Κυριακή 23 Απριλίου 2017

"Εκείνα τα χωριά που πεθαίνουν" Του Θωμά Τσαλαπάτη («Νησίδες»/«ΑΝΟΧΥΡΩΤΗ ΠΟΛΗ», «Εφημερίδα των Συντακτών», 8-9 Απριλίου 2017)

.........................................................



·       Εκείνα τα χωριά που πεθαίνουν


      
       Του Θωμά Τσαλαπάτη


(«Νησίδες»/«ΑΝΟΧΥΡΩΤΗ ΠΟΛΗ», «Εφημερίδα των Συντακτών», 8-9 Απριλίου 2017)






«μωρή φύση, μόνη σου είσαι. Μόνος είμαι κι εγώ. Πάρε ένα μπισκότο»            

Θ.Α



   Είναι ο χρόνος αυτός σαν ξεμακρύνεις από την πόλη, κυρίως ύστερα από μια μεγάλη περίοδο που σε κρατούσε δέσμιο. Η ώρα αυτή που τα σπίτια αρχίζουν να αραιώνουν, η βλάστηση να ξεφεύγει από τις γλάστρες και τις περιφράξεις και ο χώρος γύρω δεν μοιάζει υποχρεωμένος να είναι χρήσιμος και αξιοποιήσιμος. Και βρίσκεσαι σε ένα χωριό. Χωρίς να έχεις προλάβει να ξεβγάλεις από μέσα σου την πόλη.

   Αν είσαι ένας από εμάς. Από το πλήθος των ανθρώπων χωρίς καταγωγή, χωρίς χωριό για τη διακοπή, χωρίς σημείο αναφοράς στον χάρτη. Μεγαλωμένοι στην Αθήνα σαν η Αθήνα να ήταν ο μόνος κόσμος. Κατοικώντας αποκλειστικά σε δεσμούς και ανθρώπους, δεν ερχόμαστε από κάπου, δεν κατευθυνόμαστε κάπου. Προσπαθούμε να εφεύρουμε το παρελθόν μας σκάβοντας σε εμπειρίες κοντινών μας, σε δανεικές εικόνες, διαβάσματα και ταινίες. Προσπαθούμε να γνωρίσουμε τόπους που τίποτα δεν μας συνδέει μαζί τους. Η περιέργεια ίσως, κάποια αναφορά ή η υπόσχεση για κάποια μελλοντική εμπειρία που θα μας τέρψει.

   Πάντοτε ένιωθα άβολα στην επαρχία. Δεν καταλάβαινα τους χρόνους της, τους ανθρώπους της, τις μυρωδιές και τις διασκεδάσεις της. Σαν όλοι οι τρόποι, σαν όλη η ταχύτητα της Αθήνας να έχει φωλιάσει  μέσα σου, και να μην σ’ αφήνει να ησυχάσεις. Εσύ που ακούς κορναρίσματα ακόμα και στην ερημιά, που νιώθεις πιο οικεία διαβάζοντας για έναν τόπο παρά ακουμπώντας τον. Ένας άγουρος εστετισμός της κακιάς ώρας που καθώς ωριμάζεις καταλαβαίνεις πως είναι αμηχανία εκπεφρασμένη ως επιθετικότητα, πως στην πραγματικότητα δεν εκφράζει τίποτα περισσότερο από την απόστασή σου από την απλότητα, από τη συνειδητοποίηση πως ο δικός σου βίος είναι γεμάτος εξαρτήσεις και απαιτήσεις, ρυθμούς και ταχύτητες που – τώρα καταλαβαίνεις – δεν είναι αυτονόητοι.

   Και την ίδια ώρα είναι αυτή η σχεδόν ακαριαία διαπίστωση που μού έρχεται στον νου. Το δικό σου ξερίζωμα. Όχι από την καταγωγή (μακριά από εμάς) όσο από το χρόνο και τους δεσμούς. Την αντίληψη του χρόνου μέσα στις εποχές, την αρμονία στις αλλαγές της συνήθειας, της διατροφής, ακόμα και της διασκέδασης καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Τη σχέση των χρωμάτων, της αρχιτεκτονικής, της ενδυμασίας με κάθε τι στο περιβάλλον. Από παραδόσεις και έθιμα, όχι στη φολκλορική τους αποξήρανση, αλλά στη λειτουργική τους επανάληψη. Όλα αυτά εκπεφρασμένα όχι ως μια συνολική ανακάλυψη αλλά ως ελάχιστο μάγκωμα, ως μια διαδικασία που η εσωστρέφεια και η ενδοσκόπησή σου συναντούν τις ατελείωτες απαντήσεις του περιβάλλοντος χώρου που ακόμα και αν σε περιβάλλει δεν είναι το δικό σου περιβάλλον.

   Κι όμως παρά τη διαπίστωση δεν θες να αλλάξεις τίποτα. Αυτός είσαι. Αυτά τα υλικά σε οικοδόμησαν. Έχεις πολλά να προσπαθήσεις, αυτό δεν είναι ένα από αυτά.

   Όμως, σύντομα αντιλαμβάνεσαι πως όλα αυτά δεν είναι άλλο από δικές σου δοξασίες και δικά σου κολλήματα. Τα παιδιά του χωριού που γνωρίζεις έχουν τις ίδιες αναφορές, τις ίδιες τεχνικές δεξιότητες, τα ίδια καθημερινά καθήκοντα με τα παιδιά στην Αθήνα. Φροντιστήρια, τάμπλετ, wifi, Survivor, αγγλικά. Το περιβάλλον σίγουρα διαφέρει. Οι ρυθμοί επίσης, αλλά όχι ο χρόνος. Οι αποστάσεις που καλύπτονται με τεράστια ταχύτητα είναι ένας κοινός χρόνος που αίρει τον διαχωρισμό πόλης-χωριού. Η πληροφορία, η μετακίνηση, η επιδίωξη μοιάζουν κοινές (τουλάχιστον για αυτές τις ηλικίες). Έτσι όλα αλλάζουν. Και μάλιστα βίαια.

   Κάποτε μετανάστευαν οι άνθρωποι. Τώρα μεταναστεύουν ολόκληροι οι τόποι. Χωρίς να χρειαστεί καν να κινηθούν ή να αλλάξουν.

   Κάπου ανάμεσα στην επαρχία της καταγωγής μας και το εξωτερικό του φευγιού μας στήνεται όλη η γεωγραφία του φαντασιακού μας. Πρόχειρα, με τρόπο αποσπασματικό και τυχαίο, μαζεύοντας ομορφιά από δω και φόβο από λίγο πιο κάτω. Χωρίς χώρο για τη ρουτίνα που κατοικεί στον κάθε τόπο. Φόβοι και όνειρα, απαιτήσεις και απογοητεύσεις. Και τελικά κάθε τόπος μεταμορφώνεται στο απόλυτο αυτό αίτημα για την αέναη αναζήτηση της δικής ταυτότητας. Του δικού σου τόπου που έχει έκταση τόση όσο το στήθος σου και τόση όση η ανάσα σου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: