Κυριακή 14 Μαΐου 2017

Από το "Ονειρόδραμα" (μέρος β') του Αύγουστου Στρίντμπεργκ (1845 - 1912)

..........................................................





Αύγουστος Στρίντμπεργκ (1845 - 1912)













Από το "Ονειρόδραμα" (μέρος β')






ΕΙΚΟΝΑ ΕΚΤΗ


…Αγνή: Ξέρεις τι βλέπω σ’ αυτόν τον καθρέφτη; Τον κόσμο ανάποδα… Φυσικά! Αφού είναι κι ο ίδιος φτιαγμένος ανάποδα.

Δικηγόρος:  Πώς είναι φτιαγμένος ανάποδα;

Αγνή: Όταν έγινε το αντίγραφό του…

Δικηγόρος: Το αντίγραφο!... Καλά λες! Το αντίγραφο! Σκέφτηκα συχνά πως ο κόσμος αυτός δεν είναι παρά μια απομίμηση ενός άλλου! Κι από τότε που μού ήρθε η ανάμνηση της αρχικής εικόνας, της αληθινής, όλα εδώ μού φάνηκαν φριχτά. Γι’ αυτό κι οι άνθρωποι με είπαν γκρινιάρη κι αιώνια απαισιόδοξο.



ΕΙΚΟΝΑ ΕΒΔΟΜΗ



Δικηγόρος: Πού είμαστε, αδερφή μου;

Αγνή: Τι ακούς;

Δικηγόρος: Σταλαγματιές που πέφτουν…

Αγνή: Είναι τα δάκρυα των ανθρώπων. Τι άλλο ακούς;

Δικηγόρος: Τον άνεμο που αναστενάζει και βογκάει…

Αγνή: Είναι τα βογκητά των θνητών, που φτάνουν ως εδώ, μα δεν πάνε πιο μακριά. Γιατί αυτά τα αιώνια βογκητά; Η ζωή δεν έχει καμιά χαρά;

Δικηγόρος: Πώς! Έχει! Είναι η πιο γλυκιά και συνάμα η πιο πικρή χαρά: Ο έρωτας. Μια γυναίκα κι ένα σπίτι. Δεν υπάρχει τίποτα ανώτερο, μα και τίποτα χαμηλότερο!

Αγνή: Θα μπορούσα να το γνωρίσω κι εγώ;

Δικηγόρος: Μαζί μ’ εμένα;

Αγνή: Μαζί με σένα. Εσύ ξέρεις πού βρίσκονται οι κακοτοπιές. Μπορούμε να τις αποφύγουμε.

Δικηγόρος: Είμαι φτωχός.

Αγνή: Τι σημασία έχει αυτό, αφού αγαπιόμαστε! Κι η ομορφιά στη ζωή δεν κοστίζει τίποτα.

Δικηγόρος: Μπορεί τα γούστα μας να μη συμφωνούν.

Αγνή: Θα τα ταιριάξουμε.

Δικηγόρος: Κι αν βαρεθούμε ο ένας τον άλλον;…

Αγνή: Τα παιδιά μας θα μας προσφέρουν μιαν απασχόληση που πάντα θ’ ανανεώνεται.

Δικηγόρος: Και θα με θες εμένα – έτσι που ‘μαι φτωχός, άσκημος, καταφρονεμένος, ξεγραμμένος απ’ όλους;

Αγνή: Ναι! Ας ενώσουμε τις τύχες μας!

Δικηγόρος: Έστω! Ας γίνει!





ΕΙΚΟΝΑ ΟΓΔΟΗ



Δικηγόρος: Ο μικρός κοιμάται;

Αγνή: Ναι. Επιτέλους κοιμήθηκε.

Δικηγόρος (γλυκά): Τα κλάματά του διώχνουν την πελατεία.

Αγνή (ευγενικά): Τι μπορούμε να κάνουμε;

Δικηγόρος: Τίποτα.

Αγνή: Αν παίρναμε ένα μεγαλύτερο διαμέρισμα;

Δικηγόρος: Δεν έχουμε χρήματα!

Αγνή: Μπορώ ν’ ανοίξω το παράθυρο; Σκάω μέσα σ’ αυτόν τον μολυσμένο αέρα.

Δικηγόρος: Αν ανοίξεις, θα παγώσουμε!

Αγνή: Είναι φρίκη!... Ίσως να καθάριζα το πάτωμα στο γραφείο σου;

Δικηγόρος: Δεν είσαι αρκετά γερή για τέτοιες δουλειές. Ούτε κι εγώ άλλωστε. Κι η Χριστίνα είναι απασχολημένη. Πρέπει να κολλάει – πρέπει να βουλώσει και την πιο παραμικρή χαραμάδα. Σ’ ολόκληρο το σπίτι, στο ταβάνι, στους τοίχους, στα πατώματα…

Αγνή: Ήμουνα διατεθειμένη να αντιμετωπίσω τη φτώχεια, μα όχι και τη βρώμα!

Δικηγόρος: Η φτώχεια έχει πάντα μια δόση βρώμας.

Αγνή: Είναι χειρότερα απ’ ότι είχα φανταστεί!

Δικηγόρος: Όχι, δεν είναι χειρότερα. Μπορούμε ακόμα να φάμε.

Αγνή: Να φάμε τι;

Δικηγόρος: Τα λάχανα είναι φτηνά. Είναι όμορφα και θρεφτικά.

Αγνή: Είναι όμορφα για κείνους που τους αρέσουν. Εγώ τα σιχαίνομαι.

Δικηγόρος: Γιατί δε μου το ‘πες ποτέ;

Αγνή: Γιατί σ’ αγαπούσα… Κι ήθελα να θυσιάσω τα γούστα μου για χάρη σου.

Δικηγόρος: Πρέπει λοιπόν κι εγώ να θυσιάσω την αγάπη που έχω για τα λάχανα… Οι θυσίες μας πρέπει να ‘ναι αμοιβαίες.

Αγνή: Και τι θα φάμε λοιπόν, ψάρια; Εσύ δεν μπορείς να τα βάλεις στο στόμα σου.

Δικηγόρος: Κι είναι και ακριβά!

Αγνή: Όλα είναι πιο δύσκολα απ’ ό,τι νόμιζα.

Δικηγόρος: Το βλέπεις;… Και το παιδί, που θα ‘πρεπε να μας φέρνει κοντά, σαν μια ευλογία – μας οδηγεί στο χαμό.

Αγνή: Αγάπη μου! Πεθαίνω εδώ μέσα σ’ αυτό το μολυσμένο αέρα, μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο που βλέπει σε μια σκοτεινή αυλή, μ’ αυτά τα κλάματα του μωρού κι αυτές τις ατέλειωτα άγρυπνες νύχτες, και μ’ όλους αυτούς εκεί έξω, που μουγγρίζουν, που τσακώνονται και που κατηγορούν ο ένας τον άλλον!... Θα πεθάνω εδώ μέσα!

Δικηγόρος: Κακόμοιρο λουλούδι, δίχως αέρα και φως!

Αγνή: Και λες πως άλλοι είναι χειρότεροι από μας;

Δικηγόρος: Φυσικά. Εγώ είμαι ένας άνθρωπος που τον ζηλεύει όλη η γειτονιά!

Αγνή: Όλα θα ‘ταν κάπως υποφερτά, αν μπορούσα να φέρω λίγη ομορφιά μέσα στο σπίτι.

Δικηγόρος: Ξέρω τι εννοείς, ένα λουλούδι!... Θα ‘θελες ένα λιοτρόπι, δεν είναι έτσι; Μα το λιοτρόπι κοστίζει λεφτά – όσο έξι λίτρες γάλα ή τέσσερα κιλά πατάτες.

Αγνή: Θα μπορούσα να μην τρώω καθόλου, φτάνει να ‘χα ένα λουλούδι.

Δικηγόρος: Υπάρχει μια ομορφιά που δεν κοστίζει τίποτα, και που είναι τρομερό να τη στερείται ένας άνθρωπος που έχει αίσθηση της πραγματικής ομορφιάς.

Αγνή: Και ποια ομορφιά είναι αυτή;

Δικηγόρος: Αν στην πω, θα θυμώσεις.

Αγνή: Έχουμε συμφωνήσει να μη θυμώνουμε ποτέ.

Δικηγόρος: Έχουμε συμφωνήσει… Ναι! Όλα θα πάνε καλά, αν δεν φτάσουμε στις μικρές… τις κοφτερές εκείνες λέξεις που ματώνουν… Μας ξέφυγε ποτέ καμιά;

Αγνή: Όχι – ούτε και θα συμβεί.

Δικηγόρος: Ποτέ – όσο εξαρτάται από μένα.

Αγνή: Λέγε, λοιπόν!

Δικηγόρος: Να!... Όταν γυρίζω σπίτι, το πρώτο πράγμα που κοιτάζω είναι οι κουρτίνες. Πώς κρέμονται; Αν είναι τσαλακωμένες, στραβές, δεμένες με κουρέλια – φεύγω. Ή ρίχνω μια ματιά στις καρέκλες. Αν όλες είναι ταχτικά βαλμένες στη σειρά – μένω… Αυτή είναι η ομορφιά, αγαπητή μου, που δεν κοστίζει τίποτα.

Αγνή: Όχι λέξεις κοφτερές, Άξελ – σε παρακαλώ!

Δικηγόρος: Μα δεν ήταν…

Αγνή: Ήταν!

Δικηγόρος: Όχι! Που να πάρει ο διάολος!...

Αγνή: Τι τρόπος!

Δικηγόρος: Με συγχωρείς, Αγνή. Μα έχω τόσο υποφέρει κι εγώ από την ακαταστασία σου, κι εσύ από τη βρώμα, που λες! Θα ‘χα μάλιστα αναλάβει εγώ το νοικοκυριό, αν δεν φοβόμουνα μη σε θυμώσω. Θα το θεωρούσες υπερβολή. Ουφ! Ας μη μιλήσουμε άλλο – συμφωνείς;

Αγνή: Τι κουραστικό και τι δύσκολο που ‘ναι να ‘μαστε σύζυγοι!... Είναι το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο! Θέλει ιδιοσυγκρασία αγγέλων.

Δικηγόρος: Έτσι θαρρώ κι εγώ.

Αγνή: Φοβούμαι πως θ’ αρχίσω να σε μισώ ύστερ’ απ’ όλα αυτά!

Δικηγόρος: Αλίμονό μας!... Ας προλάβουμε όμως το μίσος. Σου υπόσχομαι να μην ξαναμιλήσω για το νοικοκυριό σου – μ’ όλο που με κάνει έξω φρενών!

Αγνή: Για χάρη σου θα τρώω λάχανα κι ας τα σιχαίνομαι!

Δικηγόρος: Με μια λέξη, θα συνυπάρξουμε στη δυστυχία! Η χαρά του ενός θα είναι η θλίψη του άλλου.

Αγνή: Τι δυστυχισμένοι που είναι οι άνθρωποι!

Δικηγόρος: Επιτέλους, το κατάλαβες!

Αγνή: Ναι! Μα για το Θεό, ας μην σκοντάψουμε πια πάνω σε καμιά πέτρα, τώρα που ξέρουμε πού βρίσκονται.

Δικηγόρος: Ας τις αποφύγουμε! Είμαστε πλάσματα ανθρώπινα, καλοπροαίρετα. Μπορούμε να συγχωρούμε… Να παραβλέπουμε…

Αγνή: Να δεχόμαστε κάθε κακία χαμογελώντας…

Δικηγόρος: Ναι. Μπορούμε να το κατορθώσουμε. Κι είμαστε ίσως οι μόνοι… Ξέρεις τι διάβασα στην εφημερίδα;… Αλήθεια πού είναι αυτή η εφημερίδα;

Αγνή (ένοχα): Ποια εφημερίδα;

Δικηγόρος (τραχιά): Μήπως παίρνουμε πολλές εφημερίδες;

Αγνή: Εμπρός, χαμογέλα! Και πάψε να μου μιλάς έτσι απότομα! Άναψα φωτιά με την εφημερίδα σου…

Δικηγόρος (φουντώνει): Στο διάολο…

Αγνή: Μα χαμογέλα, λοιπόν! Την έκαψα! Την έκαψα, γιατί γελοιοποιούσε το κάθε τι που για μένα είναι ιερό!...

Δικηγόρος: Και που για μένα είναι γελοίο!... Μπα! (χτυπάει τα χέρια του) Ας χαμογελάσουμε! Ένα χαμόγελο ως τ’ αυτιά! Ας δείξουμε ανθρωπιά και φρόνηση!... Θα πάψω πια να λέω τη γνώμη μου! Θα λέω σ’ όλα ναι! Θα γίνω υπηρέτης!... Μου έκαψες λοιπόν την εφημερίδα μου; Τι χαρά!... (Διορθώνει την κουρτίνα του κρεβατιού) Κι αυτό εδώ έτσι!... Να που ανακατώθηκα στο νοικοκυριό! Θα φρενιάσεις!... Μα την αλήθεια, Αγνή, η ζωή μας είναι αφόρητη.

Αγνή: Έχεις δίκιο…

Δικηγόρος: Κι όμως θα ‘πρεπε να κάνουμε υπομονή… Ω! Όχι για τους όρκους, που μας δένουν… μα για το παιδί.

Αγνή: Αλήθεια – για το παιδί… θα ‘πρεπε, Θεέ μου! να κάνουμε υπομονή!

Δικηγόρος: Έτσι… Είναι ώρα να πάω στους πελάτες μου… Ακούς τι θόρυβο κάνουν;…    


Δεν υπάρχουν σχόλια: