Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2017

Φιλήμων και Βαύκις» Διήγημα (1895) του Κωστή Παλαμά (1859-1943)

......................................................







Κωστής Παλαμάς

(1859 - 1943)



















  • «Φιλήμων και Βαύκις»*


Διήγημα (1895) του Κωστή Παλαμά (1859-1943)
 


    Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΙΑΣ. Η χώρα σα μια γυναίκα που δε θα είταν όμορφη, μα θα είταν γαργαλιστική, και που θάβγανεν από στόμα διάπλατο με τα μισοτριμμένα δόντια κρασοπότιστο βραχνό τραγούδι. Η νύχτ’ αμίλητη και αργή την έμπλεξε στα μαύρα δίχτυα της τη χώρα. Φανάρι κρεμαστό κάπου χαμοφωτίζει το δρομάκι της γειτονιάς. Ζερβά δεξιά τα σπίτια, δίπατα, μονόπατα, με τα πράσινα παραθυρόφυλλα και τα καγκελωτά μπαλκόνια τα καλόχτιστα· και κολλητά μ’ αυτά, τα παλιόσπιτα· σκεβρωμένα χαγιάτια που τριζοβολούνε στο κάθε πάτημα, μπακανιασμένοι τοίχοι, έτοιμοι να σωριαστούνε· σκάλες που αεροστέκουν· κι ακόμα μαζί μ’ εκείνα τα καλυβόσπιτα, αχυροσκεπασμένα, μια τρύπα μόνο για πορτοπαράθυρο. Κι απ’ όλα, κι από τα χτίρια, κι από το δρομάκι κι από τη γειτονιά, κι από την όλη χώρα, απλώνονταν ένα τρελό βροντολόγημα, χωρίς αρχή και τέλος και ρυθμό, χυδαίο ξεφάντωμα, το καρναβάλι. Στην ησυχία της νύχτας γρικούσες τραγούδι βουνήσιο δροσόπληστο να βγαίνη ασχημισμένο από κακόφωνα χείλη· κάπου σαν ένας ίσκιος χαράς γυναίκειας πρόβαλλε πίσω από το γυαλί, και γοργοχάνονταν, μαζί με ποτηριών τσουγκρίσματα, με γέλια και χοροπηδήματα, με του βιολιτζή τον αμανέ, με των μασκαράδων το στάσιμον από πόρτα σε πόρτα. Ο θόρυβος εκείνος είχε κάθε ήχο, από τη βοή ως το ψιθύρισμα· αλλά παράφωνα όλα, τίποτε αρμονικό. Απέξω των σπιτιών τα πρόσωπα, στο νυσταγμένο φως του φαναριού, δείχνανε σαν ανθρώπων πρόσωπα, σαν των ανθρώπων που γλεντούσαν μέσα τους.

   Μόνο στου σοκακιού την άκρη το μοναχικό καλυβόσπιτο έδειχνεν όψην άλλη· είχε κάτι τι, μήτε ολότελα θλιβερό, μήτε ολότελα σιωπηλό. Δεν έμενεν έξω από τη ζωή της νύχτας εκείνης· έστεκε μόνο παράμερα, δεν μπορούσε ν’ ανακατωθή στο χυδαίο ξεφάντωμα, αλλά σα νάθελε να γρικηθή κ’ εκείνο στο πανηγύρι των ανθρώπων. Κ’ έλαμπεν αυτό σα φεγγαροπρόσωπο μέσα στο σκότος, κ’ η νύχτα το κοίταζε με προσοχή μέσα στα μαύρα δίχτυα της, κ’ η ξελογιάστρα ξωτικιά, η Αποκριά, διαβαίνοντας εκείθε, έστεκε με σταυρωμένα χέρια, σα προσευχή, και μ’ ένα μητρικό χαμόγελο.

   Γιατί;

   Γιατί στο καλυβόσπιτο ζούσε, πενήντα τώρα χρόνια, εβδομηντάρης γέροντας ο ένας, κ’ η άλλη εξήντα πέντε χρόνων προεστή, το αθάνατον αντρόγυνο, ο Φιλήμων και η Βαύκις. Βρισκόντανε στη ζωή, αληθινά, παντοτινά, μεσ’ από τ’ αμέτρητα βάθη των καιρών, μέσ’ από της Φρυγίας τα πρωτόγονα χώματα στη χώρα ετούτη, το ίδιο ευλογημένο ταίρι, ο Φιλήμων και η Βαύκις, η μακαριότης και σε ό,τι έχει πλέον εγκάρδιο και πλέον ανθρώπινο. Και δεν το γνώριζαν.

   Πού να το γνωρίζουν! Ο κύκλος μιας ανθρώπινης ζωής μέσα στον Ωκεανό του κόσμου είναι σαν τον κύκλο που γεννάει μια πέτρα μέσα στην θάλασσα, όταν ρίχνεται· η μνήμη μακρύτερα από τα σύνορα του κύκλου εκείνου να τραβήξη δεν μπορεί. Όπως δεν μπορούσαν να ξέρουν τα στερνά τους, έτσι μήτε να υποπτευθούν τα πρωτινά τους, είχαν δύναμη. Πού να το γνωρίζουν πως ήταν ξαναγεννημένοι! Ή καλύτερα πως δεν είχαν από τότε λείψει μια στιγμή να παρασέρνωντ’ εδώ κι εκεί, να φέρνωνται μέσα στο ρέμα της αιωνιότης που ανεβοκατεβαίνει· πως είταν η δίδυμη ψυχή τους σαν το πυρ του αρχαίου φιλοσόφου, που είταν, είναι και θα είναι· πως είταν η ζωή του καθενός τους κάθε τόσο κ’ ένας νέος βωμός με νέο σχήμα, που έτρεφε την ίδια άσβυστη φωτιά! Πού να το γνωρίζουν, κάτω απ‘ τα τωρινά κουφάρια τους και τα ονόματα, πως εζούσαν μια φορά κι ένα καιρό, μακριά, πολύ μακριά, σ’ ένα λαγκαδότοπο, μέσα σ’ ένα καλυβόσπιτο πάλι, ταπεινοί, πολυαγαπημένοι, γύρω  σε γείτονες κρισολόγους και ψωροπερήφανους, με τη λατρεία των θεών, που δεν τους λογαριάζαν οι άλλοι, και με την αγάπη των ανθρώπων, ακόμη και των άκαρδων εκείνων, των συντοπιτών!

   Και αν πήγαινε κανείς να τους ειπή όσα θα ειπώ, θα τα γρικούσανε σαν παραμύθι.

   Αν πήγαινε κανείς να τους ειπή: Μια βραδιά χτύπησε κάποιος την πόρτα σας. Ανύποπτα έτρεξες, γριούλα, και άνοιξες. Μπροστά σου φανήκανε δυο άνθρωποι. Ίσκιο τους και αναπνοήν είχαν του Ολύμπου την λευκήν αίγλη. Οι γέροντες είδανε μόνο πως είταν άνθρωποι· τίποτε περισσότερο.

   -Πεινούμε και διψούμε, κ’ είμαστε διωγμένοι από παντού. Να μείνουμ’ εδώ πέρα οι φτωχοί στο φτωχικό σας;

   -Ξένοι, καλώς ορίσατε· δικό σας είναι το φτωχικό μας!

   Ό,τι έγινεν από δω και πέρα το πήρεν η Ποίηση και το έπλασε και τούδωκε τη ζωή των ψηλώνε βουνών.

   Μπήκαν οι ξένοι, και μπαίνοντας από την πορτοπούλα, χαμηλώσαν άθελα σα σε προσκύνημα τα περήφανα κεφάλια. Γεροντικό ταίρι, ποδοτσακίστηκες για να τους καλοκαρδίσης.  Τους εκαθίσατε στα δυο φτωχικά σκαμνιά σας, και για να μη νιώσουν το σκληρό ξύλο, τα ντύσατε με το μαλακώτερο ρούχο που είχατε. Τη φωτιά ν’ ανάψης έτρεξες, ω Βαύκις, κ’ επειδή δεν είχες πρόχειρα ξερόκλαδα την ώρα εκείνη, άρχισες να πελεκάς ένα σανίδι από το πάτωμα. Γυρμένη και φυσώντας με κόπον έκαμες κι ανάδωκεν η φλόγα, ενώ, Φιλήμων, εσύ, το μονάκριβο κομμάτι κρέας, την οικονομία της αυριανής τροφής, το έρριχνες μέσα στο κοχλαστό νερό της χύτρας. Και με γλυκά δειλά μιλήματα σ’ αυτό το μεταξύ κοιτάζετε κ’ οι δυο να σκοτώσετε την ώρα για να μην την καταλάβουν την άργηταν οι ξένοι. Γέροντα, ευγενέστατε, σε ταπεινή λεκάνην έπλυνες τ’ αμβρόσα πόδια τους.  Με το πλέον πολύτιμο σκέπασμά την παλιά καθάρια κλίνη στολίζοντας, τους εβάλατε να ξαπλωθούν. Μ’ ένα τούβλον αποκάτου στο χωλό πόδι του τραπεζιού, το στήσατε ίσιο. Με χόρτα μοσχομύριστα ξέπλυναν το τραπέζι τα τρεμουλιαστά χέρια σας, για ν’ απιθώσουν το χλωρό τυρί, τις μαύρες ελιές και τ’ αυγά. Σερβίρετε από τη χύτρα το φαγί στα πήλινα πιάτα· αλλά του τραπεζιού ο πλούτος δεν είναι το μαγείρεμα, είναι οι καρποί, τα περίσσια σύκα, τα ξερά και τα πυρά, τα μελαχρινά καρύδια, τα σταφύλια, που δροσολογούν κεχριμπαρένια. Δε λείπει μήτε το κρασί, κόκκινο μέσα στη στάμνα. Και μες στη μέση του τραπεζιού, γλυκύτατο στεφάνωμα του δείπνου, ξανθίζει αγνό μέλι, όμως όχι γλυκύτερο, μήτε αγνότερο από την καλωσύνη της καρδιάς σας, από τα αιώνια νιάτα σας.

   Μα κοίτα τώρα! Όσο κοντεύει να τελειώση το δείπνο κι όσο λιγοστεύει το φαγί, τόσο πληθαίνει μέσα στη στάμνα το κρασί. Παραξενεύεται τ’ αντρόγυνο· αλλά τόσον είναι απλό και τόσο καλό, που σε λιγάκι πολύ λιγώτερο στοχάζεται το θάμα, και τρέμει μόνο μήπως δεν εφέρθη όπως έπρεπε στους ξένους. Και στοχάζεται κι αυτό να κάμη άλλο θάμα· να σφάξη με άλλους λόγους τη μια την όρνιθα που ανάτρεφε, για να χορτάσουν οι ξένοι, σμίγοντάς την με το θαυμαστό ατέλειωτο κρασί. Όμως το πουλί εκείνο με το σκοτεινό του νου, μαντικώτερο κι από το λογικό των ανθρώπων, έτρεξε και μπερδεύτηκε μέσα στα πόδια του ενός και σφίχτηκε και κρύφτηκεν εκεί για να γλυτώση το μαχαίρι. Τότε οι ξένοι διώξαν την άχνη από τα μάτια των δυο γερόντων, και φανερώθηκαν μπροστά τους αθάνατοι· ολόλαμπροι μαζί και φοβεροί, σα γυμνά πύρινα σπαθιά.

   -Είμαστε οι θεοί! Η χώρα εδώ που κάθεστε, χώρα της αδικίας, θα λείψη από το πρόσωπο της γης. Αλλά εσείς είστε οι αγαθοί και οι δίκαιοι· αν λείπατε και σεις από τη γη, δε θα είταν λόγος πλέον να υπάρχη γη. Ελάτε μαζί μας!

   Η Βαύκις και ο Φιλήμων, πιο πολύ εγκαρδιωμένοι από την αγάπη, παρά ξεψυχισμένοι από το φόβο, τους ακολούθησαν με βήμα στερεό. Έξω έλαμπεν η νύχτα, κι από φως παράξενο. Ξεμάκρυναν από τη χώρα, τράβηξαν ψηλά, σταθήκανε στην κορφή ενός λόφου.

   -Γυρίστε κι αγναντέψετε!

   Και γύρισαν κι αγνάντεψαν. Εκεί που πριν απλώνοταν το λαγκάδι και υψώνοταν η χώρα, αγναντέψανε στο παράξενο φως της νύχτας, μια πλατιά λίμνη να κοιμάται ήσυχη ασπρομελανιάζοντας.  Και τίποτε στην πλάση δεν πρόδιδε το χαμό του πονηρού. Σημάδι κανένα δεν έμενεν από τα σπίτια. Μόνο το καλυβάκι το δικό τους έστεκε στης λίμνης την όχθη, σα μονόξυλο. Αλλά έξαφνα, ως θάμα θεϊκώτερον από το πρώτο! Αγάλια αγάλια το μικρό καλυβάκι ταράζεται, τεντώνεται, λευκαίνεται, αστράφτει· τριγυρίζεται από μαρμάρινες κολώνες, γεμίζει με χρυσά σκαλίσματα, δείχνει πορφυροβαμμένα μέτωπα με αγκαλιασμένων αγαλμάτων κόσμους φανταχτερούς, τεράστια εξογκώνεται, γίνεται ναός.

-Ω, δίκαιοι και αγαθοί, πέστε μας ποιος είναι τώρα ο πόθος, και θα γίνη ο πόθος σας!

   Και γύρισαν οι θεοί και είδαν τους δυο θνητούς· τους είδανε να πνίγωνται στα δάκρυα. Πικρός καημός τους έσφιγγε. Καθώς δεν είχανε δοκιμάσει τη χαρά των παιδιών, μήτε και του Χάρου τον καημό, εκείνη τη στιγμή πόνεσαν και θρήνησαν όλον τον κόσμο το χαμένον από τη θείαν οργή, σαν παιδιά δικά τους.

   Και τότε ο πλέον βαθύς τους πόθος είταν ένας: Να ξαναπροβάλη στη ζωήν ο βουλιαγμένος τόπος, να ξαναϊδούν το φως του ήλιου οι βαριόμοιροι! Αλλ’ ω αρρώστια των βροτών, ω παντοδυναμία των μακάρων! Μόλις ξανασήκωσαν τα μάτια και είδαν πάλι τους θεούς αγνάντια τους, ολόλαμπρους και φοβερούς μαζί, σα γυμνά πύρινα σπαθιά, πλημμυρισμένοι πλέον από τη θείαν ευλάβεια, αποκρίθηκαν:

   -Του ναού σας ιερείς μέσα στο ναό αφήστε μας! Και δώστε μας την πιο μεγάλη χάρη, καθώς θα σας δουλεύωμε μαζί, μαζί να την περάσουμε κι όση ζωή γεροντική μας λείπεται ακόμα. Δώστε να ξεψυχίσουμε την ίδια στιγμή!

   -Να με σαβανώσουν τα χέρια της! είπεν ο Φιλήμων.

   -Να μην ιδώ τον τάφο του! είπεν η Βαύκις.

   Κι έγινε το θέλημά τους. Και ζήσαν του ναού ιεροφάντες και σαν των Εβραίων τους Πατριάρχες, ζήσαν χρόνια και καιρούς. Χάρηκαν τη ζωή τους, λέει ο αρχαίος ποιητής. Μα εγώ ξέρω πως θλίψη μυστική τους βασάνιζε. Κάτου από τα κατάλευκα μακρόπεπλα φορέματά τους τα ιερατικά κρύβαν ένα πένθος, την ενθύμησην ενός χαμένου κόσμου. Και της πλατιάς ωραίας λίμνης το ατάραχο νερό μπρος τους φάνταζε σαν το μάτι ενός νεκρού, μάτι που κανείς δεν έσκυψε να κλείσει κι απόμενε και τους έβλεπε με σιωπηλό παράπονο. Όχι τα χρόνια, κάτι άλλο τους έσβυνεν αγάλια αγάλια. Και μια μέρα που κάθονταν εκεί στο μαρμαρένιο σκαλοπάτι, έξω από το ναό, στηλώνοντας τα μάτια τους μπροστά σε κάποια βάθη, κοιτάζοντας χωρίς να διακρίνουν τίποτε, ρουφημένοι σαν από όνειρο βαρύ, άρχισαν ν’ ανταμώνονται γοργά με τη ζωή χυμών και ριζών, των κορμών και των φύλλων, και πέρασαν από το γένος των ανθρώπων, το πολυτάραχο, στον ολογάληνο κόσμο των φυτών. Μόνο πρόφτασαν να ειπούν ο ένας του άλλου: - Έχε γεια, αντρούλη μου! – Έχε γεια, γυναίκα μου! Κ’ οι τελευταίες συλλαβές από τα λόγια τους είτανε δέντρων ψιθυρίσματα. Κ’ έγινεν ο Φιλήμων πλάτανος κ’ η Βαύκις λεύκα.

   Μα ό,τι δε μας είπεν ακόμα η Ποίηση είναι τα σχήματα που ντύθηκαν και οι ζωές που πήραν, οι μοίρες που υπόμειναν, μέσα στην ατέλευτη των όντων μεταμόρφωση, μέσα στο χωνευτήριο του Σύμπαντος, το ευλογημένο αντρόγυνο, η Βαύκις και ο Φιλήμων. Φερμένοι από την άπαυτη ρηχοπλημμύρα της γέννας και της φθοράς περάσαν από τόπο σε τόπο, από κλίμα σε κλίμα, από πατρίδα σε πατρίδα, από κόσμο σε κόσμο από άστρο σε άστρο, άσβυστες, αχάλαστες σπίθες, χωρίς αρχή και τέλος. Και τώρα πάλι ξαναρχίζοντας τον κύκλο της αθανασίας τον απέραντο, βρίσκονται σε μια γωνιά της γης, άνθρωποι και γεροντάκια πάλι στα χρόνια τα δικά μας, μ’ άλλα ξένα πρόσωπα και ξένα ονόματα, μέσα στο χαμόσπιτο της γειτονιάς, στην άκρη του δρόμου, ο Φιλήμων και η Βαύκις, την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς.

   Έφτανεν ως τ’ αυτιά τους το γιορτιάτικον ηχολόγημα κ’ έτσι καθώς έφτανεν εκεί, αστενικώτερο, σαν ένας ήχος καμωμένος από τους πολλούς εκείνους, έφερνε μιαν αόριστη γλυκάδα, και ξυπνούσε μέσα στα γεροντικά τους στήθη τη χαρά της νιότης, των περασμένων την ενθύμηση, τους πόθους των ξεφαντωμάτων και τους έρωτες των πανηγυριών. Και σαν άνθρωποι που πέρασαν πενήντα χρόνια τώρα τη ζωή, γυρισμένοι ο ένας προς τον άλλο, δίχως νάχουν μήτε των παιδιών την άγια φροντίδα για ξεχώρισμα, ταίρι που μόνο σάρκα έδινε στον άυλον αυτό στίχο:

        Ο είς του άλλου του είναι κόσμος,

        Ο είς του άλλου του επαρκεί.

αγάπησαν έξαφνα το θόρυβον εκείνο τον αποκριάτικο και θέλησαν κ’ εκείνοι ν’ αποκρέψουν, να σμίξουν την ψυχή  τους με των άλλων ανθρώπων τη γιορτή, για να μην απομείνη μονάχο το σπιτάκι τους εκεί στη γειτονιά, τέτοια νύχτα, σαν έρμο και σα στοιχειωμένο. Όμως ο άλλος κόσμος γιώρταζεν ανταμωμένος. Τα σπίτια με τα σπίτια ταιριαστά, φαμίλια με φαμίλια συντροφικά, τα παλληκάρια με τις λυγερές, φίλοι με φίλους, παιδιά με τρανούς, κάθε οίκος κ’ ένας κύκλος από ξένους και δικούς, ξανοιγμένος, παρδαλός, από κάθε φύλο και κάθε ηλικία. Κ’ οι γέροντες είτανε δυο κ’ είταν μόνοι· την τρισευλογημένη μοναξιά τους κανείς δεν πήγαινε να ταράξη. Μα κι αν περνούσε κανείς την ώρα εκείνη από το σπιτάκι, κ’ είχεν όρεξη να σταθή απόξω από το φωτισμένο παράθυρο και να κοιτάξη μέσα προσεχτικά, θαβλεπε: Μπροστά στο στρωμένο τραπέζι τον σεβάσμιον εκείνο με τα λευκά μακριά μαλλιά να του στεφανώνουν το κεφάλι, καθιστό πραότατο, ευτυχισμένο, σα λειτουργός κάποιας θρησκείας πνευματικής, να κρατή το ποτήρι γεμάτο κρασί· γέρνοντας προς τη γυναίκα που έστεκεν αγνάτια του, στολισμένη με το μαύρο της μεταξωτό φουστάνι της γιορτής, το πανάρχαιο και το μονάκριβο, με τ’ αργυρά τα μαλλιά της μαζωμένα ρυθμικά κάτου από το πλουμιστό καλεμκερί που χρυσοφέρνει· και η γυναίκα έσκυφτε κι αυτή σαν άντρας εμπρός και τον έβλεπε κατάματα, αχνογελώντας, ήσυχα, σχεδόν, θα έλεγες, με όλη την ζωντανήν ομορφιά των είκοσι χρόνων, αλλά συγκρατημένην από τη σεμνότη των γηρατείων, γηρατείων που των ματιών τους η λάμψη κρατούσε σχεδόν αθώρητα τα χαράκια από τις ρυτίδες. Κ’ η Βαύκις κρατούσε το ποτήρι της, και τα χτυπήσαν οι δυο με τη γοργάδα και τη χάρη των αγαπημένων καρδιώ. Κι ο διαβάτης αν έκανεν αυτιά, κι αν τον άφηνεν η βοή της γειτονιάς, θάκουε να ξεγλιστράη από τα χείλη των ανθρώπων εκείνων ένα τραγούδι. Και το τραγούδι εκείνο ήταν πλασμένο όχι τόσον από λόγια – συνηθισμένα λόγια του στίχου – όσον από ήχο· ήχο παλιού λησμονημένου τραγουδιού, που κανείς πια μήτε το ψιθύριζε, μήτε τον ήξερε στη χώρα και στη γειτονιά. Κι ακόμα περισσότερον από τον ήχο το τραγούδι είταν πλασμένο από τον τρόπο που έβγαινεν αυτό από τα βάθη της ψυχής τους, την ώρα εκείνη, σαν παλμός και σαν ψαλμός, κι αντιχτυπούσε στη διπλή την όψη τους σαν ένας ειρηνικός θρίαμβος, με λάμψην εκφραστικώτερη κι από τα χρώματα της δύσης «όπου δεν έχουν όνομα κ’ έχουν περίσσια κάλλη». Και το τραγούδι εκείνο, καθώς το πήραν τα φτερά της Νύχτας, και τ’ αντάμωσαν με το θόρυβο της όλης γειτονιάς, έφτανε για ν’ αλλάξη την πρόστυχην εκείνη και παράφωνη βοή, και να την κάμη σαν εναρμόνια συμφωνία άξια να ταιριάση με τη μουσική του Παντός.

   Γιατί και τη νυχτιάν εκείνη, ο Φιλήμων και η Βαύκις, εκεί που ο άλλος κόσμος δέχτηκε στο σπίτι την τρελήν Αποκριά, αυτοί κρατούσαν πάλι τους θεούς μέσα στο φτωχικό τους. Αλλά τους θεούς, αυτή τη φορά, τους είχανε πια φωλιασμένους μέσα στις καρδιές τους, κι από καιρό. Και του καθενός το κορμί ναός είταν!



                                                                                                                             (1895)

*Σημείωση: Από τον τόμο «Κωστής Παλαμάς – Η Τρισεύγενη και άλλα διηγήματα», εκδόσεις Μαλλιάρης παιδεία, α’ έκδοση 2015.-

**Σημείωση: Είναι προφανές ότι στην αντιγραφή κρατήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου.

 

  

Δεν υπάρχουν σχόλια: