Σάββατο 22 Απριλίου 2017

"Πέρασμα" γράφει ο Νίκος Καλτσάς ("Εφημερίδα των Συντακτών", 21.04.2017)

........................................................

Πέρασμα


Επέστρεψε στο νοσοκομείο το βράδυ, Δευτέρα του Πάσχα. Ηταν έξω για το τριήμερο. Με άδεια γιατρού. Μόνο αυτοί που παίρνουν εξιτήριο δεν επιστρέφουν.
Πρωί της Μεγάλης Παρασκευής, το αυτοκίνητό του τον περίμενε στην είσοδο. Κρατούσε στο χέρι του το κλειδί, αλλά δεν μπόρεσε να τους πείσει. Κάθισε στη θέση του συνοδηγού.
Ξεκίνησαν και λίγο μετά βγήκαν στην εθνική. Είχε ανοιχτό το παράθυρο, αλλά ο τοίχος του δωματίου του δεν έφευγε από μπροστά του.
Στο χωριό, οι δικοί του άνθρωποι τον είχαν καλοδεχτεί. Χάρηκε που τους είδε, αλλά φέτος όλα ηχούσαν παράφωνα. Οπως και εκείνοι, ήξερε τι συνέβαινε. Κουράστηκε να τους κοιτάζει και να αναρωτιέται αν ήξεραν περισσότερα.
Πάντως, τα παιδιά τα εμπιστευόταν. Τα ένιωθε τίμια απέναντί του· δύσκολα κρύβουν κάτι. «Είσαι άρρωστος;» τον ρωτούσαν και δεν τον ενοχλούσε. Του άρεσε να τα βλέπει σαν μια ιδανική εκδοχή του εαυτού του, που θα ήταν πάντα πρόθυμος να ξεχάσει φόβους και εντολές.
Κάπου είχε διαβάσει ότι «Πάσχα» στα εβραϊκά σημαίνει «πέρασμα». Στο δικό του πέρασμα συναντάει σκληρά σεντόνια, ορούς, μετρήσεις αιματοκρίτη και το φάρμακο με την παράξενη ονομασία που, άθελά του, αναφέρει περισσότερες φορές από το όνομα του εγγονού του.
Είναι σίγουρος ότι το Πάσχα κρύβει μέσα του και το «πάσχω», κι ας μην το γράφουν τα λεξικά.
Ανήμερα της Ανάστασης, η πιο απαιτητική Ανοιξη που γνώρισε έπαιξε ζόρικα παιχνίδια μαζί του. Με τo ανθάκι λεμονιάς, που έριξε ο αέρας στο ποτήρι με το κρασί που δεν έπρεπε να πιει. Με τη γυναίκα του, που εκείνες τις ώρες έμοιαζε πολύ με το κορίτσι που ερωτεύτηκε. Με το τραγούδι του Βαμβακάρη που έλεγε «Δεν πεθαίνω, δεν πεθαίνω και στο μάτι σου γυαλί-καρφί θα μπαίνω».
Τρίτη του Πάσχα, δύο ή τρεις ώρες μετά τα μεσάνυχτα. Δεν τον κρατούσε το κρεβάτι. Κινείται αθόρυβα κάτω από το χλομό φως του διαδρόμου. Θα μπει στο δωμάτιο του ασθενή που δεν πήρε άδεια. Είναι σκοτεινά εκεί.
Εχει διαλέξει προσεκτικά τη στιγμή: ο συγγενής έχει κατεβεί βιαστικά στο κυλικείο για έναν καφέ, είναι αυτά τα λίγα λεπτά που η αποκλειστική έχει κλείσει τα μάτια προσπαθώντας να κερδίσει λίγη ξεκούραση. Καθώς θα πλησιάζει τον ασθενή, το σκοτάδι θα υποχωρήσει.
Θα του χαϊδέψει το μέτωπο, «ήρθα να σου πω τι γίνεται έξω» θα του ψιθυρίσει και εκείνος, με μια δύναμη που δεν είχε πριν, θα ανασηκωθεί και θα του χαμογελάσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: