερους καταναλωτές και προς τους περισσότερους καλλιτέχνες, αμβλύνθηκε κατά πολύ. Έτσι η διασκέδαση και γενικά η διαχείριση του ελεύθερου χρόνου έγινε υπόθεση ιδιωτική. Ποιος ο λόγος να τρέχεις στα θέατρα, στους κινηματογράφους και στις αίθουσες των συναυλιών, όταν όλα μπορείς να τα έχεις στο σπίτι σου; Έτσι ένα καθεστώς της ΨΥΧΑΓΩΓΙΑΣ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΕΥΣΗΣ εδραιώθηκε, και μέχρι σήμερα η επικράτησή του πρακτικά δεν έχει αμφισβητηθεί. Όταν και αν οι άνθρωποι βγουν από το σπίτι τους για να ψυχαγωγηθούν, αρκούνται, αλλά και φαίνεται να ικανοποιούνται, στον περιορισμένο ρόλο που τους επιφυλάσσουν οι νέες συνθήκες: του παθητικού καταναλωτή προϊόντων πολιτισμού. Μαζί με αυτές τις εξελίξεις, όπως ήταν αναμενόμενο, περιορίστηκε και η ανεξάρτητη ερασιτεχνική δημιουργία. Κόπηκε η φόρα που είχε φέρει η μεταπολίτευση του '74, λίγες κυψέλες πολιτισμού απόμειναν να λειτουργούν στην εποχή της αμεριμνησίας και της ευφορίας, λίγοι μερακλήδες που η πλειοψηφία τους μέτραγε για "ψώνια" επέμεναν να εκφράζονται δημιουργικά και να επικοινωνούν με τους συνανθρώπους τους (με τους φίλους τους, τους συναδέλφους τους, τους γείτονές τους) μέσα από κάθε είδους τέχνες. Κυριάρχησαν οι "ειδικοί", οι επαγγελματίες των ΜΜΕ που μας έκαναν τη χάρη να εκθέτουν την πραμάτεια τους στο κλεινόν άστυ ή στην επαρχία (κυρίως θεατρικές παραστάσεις και συναυλίες) μόνο τα καλοκαίρια. Τους χειμώνες τους ακριβοπληρώναμε στα θέατρα, στα μπουζουκομάγαζα, στα "Μέγαρα" ή σε λαμπερούς χώρους άλλων ευαγών ιδρυμάτων.
   Ώσπου, πριν από 4 περίπου χρόνια, μας καταπλάκωσε η κρίση. Κι όσο η κρίση βάθαινε και βαθαίνει, πού να βρεθούν τα ευρά για τα περασμένα μεγαλεία... Τώρα πάνε "οι φωλιές, πάν τα κοτσυφόπουλα, μόνο "Σταύρους" μας λένε - παραφράζοντας τον ζωντανό Σαββόπουλο του '79, και πρέπει να ξαναθυμηθούμε τις φωνές μας, τα πρόσωπά μας και τα σώματά μας, τα ταλέντα μας, όχι για τον ναρκισσισμό μας και την αναγνώρισή μας από τους άλλους ("κοινό και ατζέντηδες", πάλι κατά τον ζωντανό Σαββόπουλο), αλλά για να τα κοινωνήσουμε με τους συμπολίτες και αυτοί μαζί μας, για να φτιάξουμε όλοι μαζί τη δική μας παραμυθία-παρηγορία - όχι το παραμύθιασμα, σ' αυτούς τους δίσεκτους καιρούς.
   Οι "Αλληλέγγυοι Δρόμοι" αυτήν την ανάγκη αναγνωρίζουν και αυτό επιχειρούν με τη μουσική τους και τη θεατρική ομάδα. Η μουσική ομάδα έχει ήδη ξεκινήσει τις πρόβες της. Την Κυριακή 6/10/2013 λέει να ξεκινήσει και η θεατρική. Στις 19.30 με 20.00 στο "Ιδιόμελο", Ελευθερίου Βενιζέλου 17 & Βασ. Κωνσταντίνου στο Μαρούσι. Τηλ. κλπ.»
 
   Αυτά έγραφα το 2013, μεσούσης της κρίσεως, στο μπλογκ των «Αλληλέγγυων Δρόμων» (βλ. http://alldromoi.blogspot.gr, 7/10/2013), που ήταν μια πρωτοβουλία αλληλεγγύης πολιτών στο Μαρούσι που οργανώθηκε το 2012 και έδρασε εκεί μέχρι το 2015. Κεντρική υλοποίηση αυτής της πρωτοβουλίας ήταν η οργάνωση τεσσάρων «Αγορών χωρίς Μεσάζοντες» που πολεμήθηκαν άγρια από τον τότε και νυν δήμαρχο Αμαρουσίου Γ. Πατούλη, που ήθελε να μονοπωλήσει, αφ’ ενός, τον θεσμό στα όρια του δήμου και αφ’ ετέρου να του προσδώσει αποκλειστικά φιλανθρωπικό χαρακτήρα (βοήθεια του «ισχυρού» Δήμου προς ασθενέστερα οικονομικά τμήματα πολιτών που περίμεναν παθητικά την «εξ ύψους» βοήθεια). Με την «συμπαράσταση» της τότε Κεντρικής Διοίκησης ο «δημοφιλής» δήμαρχος πέτυχε και τους δύο στόχους. Οι «Αλληλέγγυοι Δρόμοι», από το 2015 και μετά, «δεν ξαναφάνηκαν στην αγορά».  
   Ωστόσο, πιο πριν, το 2013, έπεσε η ιδέα από τον Χώρο Τέχνης «Ιδιόμελο», που τον εκπροσωπούσαν η Γεωργία Δεληγιαννοπούλου κι ο υποφαινόμενος, για τη δημιουργία δύο πολιτιστικών ομάδων αλληλεγγύης, μιας μουσικής και μιας θεατρικής. Έτσι γεννήθηκαν οι «Αλληλέγγυες Νότες» και η «Άλλη.Θέα.», αντίστοιχα. Φιλοδοξία τους και σχέδιό τους ήταν πρώτα, η συνάντηση ερασιτεχνών και σπουδαγμένων με κοινό μεράκι, την δημιουργική τους έκφραση με το τραγούδι, τη μουσική και το θέατρο. Δεύτερον, η δωρεάν προσφορά μουσικών εκδηλώσεων και θεατρικών παραστάσεων σε κοινωνικούς φορείς και σε ευπαθείς στην κρίση κοινωνικές ομάδες προσφέροντάς τους διαχείριση του ελεύθερου χρόνου, ελεύθερου και από εμπορευματικά κριτήρια και κανόνες. Και χωρίς αβαρίες στην ποιότητα των προσφερομένων εκδηλώσεων.
   Οι δύο ομάδες προχώρησαν στις προγραμματισμένες εκδηλώσεις τους, με αμπάριζα το «Ιδιόμελο» στο Μαρούσι, καθώς και σε άλλους χώρους μακριά απ’ αυτό. Αντίτιμο των θεατών για την παρακολούθηση αυτών των εκδηλώσεων ήταν η εισφορά γραφικής ύλης για σχολεία υποβαθμισμένων περιοχών, ειδών διατροφής και υγιεινής για άστεγους και πρόσφυγες-μετανάστες, φάρμακα για κοινωνικά ιατρεία, ακόμα-ακόμα και τηλεφωνικές κάρτες σταθερής τηλεφωνίας για το Σχολείο των Φυλακών Ανηλίκων στον Αυλώνα ή και μερικές φορές δεν υπήρχε καν αντίτιμο (μουσικές εκδηλώσεις για ψυχικά ασθενείς στην Πεντέλη και αλλού).
   Πολύ νωρίς ωστόσο, καθώς οι δύο ομάδες λειτουργούσαν προέκυψε το ζήτημα των σχέσεών τους με την «υπέρτερη δομή» των «Αλληλέγγυων Δρόμων». Ποιος αποφασίζει για το πρόγραμμά τους και τις δράσεις τους; Τα ίδια τα μέλη των ομάδων ή οι «Αλληλέγγυοι Δρόμοι» που μόνο πλαισίωναν προς την κατεύθυνση της αλληλεγγύης και των επιλεγμένων ομάδων που θα έπρεπε να βοηθηθούν; Και γιατί ακόμα δεν θα μπορούσαν από μόνες τους να επιλέγουν ποιους θα βοηθήσουν; Η διαφωνία «μύριζε» οργανωτικό έλεγχο, παρόμοιο με αυτό των πολιτικών κομμάτων με τους μαζικούς φορείς στους οποίους τα μέλη τους συμμετείχαν. Πεποίθησή μου ήταν πάντα ότι τα μέλη της όποιας κοινότητας είναι αποκλειστικά υπεύθυνα, αρμόδια και αυτόνομα ως προς τι θέλουν και πώς θέλουν να λειτουργήσουν στις δράσεις τους. Επιπλέον, πάντα πίστευα ότι μια από τις κακοδαιμονίες του μαζικού κινήματος ήταν ο οργανωτικός έλεγχος που ασκούσαν τα πολιτικά κόμματα στις συνδικαλιστικές «τους» παρατάξεις και κατ’ επέκτασιν στα συνδικάτα, είτε για εργατικά επρόκειτο, είτε για φοιτητικά-σπουδαστικά. Το παλαιόθεν, δηλαδή, ζήτημα της αυτονομίας των μαζικών χώρων. Τα απόνερα της διάσπασης του ΣΥΡΙΖΑ, που προετοιμαζόταν  από την εποχή των συνιστωσών και από την εποχή που ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν αντιπολίτευση έπληξαν και τους «Αλληλέγγυους Δρόμους», και τις «Αλληλέγγυες Νότες» και την «Άλλη.Θέα». Όσοι λοιπόν πίστευαν στην συνθήκη ότι αυτές οι πολιτιστικές ομάδες έπρεπε να λογοδοτούν στους «υπέρτερους» «Αλληλέγγυους Δρόμους», αποχώρησαν και όχι μόνο διέκοψαν τους όποιους δεσμούς μαζί τους, αλλά ούτε καν παρέστησαν στις παραστάσεις και τις εκδηλώσεις (πλην μιας, ίσως) αλληλεγγύης που εντωμεταξύ «έτρεξαν». Έτσι ο Χώρος Τέχνης «Ιδιόμελο»* σήκωσε όλα τα βάρη και όλες τις ευθύνες για τη δράση των ομάδων. Και καλά έκανε, καθώς αυτή η ανάληψη ανταποκρινόταν πλήρως στην αλήθεια και στην πραγματικότητα που ζούσαν. Έτσι η ελπίδα ότι η κρίση θα έφερνε τους ανθρώπους πιο κοντά, ότι θα έβρισκαν εκείνα τα στοιχεία που θα τους ένωναν παρά εκείνα που θα τους χώριζαν και θα τους έφερναν σε αντιπαλότητα, φάνηκε να διαψεύδεται. Ωστόσο, αυτό που συνειδητοποίησα και επιβεβαίωσα μέσα μου ήταν ότι αυτό που πραγματικά αξίζει κανείς να παλεύει είναι η ανεξαρτησία και η αυτονομία του λόγου και της πράξης του, χωρίς ιδιοτέλεια και οποιαδήποτε απώτερη (πολιτική-κομματική, οικονομική, προσωπική) σκοπιμότητα. Με ελεύθερη βούληση και με ελεύθερη ροή ψυχικής ενέργειας που φέρνει τους ανθρώπους να σκέφτονται, να επικοινωνούν και να ενεργούν μ α ζ ί . Το είχαμε ανάγκη τ ό τ ε , το έχουμε ανάγκη  τ ώ ρ α  περισσότερο από ποτέ… 


                                              Μανώλης Γιούργος




*Σημείωση: Προσωπικοί λόγοι με έχουν απομακρύνει από τον Χώρο Τέχνης «Ιδιόμελο» στο Μαρούσι. Χαίρομαι ωστόσο που συνεχίζει να δρα και να παράγει πολιτισμό και να υπηρετεί την αλληλεγγύη. Όσο για μένα επιφυλάσσομαι στο άμεσο, μεσο-βραχυπρόθεσμο μέλλον. Πάντα στην ίδια κατεύθυνση, του πολιτισμού και της αλληλεγγύης. Χίλιοι καλοί χωράνε παντού…

 




































































































































































































































Τρίτη 20 Ιουνίου 2017

"Οι μύθοι της παράδοσής μας" του Κορνήλιου Καστοριάδη (http://tvxs.gr, 19/6/2017)

...............................................................


 Οι μύθοι της παράδοσής μας

 

















 του Κορνήλιου Καστοριάδη
 http://tvxs.gr, 19/6/2017









 
Τι σημαίνει το γεγονός ότι διερωτώμεθα για τη σχέση μας με την παράδοση; Ότι κατά κάποιον τρόπο έχουμε βγει απ’ την παράδοση. Αυτό το καταλαβαίνουμε πρώτα-πρώτα εμπειρικά.
Οι φυλές και οι λαοί που έχουν μείνει κλεισμένοι μέσα στην παράδοσή τους δεν βλέπουν καν την παράδοση σαν παράδοση: ζουν μέσα σε αυτήν και θεωρούν την παρούσα ζωή τους σαν συνέχεια ενός αμετάβλητου τρόπου ζωής.
Και μπορούμε να το καταλάβουμε και λογικά: για να διερωτηθούμε για τη σχέση μας με την παράδοση πρέπει η σχέση αυτή να έχει γίνει, περισσότερο ή λιγότερο προβληματική, πρέπει να έχει δημιουργηθεί μια απόσταση απ’ την παράδοση.
Απόσταση δεν σημαίνει απεμπόληση ή λησμονιά. Σημαίνει και άλλου είδους παρουσία και άλλου είδους σχέση. Μια σύντομη ανασκόπηση της ανθρώπινης ιστορίας μας δείχνει ακριβώς δυο κύριους τύπους σχέσης με την παράδοση.
Ο πρώτος που ασφαλώς πρέπει να ήταν και μόνος για εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια μέχρι την 1η χιλιετία πχ, είναι ο τύπος των αρχαϊκών (ή πρωτόγονων ή αγρίων) κοινωνιών. Αν στηριχτούμε στη γνώση που έχουμε για τέτοιου τύπου κοινωνίες από την εθνολογία (που τις μελέτησε τους δυο τελευταίους αιώνες), θα συνάγουμε ότι σε αυτές τις κοινωνίες, τρόπος ζωής, έθιμα, οργάνωση, τεχνική, διαβιβάζονται σχεδόν αναλλοίωτα από γενιά σε γενιά.
Ανεπαίσθητες αλλοιώσεις βέβαια συνεχώς εμφανίζονται, αλλιώς δεν θα υπήρχε διάκριση ανάμεσα στις διάφορες η ωλιθικές, παλαιολιθικές και νεολιθικές εποχές Αλλά οι κοινωνίες αυτές δεν έχουν συνείδηση αυτών των αλλοιώσεων. Πιστεύουν ότι από τότε που υπάρχει η φυλή τους, η ζωή τους και οι νόμοι τους έμειναν οι ίδιοι. Βέβαια από όσο ξέρουμε, όχι μόνο υπάρχει μια συνείδηση του χρόνου και της διαδοχής των γενεών, αλλά υπάρχει και μια μυθική παράσταση ενός πρώτου χρόνου ή «πρώτης στιγμής», στιγμής δημιουργίας και του κόσμου και της ίδιας της φυλής. Αυτή αποδίδεται σε έναν ή πολλούς θεούς και σε έναν ή πολλούς «ήρωες» ή προγόνους, που έθεσαν μια για πάντα τους νόμους, την τάξη και την οργάνωση του κόσμου και της φυλής. Οι δημιουργοί αυτοί, θείοι ή ανθρώπινοι, έχουν πάντως μια ιερή φύση που φυσικά μεταβιβάζουν και στα δημιουργήματά τους.
Από αυτά απορρέει άμεσα ο ιερός χαρακτήρας των θεσμών της φυλής, που κάνει ιερόσυλη και βλάσφημη κάθε ιδέα μεταβολής τους. Οι θεσμοί, όπως ο τρόπος ζωής, είναι κυριολεκτικά καθιερωμένοι μια για πάντα λόγω της ιερής προέλευσής τους.
Η κλασσική εβραϊκή παράδοση που κληρονόμησε και ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ, παρ’ όλο που προέρχεται από μια κοινωνία που με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αρχαϊκή, πρωτόγονη ή άγρια, προσφέρει μια τέλεια εικόνα αυτής της κατάστασης. Ο θεός δημιούργησε τον κόσμο και τους ανθρώπους, εδιάλεξε ανάμεσα σ’ αυτούς μια φυλή στην οποία μια σειρά από θεόπνευστους «ήρωες» -Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ και τελικά Μωυσής-παρουσίασαν τους νόμους του Θεού.
Αυτές οι κοινωνίες μπορούν να ονομαστούν ετερόνομες γιατί θεωρούν τους νόμους τους δοσμένους από κάποιον ανώτερο Άλλο και συνεπώς απαγορεύουν στον εαυτό τους οποιαδήποτε μεταβολή αυτών των νόμων. Από την σκοπιά όπου τοποθετηθήκαμε, η σχέση αυτών των κοινωνιών με την παράδοση μπορεί να ονομαστεί παθητική.
Μια ιστορική στροφή, καλύτερα ρήξη, εμφανίζεται με την αρχαία Ελλάδα και ξανά μετά από πολλούς αιώνες στην Δυτική Ευρώπη. και στις δυο αυτές περιπτώσεις η σχέση με την παράδοση αλλάζει και μπορεί να ονομαστεί ενεργητική. Η αλλαγή αυτή είναι φυσικά οργανικά συνδεδεμένη με αυτό που συνιστά την απόλυτη ιστορική ιδιομορφία της αρχαίας Ελλάδας, τη δημιουργία για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία μιας κίνησης προς την αυτονομία, δηλαδή την ελευθερία, σε σχεδόν όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, κατά πρώτο λόγο στην πολιτική με τη δημιουργία της δημοκρατίας και στη σκέψη με τη δημιουργία της φιλοσοφίας και της επιστήμης. Η δημιουργία αυτή ισοδυναμεί βέβαια με μια ριζική ρήξη με την προηγούμενη κατάσταση πραγμάτων.
Η Αθηναϊκή δημοκρατία, στην ουσία της, δεν έχει καμιά σχέση με τις ομηρικές ή μινωικές ή μυκηναϊκές βασιλείες όπως και η φιλοσοφία αναδύεται ως καταστροφή της μυθικής παράδοσης του κόσμου. Πχ και οι δυο πρώτοι ιστορικοί, ο Εκαταίος και ο Ηρόδοτος αρχίζουν τα συγγράμματά τους και τα δικαιολογούν με την βεβαίωση ότι αυτά που οι Έλληνες διηγούνται για το παρελθόν τους είναι παραμύθια. Εν τούτοις, αυτά με κανέναν τρόπο δεν σημαίνουν απεμπόληση ή λησμονιά της παράδοσης. Συμβαδίζουν με την διαμόρφωση μιας νέας σχέσης ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, που μπορεί να τη χαρακτηρίσει κανείς με δυο λέξεις φαινομενικά αντιφατικές, σεβασμός και μεταμόρφωση. Η αντίφαση αίρεται άμα σκεφτούμε ότι σ’ αυτό το πεδίο σεβασμός δεν σημαίνει τυφλή λατρεία και παγωμένη συντήρηση, αλλά αναζωογόνηση του παρελθόντος μέσω της μεταμόρφωσης των στοιχείων του που έτσι γίνονται σημαντικά για το παρόν.
Θα προσπαθήσω να κάνω κατανοητό αυτό που θέλω να πω με παραδείγματα από τον χώρο της τέχνης και ιδιαίτερα αυτού που ονομάζουμε λογοτεχνία. Ξέρουμε ότι ο Όμηρος έμεινε πάντα ζωντανός στην κλασσική Ελλάδα, τα ομηρικά έπη τα τραγουδούσαν στις γιορτές και τα παιδιά τα μάθαιναν στο σχολείο. Ξέρουμε όμως επίσης ότι μετά τον Ησίοδο και το έπος και το χαρακτηριστικό του μέτρο, το δακτυλικό εξάμετρο, εξαφανίζονται και ότι οι καινούργιοι ποιητές, ο Αρχίλοχος, η Σαπφώ και αυτοί που ακολούθησαν, δημιουργούν νέα μέτρα, νέα θέματα, νέες μορφές ποίησης. Αυτό δεν εμπόδισε τους κλασσικούς φιλόσοφους, Πλάτωνα και Αριστοτέλη, να παραθέτουν τους ομηρικούς στίχους στα φιλοσοφικά τους κείμενα. Αλλά μόνο στην αλεξανδρινή εποχή, εποχή παρακμής, με τα «Αργοναυτικά» του Απολλώνιου του Ρόδιου, εμφανίζεται μια προσπάθεια μίμησης των ομηρικών επών, φυσικά με πολύ μέτρια αποτελέσματα.
Αλλά το πιο λαμπρό παράδειγμα αυτής της δημιουργικής μεταμόρφωσης της παράδοσης μας το δίνει η Αθηναϊκή τραγωδία και η σχέση της με την άλλη προαιώνια μεγάλη ελληνική δημιουργία, τον μύθο. Όλοι οι λαοί έχουν ωραίους μύθους, αλλά μόνο οι αρχαίοι ελληνικοί μύθοι είναι αληθινοί, μεστοί από ανθρωπολογικά και κοσμολογικά νοήματα, αληθινά που παρουσιάζονται με μυθική μορφή. Είναι φυσικά αδύνατο να ξέρουμε ως ποιο βαθμό αυτό το νόημα των μύθων σε όλη του την έκταση και την ένταση μπορούσαν να το αφομοιώσουν και να το οικειοποιηθούν οι Έλληνες, ας πούμε του 6ου πΧ αιώνα. Λογικό είναι να υποθέσουμε ότι τουλάχιστον ασυνείδητα και υπόγεια τους άγγιξε, αλλιώς και οι μύθοι ως μύθοι δεν θα είχαν διασωθεί.
Αυτό που εμφατικά ξέρουμε είναι ότι η τραγωδία, που με μόνη εξαίρεση τους «Πέρσες» του Αισχύλου και την «Μιλήτου Άλωση» του Φρύνιχου έχει ως αποκλειστικό θέμα της τους μύθους, αφενός αναλαμβάνει αυτό το νόημα, το κάνει προσιτό σε όλους, το πλουτίζει, ασφαλώς το μεταμορφώνει και του δίνει μιας εκπληκτικής έντασης και ενάργειας παρουσίαση με την ενσάρκωσή του σε ανθρώπινους χαρακτήρες και λόγους, αφετέρου εκσυγχρονίζει τους μύθους, τους πλέκει με τα καινούργια προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Αθηναίοι του 5ου αιώνα.
Ταυτόχρονα βλέπουμε τους ποιητές να τροποποιούν και να πλουτίζουν την πλοκή των μύθων. Αναμφισβήτητη ένδειξη μας δίνει στην ποιητική του ο Αριστοτέλης, λέγοντας ότι η σημαντικότερη αρετή του τραγικού ποιητή είναι η μυθοσκοπία. Θα έπρεπε να είχαμε το χρόνο να το δείξουμε αυτό πάνω σε συγκεκριμένα παραδείγματα. Θα περιοριστώ να αναφέρω την «Ορέστεια» του Αισχύλου, τις τρεις θηβαϊκές τραγωδίες του Σοφοκλή («Οιδίπους τύραννος», «Οιδίπους επί Κολονώ», «Αντιγόνη») και τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη.
Συνοπτικά η τραγωδία ούτε επαναλαμβάνει το μύθο, ούτε τον χρησιμοποιεί σαν παθητικό υλικό. Στηρίζεται στις δυνατότητές του και δημιουργεί μια καινούργια μορφή τέχνης που της επιτρέπει, σε μια οργανική συνέχεια με το μύθο να παρουσιάσει καινούργια περιεχόμενα. Ανάλογες αναπτύξεις θα μπορούσε να κάνει κανείς για την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική ή τη ζωγραφική όσο την ξέρουμε από τα αγγεία.
Από αυτή τη σκοπιά, τη δημιουργία μιας καινούργιας σχέσης με την παράδοση, ο μόνος αληθινός κληρονόμος της αρχαίας Ελλάδας είναι η Δυτική Ευρώπη. Χωρίς να μακρηγορήσω, θα υπενθυμίσω πόσο ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός, από τον 11ο αιώνα και πέρα, και υπήρξε επαναστατικά δημιουργός και διατήρησε μια γνήσια σχέση με την παράδοση που είχε πίσω του, είτε λαϊκή, είτε «καλλιεργημένη». Η παράδοση αυτή περιλαμβάνει βέβαια κατά πρώτο λόγο τη χριστιανική κληρονομιά και αργότερα την ελληνορωμαϊκή κληρονομιά.
Και σ’ αυτήν την περίπτωση, μιλώντας πολύ σύντομα, θα πάρω για παράδειγμα την καταπληκτική εξέλιξη της δυτικοευρωπαϊκής ζωγραφικής που αρχίζει με μια εκκλησιαστική εικονογραφία, παραφυάδα της βυζαντινής και από τον Giotto και μετά παρουσιάζει μια ακατάπαυστη δημιουργική ανανέωση που όμως είναι ταυτόχρονα μια αδιάκοπη οργανική συνέχεια ως το 1950. Το ίδιο ισχύει και για την μουσική που βγαίνει και από την εκκλησιαστική ρίζα του γρηγοριανού άσματος και από την φολκλορική ρίζα λαϊκών μελωδών, ρυθμών και τρόπων.
Η βαθιά σχέση μεγάλων μουσικών δημιουργών, όπως οι κλασσικοί Γερμανοί, ο Chpin, o Musorsgy, o Albeniz, μ’ αυτές τις ρίζες αλλά και η ικανότητά τους να μετουσιώνουν επαναστατικά τα στοιχεία της παράδοσης που χρησιμοποιούν είναι προφανείς. Το πιο έντονο παράδειγμα αυτής της σχέσης προσφέρει ίσως η δυτικοευρωπαϊκή φιλοσοφία η οποία, μέσα από τις συνεχείς τομές στην ιστορία της σκέψης που παρουσιάζει, εξελίσσεται πάνω σε ρητή αναφορά με την παράδοση της φιλοσοφικής θεολογίας του μεσαίωνα και της κλασσικής ελληνικής φιλοσοφίας.
Η περίπτωση της Δυτικής Ευρώπης παίρνει για μας όλο το τραγικό της βάρος, αν την αντιπαραθέσουμε μ’ αυτά που έγιναν ή δεν έγιναν στο ανατολικό μέρος της άλλοτε Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, στο Βυζάντιο. Παρά το ότι το Βυζάντιο δεν υποχρεώθηκε να διασχίσει την περίοδο καθαρής βαρβαρότητας που υπέστη η Δυτική Ευρώπη από τον 5ο ως τον 11ο αιώνα, ο πολιτισμός του μας δίνει στις μεγάλες του γραμμές μια στατική εικόνα απολιθωμένων μορφών. Η σχέση με την παράδοση εδώ είναι στείρα, μιμητική και επαναληπτική. Η ζωγραφική γίνεται μια εικονογραφία που πολύ γρήγορα φτάνει σε τυποποιημένες μορφές τις οποίες μετά απλώς επαναλαμβάνει μιμούμενη τον εαυτό της. Το ίδιο ισχύει και για την αρχιτεκτονική. Η τέχνη του λόγου μένει μια ισχνή και ανιαρή απομίμηση των αρχαίων προτύπων. Έξω από τη λαϊκή μουσική, που γι’ αυτή την περίοδο ελάχιστα ξέρουμε, η μουσική καθηλώνεται στο μοναδικό εκκλησιαστικό άσμα.
Δυο παραδείγματα μπορούν να συνοψίσουν τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή πολιτισμική κατάσταση.
Οι Βυζαντινοί κληρονόμησαν ό,τι περίπου σώζεται και σήμερα από την αρχαία ελληνική γραμματεία. Απ’ αυτούς την παίρνουν και την μεταφράζουν οι Άραβες και αργότερα οι Δυτικοευρωπαίοι. Οι Άραβες, όχι μόνο σχολιάζουν τον Πλάτωνα και ιδίως τον Αριστοτέλη, αλλά μέσα απ’ αυτή την επαφή γεννούν τουλάχιστον δύο σημαντικούς φιλοσόφους, τον Αβικκένα και τον Αβερρόη. Για τους Δυτικοευρωπαίους, η «ανακάλυψη» των αρχαίων ελληνικών κειμένων δημιουργεί έναν εκρηκτικό συγκλονισμό που βρίσκει το πρώτο του κορύφωμα στην Αναγέννηση, αλλά που οι δονήσεις του δεν σταματούν, περιοδικά διαπιστώνεται κάτι σαν επιστροφή στους Έλληνες. Τώρα τι κάνουν οι Βυζαντινοί; Απλώς αντιγράφουν τα αρχαία χειρόγραφα και τους σχολιαστές τους και κάπου κάπου προσθέτουν και κανένα σχόλιο.
Το άλλο παράδειγμα είναι ο Γκρέκο. Παινευόμαστε και ξιπαζόμαστε με τον Γκρέκο χωρίς να καταλαβαίνουμε τι σημαίνει η περίπτωσή του. Ο Γκρέκο είναι βέβαια βαθιά ριζωμένος στην χριστιανική παράδοση και ξεκινάει από βυζαντινούς τύπους. Αλλά το πέρασμά του από τη Βενετία και η εγκατάστασή του στην Ισπανία τον αλλάζουν ριζικά. Η ζωγραφική του σαφώς μαρτυράει την προέλευσή του πχ σε παραλλαγές χρωματικής ή στην περίφημη επιμήκυνση των προσώπων και των σωμάτων. Αλλά τα αριστουργήματα της ισπανικής εποχής «Η ταφή του κόμητος Οργκάθ», «Οι απόψεις του Τολέδου», «Η κυρία με τη γούνα» είναι αδύνατα και αδιανόητα στο Βυζάντιο ή στη Κρήτη του 17ου αιώνα.
Οι σημερινοί Βυζαντινοκάπηλοί μας δεν στέκονται μια στιγμή να αναρωτηθούν γιατί ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος έπρεπε να εγκατασταθεί στην Ισπανία και να γίνει El Greco; Το Βυζάντιο και η εποχή της Τουρκοκρατίας μας προσφέρουν το παράδειγμα ενός μεταελληνικού πολιτισμού που έχει κάποια γνώση της αρχαιότητας σε σχέση με αυτήν, αλλά που μένει καθηλωμένη σε μια μιμητική, εξωτερική και άγονη σχέση με την παράδοση.
Τέλος έρχομαι στο σύγχρονο ελληνικό δράμα. Τα κεντρικά στοιχεία του ελληνικού δράματος είναι, από τη μια μεριά, η τριπλή αναφορά που περιέχει για μας η παράδοση: Αναφορά στους αρχαίους Έλληνες, αναφορά στο Βυζάντιο, αναφορά στη λαϊκή ζωή και κουλτούρα, όπως αυτή δημιουργήθηκε στους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου και κάτω από την Τουρκοκρατία. Από την άλλη μεριά, η αντιφατική και, θα μπορούσε να πει κανείς, ψυχοπαθολογική σχέση μας με τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό, που περιπλέκεται ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι ο πολιτισμός αυτός έχει μπει εδώ και δεκαετίες σε μια φάση έντονης κρίσης και υποβόσκουσας αποσύνθεσης.
Η διπλή και ταυτόχρονη αναφορά στην αρχαία Ελλάδα και στο Βυζάντιο, που αποτέλεσε το επίσημο «πιστεύω» του νεοελληνικού κράτους και του πολιτιστικού κατεστημένου της χώρας οδήγησε και οδηγεί σε αδιέξοδο, κατά πρώτο και κύριο λόγο διότι οι δυο αυθεντίες που επικαλείται βρίσκονται σε διαμετρική αντίθεση μεταξύ τους.
Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είναι πολιτισμός ελευθερίας και αυτονομίας, που εκφράζεται στο πολιτικό επίπεδο στην πολιτεία ελεύθερων πολιτών που συλλογικά αυτοκυβερνώνται και στο πνευματικό επίπεδο με την ακατάπαυστη επαναστατική ανανέωση  ετερονομίας, αυτοκρατορικού αυταρχισμού και πνευματικού δογματισμού. Στο Βυζάντιο δεν υπάρχουν πολίτες, αλλά υπήκοοι του αυτοκράτορα, ούτε στοχαστές, μόνο σχολιαστές ιερών κειμένων. Η προσπάθεια συνδυασμού και συμφιλίωσής τους δεν μπορούσε παρά να νεκρώσει κάθε δημιουργική προσπάθεια και να οδηγήσει σε ένα στείρο σχολαστικισμό, όπως αυτός που χαρακτήριζε το πνευματικό κατεστημένο της χώρας επί ενάμιση σχεδόν αιώνα μετά την ανεξαρτησία και που επαναλάμβανε τα χειρότερα μιμητικά στοιχεία του Βυζαντίου.
Καθ’ όσο ξέρω, είμαστε ο μόνος λαός με μεγάλο πολιτιστικό παρελθόν που πρόσφερε στον κόσμο το γελοίο και θλιβερό θέαμα προσπάθειας τεχνητής επαναφοράς της γλώσσας που μιλιόταν πριν από 25 αιώνες. Ούτε οι Ιταλοί προσπάθησαν να ξαναζωντανέψουν τα λατινικά, ούτε οι Ινδοί τα σανσκριτικά. Και είναι εξίσου χαρακτηριστικό ότι ενώ η Δυτική Ευρώπη, στους δυο περασμένους αιώνες εγέννησε δεκάδες λαμπρούς ελληνιστές, μόνο τρία ονόματα έχουμε που μπορούν να σταθούν αχνά στο ίδιο επίπεδο με αυτούς: Τον Κοραή, τον Βερναρδάκη και τον Συκουτρή – τον οποίο Συκουτρή οδήγησε χαρακτηριστικά σε αυτοκτονία ο φθόνος και το μίσος των κηφήνων του εν Αθήνησι Πανεπιστημίου.
Περηφανευόμαστε ότι είμαστε απόγονοι των αρχαίων, αλλά για να μάθουμε τι έλεγαν και τι ήταν οι αρχαίοι πρέπει να προσφύγουμε σε ξένες εκδόσεις και σε ξένες μελέτες.
Αυτή η ίδια στάση έκανε ασφαλώς επίσης αδύνατη τη γονιμοποίηση της λαϊκής παράδοσης και τη μεταφορά της στο χώρο της έντεχνης παιδείας, με εμφατική εξαίρεση την ποίηση. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι ο τεράστιος μουσικός πλούτος της λαϊκής μουσικής σε μελωδίες, ρυθμούς, κλίμακες και όργανα έμεινε νεκρός στα χέρια των νεοελλήνων συνθετών, όπως έμεινε άχρηστος και ο αρχιτεκτονικός και διακοσμητικός πλούτος της λαϊκής παράδοσης.
Τέλος, αυτή η αναφορά στα δύο μεγάλα παρελθόντα, με τον αποστειρωτικό τρόπο που ετέθη, είναι στη ρίζα της σχιζοφρενικής μας σχέσης με το δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό, του συνδυασμού ενός κακομοιριασμένου αισθήματος κατωτερότητας και μιας ψωροπερήφανης και αστήρικτης αυθάδειας. Έτσι παίρνουμε από τους ξένους τις BMW, τις τηλεοράσεις, τα κατεψυγμένα, κλπ, κλπ, χωρίς να μιλήσω για τα πακέτα Ντελόρ και τους βρίζουμε για την υποδούλωσή τους στην τεχνική και στον ορθολογισμό τους. Πράγματα που η Δύση βέβαια δεν περίμενε τους νεοφώτιστους ελληνορθόδοξους για να τα κριτικάρει και να τα καταγγείλει η ίδια και που δεν απαλείφονται με μια ετήσια εκδρομή στο Άγιο Όρος.
Φαντάζομαι ότι δεν περιμένετε από μένα να δώσω συνταγές για το πώς θα μπορούσαμε να υπερβούμε αυτή τη δραματική βουβαμάρα που πολιτισμικά μας χαρακτηρίζει σήμερα. Για ένα πράγμα είμαι βέβαιος: αυτό που από την ελληνική ιστορία διαδόθηκε, γονιμοποίησε τον κόσμο και παραμένει σημείο αναφοράς και πηγή έμπνευσης είναι η αρχαία ελληνική δημιουργία και η ανάδυση μέσα από αυτήν των ιδεών της αυτονομίας και της ελευθερίας.
Αν η Δυτική Ευρώπη μπόρεσε, με τη σειρά της, να μεγαλουργήσει κι αυτή επί δέκα σχεδόν αιώνες, είναι και διότι μπόρεσε να συγκροτήσει μέσα από τις δυο Αναγεννήσεις, την κλασσική εποχή, το Διαφωτισμό και τις μετέπειτα εξελίξεις, μια σχέση δημιουργικού διαλόγου κι όχι μιμητικής επανάληψης με τα αρχαία ελληνικά σπέρματα. Για μας σήμερα, αν είμαστε ικανοί να τον συγκροτήσουμε, ένας τέτοιος διάλογος που προϋποθέτει και τη βαθιά γνώση και το σεβασμό της λαϊκής μας παράδοσης δεν μπορεί παρά να είναι διπλός: και με τους αρχαίους και με την τεράστια πολιτιστική κληρονομιά της Δυτικής Ευρώπης.
Όπως το ανέφερα ήδη, και αυτός ο δυτικός πολιτισμός περνάει σήμερα μια βαθιά κρίση που δεν ξέρουμε αν και πότε θα μπορέσουν οι δυτικοί λαοί να την ξεπεράσουν. Είτε το θέλουμε είτε δεν το θέλουμε, στο ίδιο καράβι είμαστε μπαρκαρισμένοι κι εμείς και δεν εννοώ τις οικονομικές και διπλωματικές διασυνδέσεις. Αν μπορέσουμε να αφομοιώσουμε δημιουργικά τον απέραντο πολιτισμικό πλούτο που δημιούργησε η Δύση –και που περιέχει έστω και ανεπαρκώς την αρχαία ελληνική αναφορά- θα μπορέσουμε ίσως να μιλήσουμε μια πραγματικά δική μας γλώσσα και να παίξουμε την παρτίδα μας σε μια νέα πολιτιστική συμφωνία.
Αλλιώς θα εξακολουθήσουμε να βράζουμε στο ζουμί μας και να καλλιεργούμε την περιθωριακή μας ασημαντότητα.

Πηγή: Αντικλείδι