Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2017

"Ένας είναι ο Θεός!" Διήγημα του Χριστοφορου Μηλιώνη (1932 - 2017)

......................................................

Ένας είναι ο Θεός!

Διήγημα του Χριστόφορου Μηλιώνη

 

 

Θυμήθηκα τον πρώτο μου χρόνο που δούλεψα στην Πάργα, για να βγάλω πια το ψωμί μου. Πρώτη φορά που έφευγα μακριά από τους δικούς μου, μόνος σε μια κωμόπολη απομονωμένη, πίσω από τον ήλιο, δυο μέρες ταξίδι από το σπίτι μου –έτσι ήταν τότε η Πάργα, μην κοιτάτε τώρα. Ήμουν άπειρος, και από κόσμο και από τη δουλειά που πήγαινα να κάνω. Ξεπεταρούδι ήμουν, ούτε φαντάρος δεν είχα πάει ακόμη. Έπεσε κι ένας χειμώνας βαρύς, με παγωνιές και βοριάδες. Όλο το απόγευμα και όλη τη νύχτα άκουγα τα κύματα που σπάγανε με ορμή στους μόλους, κι ύστερα το σούρσιμο των χαλικιών, καθώς το κύμα τραβιόταν πίσω για να πάρει φόρα και να ορμήσει ξανά στη στεριά. Αμάθητος όπως ήμουν από θάλασσα, τον πρώτο καιρό δεν μπορούσα να ηρεμήσω και να κλείσω μάτι από κείνο το βουητό. Με τον καιρό όμως το συνήθισα και μάλιστα το ένιωθα να μου κρατάει συντροφιά τις ατέλειωτες νύχτες του χειμώνα. Θυμόμουν τότε το λόγο της μάνας μου, όταν με ξεπροβοδούσε: «Μην στενοχωριέσαι! Έχει ο Θεός!».
Όταν ξυπνούσα το πρωί, έστρεφα τα μάτια σ’ ένα στενόμακρο παράθυρο αντίκρυ από το κρεβάτι μου, το μοναδικό, για να διαπιστώσω αν ήταν η ώρα να σηκωθώ για το σχολείο. Μια σουσουράδα αναμαλλιασμένη από την παγωνιά, έκανε χορευτικές κινήσεις στο περβάζι του παραθυριού, κι ύστερα ράμφιζε απ’ έξω το τζάμι. Τις πρώτες μέρες που το πρόσεξα αυτό, το θεώρησα ως σημάδι θεόσταλτο. Μάλιστα το έγραψα κιόλας σ’ ένα από τα γράμματά μου, δεν θυμάμαι σε ποιον φίλο μου, θυμίζοντάς του πως η ίδια η λέξη οιωνός σημαίνει πουλί. Όλα τότε ήταν γεμάτα από οιωνούς, από μεταφυσικά νοήματα, όλη η ζωή μου διαποτίζονταν από μυστικές επικοινωνίες. Με τον καιρό ανακάλυψα ότι η αλήθεια ήταν πολύ πεζή: το τζάμι είχε μήνες να πλυθεί κι είχε γεμίσει μυγοφτύσματα κι η σουσουράδα μου τα νόμιζε έντομα και τα ράμφιζε απ’ έξω – και το έγραψα κι αυτό σε κάποιον φίλο μου. Αλλά μέρα με την ημέρα ανακάλυπτα με απογοήτευση ότι και σε πολλά άλλα πράγματα η αλήθεια ήταν πολύ πιο πεζή. Κάθε μέρα και διαπίστωνα, κι ωστόσο εκείνη η φωνή μέσα μου συνέχιζε να μου επαναλαμβάνει: Έχει ο Θεός! Και με κρατούσε.
Πλενόμουν γρήγορα στον παγωμένο νιπτήρα, έτρωγα λίγο ψωμί μ’ ελιές, τυλιγόμουν μ’ ένα κασκόλ κι ανηφόριζα το μονοπάτι για το Τουρκοπάζαρο, όπου βρισκόταν το Ημιγυμνάσιο, στεγασμένο σ’ ένα παλιό τουρκόσπιτο. Τρεις τάξεις όλες κι όλες, σε τρεις αίθουσες, με ένα διάδρομο μπροστά κι ένα μικρό Γραφείο. Εκεί έβρισκα τη θερμάστρα αναμμένη κιόλας από την καθαρίστρια που ανέβαινε χαράματα, έψηνα καμιά φορά καφέ και κοίταζα κάτω τη γραφική πολιτειούλα, την κάτασπρη, και το απέραντο Ιόνιο, γεμάτο αφρισμένα κύματα σε όλη την έκτασή του. Περίμενα τον διευθυντή, που ηλικιωμένος καθώς ήταν και υπέφερε από άσθμα, αργούσε να βγάλει την ανηφόρα, στεκόταν κάθε τόσο, ακουμπούσε σε κανέναν κορμό ελιάς, έβγαζε το μαντήλι κι έβηχε με τις ώρες, έτσι που θαρρούσες πως τελικά θα ξερνούσε στο μονοπάτι τα πλεμόνια του, στη ρίζα της ελιάς. Εμείς οι δυο ήμασταν όλοι κι όλοι οι καθηγητές, φιλόλογοι και οι δύο, και διδάσκαμε στις τρεις τάξεις όλα τα μαθήματα, από Αρχαία μέχρι Θρησκευτικά και Άλγεβρα. Καθώς μάλιστα εκείνος ήταν του δημοσίου και είχε πολλά χρόνια υπηρεσίας στην καμπούρα του, εκτελούσε και χρέη διευθυντού και το ωράριό του ήταν περιορισμένο. Έτσι το βάρος των αυξημένων ωρών έπεφτε στις πλάτες μου, που ήμουν νέος, με είχαν προσλάβει «επί συμβάσει» και πληρωνόμουν από το Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων. Και μαζί έπεσαν στις πλάτες μου και τα θρησκευτικά και η Άλγεβρα. Με την Άλγεβρα δεν τα πήγαινα άσχημα, γιατί όλο και τη θυμόμουνα από τα γυμνασιακά μου χρόνια. Τη διάβαζα πάντως με προσοχή τα απογεύματα, καθώς και τα Θρησκευτικά, για να μη βρεθώ καμιά φορά σε δύσκολη θέση μπροστά στους μαθητές μου-καμιά δεκαπενταριά όλους κι όλους σε κάθε τάξη. Μπορώ να πω πως τα πήγαινα καλά, πράγμα που αργότερα, όταν πια τέλειωνε η χρονιά, το βεβαίωσε και ο Επιθεωρητής μου που με είχε επιθεωρήσει. «Καλά πας!» μου είπε. Ωστόσο, παρά την επιμέλειά μου, λίγο έλειψε να τα βρω σκούρα μ’ ένα μαθητή μου στην πρώτη τάξη, που δεν διακρινόταν για την ευφυΐα του. Ήταν στο μάθημα της Παλαιάς Διαθήκης και τους διηγιόμουν τη δημιουργία του ανθρώπου και πώς ο Θεός έπλασε την Εύα από το πλευρό του Αδάμ. Σήκωσε τότε το χέρι του ο μαθητής και με ρώτησε σχεδόν τρομαγμένος:
– Δηλαδή, κύριε καθηγητά, και τώρα έτσι γίνονται οι γυναίκες; Για μια στιγμή θόλωσε ο νους μου. Τι να του απαντούσα; Ποια ήταν θεολογικώς ορθή απάντηση; Αυτό δεν θυμόμουν να το έλεγε το βιβλίο τους. Για να κερδίσω χρόνο στη συνέχεια, έδωσα την πρώτη απάντηση που ήρθε στο νου μου:
– Ε όχι, μωρέ παιδί μου! Είπα. Αυτό έγινε μια φορά στην αρχή! Τώρα γίνονται κι αυτές όπως όλοι οι άνθρωποι!
Ευτυχώς δεν με ρώτησε πώς γίνονται οι άλλοι άνθρωποι. Φαντάζομαι πως, μια και προβληματίστηκε, θα φρόντισε να βρει την απάντηση σε κάποιους άλλους αρμοδιότερους, δηλαδή στους συμμαθητές του, που άφησαν ένα μακρόσυρτο μουρμουρητό, μαθητές και μαθήτριες, μόλις ακούστηκε η ερώτηση.Πάντως τώρα, ύστερα από πενήντα περίπου χρόνια, σκέφτομαι πως ήταν καλύτερα που δεν ήμουν θεολόγος. Ποιος ξέρει τι ρητορείες θα του αράδιαζα για να τον καθησυχάσω και το παιδί θα ’μενε στο σκοτάδι και στους φόβους του, δε θα μάθαινε ποτέ την αλήθεια.
Στην πρώτη τάξη είχαμε θυμάμαι κι ένα Μουσουλμάνο, ένα φοβισμένο παιδάκι, μικρόσωμο, με μάτια όλο έκπληξη και πανικό. Τον έλεγαν, θυμάμαι Μουλιαζίμ. Νεχάτ Μουλιαζίμ. Ζούσε στην Πάργα με τη μάνα του, δεν ξέρω αν είχε αδέρφια, πάντως πατέρα δεν είχε. Πρέπει να ήταν φτωχή οικογένεια, κι ίσως γι’ αυτό οι δικοί τους δεν είχαν φύγει με τις ανταλλαγές. Η μάνα ξενοδούλευε στα σπίτια και τις ελιές.
Ο Μουλιαζίμ λοιπόν, σαν Μουσουλμάνος που ήταν, δεν είχε υποχρέωση να παρακολουθεί το μάθημα των θρησκευτικών. Ο διευθυντής τον είχε καλέσει στο Γραφείο, τις πρώτες μέρες κιόλας που αρχίσανε τα μαθήματα, και «μας είχε ενημερώσει» κι εκείνον κι εμένα. Αργότερα ενημέρωσε και τον επιθεωρητή –μην βρούμε και κανέναν μπελά, μου είπε. Δεν ξέρω αν ο Μουλιαζίμ αντιλήφθηκε σωστά εκείνο το «δεν είχε υποχρέωση» ή αν το εξέλαβε ως απαγόρευση. Πάντως στην ώρα των Θρησκευτικών δεν έμπαινε ποτέ στην τάξη. Καθόταν σε μια πέτρα, στην αυλή, όσο ήταν καλός ο καιρός, και διάβαζε το βιβλίο του, ενώ με τις κακοκαιρίες στεκόταν σε μια γωνιά του διαδρόμου και περίμενε υπομονετικά το κουδούνι.
Μια μέρα με φοβερή παγωνιά ανοίγω την πόρτα και τον βλέπω πάλι όρθιο στο διάδρομο να τρεμουλιάζει. Θυμήθηκα τη σουσουράδα που ράμφιζε το παράθυρό μου.
«Βρε Νεχάτ» του λέω. «Έλα, αγόρι μου, μέσα στη σόμπα μην αρρωστήσεις! Θέλεις άκουγε, θέλεις μην ακούς. Ένας είναι ο Θεός για όλον τον κόσμο!» Θυμάμαι που μπήκε δειλά και κάθισε στο θρανίο του. Για μια στιγμή έγινε σιωπή -ιερή σιωπή, παραλίγο να πω- κι ύστερα συνεχίστηκε το μάθημα.
Πέρασε εκείνη η χρονιά, έληξε το Συμφωνητικό μου, πήγα φαντάρος, απολύθηκα, διορίστηκα στο Δημόσιο, πιάστηκα από την κρικέλα. Μπήκα κι εγώ σ’ ένα δρόμο. Ερχόταν το καλοκαίρι και τριγυρνούσα με τις συντροφιές στις παραλίες. Τις πιο πολλές φορές στις κοντινές. Στο Μενίδι, στη Μαργαρώνα της Πρέβεζας, στην Καστροσυκιά. Μια φορά είπαμε να πάμε στην Πάργα, που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται τουριστικά, να μείνουμε λίγες μέρες.
Θα είχαν περάσει πάνω από δέκα χρόνια από τότε που ήμουν εκεί καθηγητής. Και δεν μπορώ να πω πως δεν ήμουν συγκινημένος, όταν βρέθηκα ξανά στα ανηφορικά δρομάκια της, με τα σκαλιά. Ανέβηκα στο Τουρκοπάζαρο, έφτασα ως την πόρτα του κάστρου, είδα το παλιό μας Γυμνάσιο, εγκαταλειμμένο, χωρίς παράθυρα. Είχε χτιστεί καινούριο, εκεί στην ανατολική γωνία, μπροστά στην Κόκκινη Βίλα, που τώρα, κοντά του, είχε μικρύνει πολύ. Όλο το μυστήριο που έκρυβε τότε είχε χαθεί, μαζί με τους ενοίκους της – ένα ζευγάρι μονόχνωτο, μυστήριο κι εκείνο, λέγανε, που απέφευγε τις πολλές συναναστροφές. Πότε πότε συναντούσα κάποιον γνωστό, μερικοί με αναγνώριζαν. Ρώτησα για κάποιους του Συλλόγου Κηδεμόνων, είχαν πεθάνει. Το ίδιο και ο διευθυντής μου. Μαθητές μου δεν έβλεπα. Ή είχαν σκορπίσει για τις σπουδές τους ή είχαν ανδρωθεί και είχαν γίνει αγνώριστοι.
Ένα πρωί, εκεί που στεκόμουν στο δρομάκι, μπροστά στην πόρτα του σπιτιού όπου μέναμε και περίμενα την παρέα μου για να πάμε για μπάνιο, με πλησίασε μια γυναίκα μεσόκοπη και με χαιρέτησε με εγκαρδιότητα:
– Εσύ, μου λέει, δεν είσαι ο καθηγητής; Και είπε το όνομά μου.
– Ποια είσαι; τη ρωτώ.
– Εγώ είμαι η μάνα του Μουλιαζίμ, μου λέει. Τον θυμάσαι;
– Και βέβαια, της λέω, τον θυμάμαι. Τι κάνει ο Νεχάτ;
– Είναι στα ξαδέρφια του, στη Σμύρνη, μου λέει.
– Πες του χαιρετισμούς, αν με θυμάται.
– Αν σε θυμάται! Ούτε εκείνος ούτε εγώ σε ξεχνάμε, μου λέει.
– Για ποιο πράγμα;
– Για κείνο που τους είπες!…
Η αλήθεια είναι πως ανησύχησα, αλλά η γυναίκα συνέχισε:
– Ήρθε λαχανιασμένος στο σπίτι μας από το σχολείο, τρέχοντας, εκείνη τη μέρα και μου είπε: «Μαμά, ο καθηγητής μάς είπε σήμερα πως ένας είναι ο Θεός για όλον τον κόσμο!»… Ξεχνιούνται αυτά;
Ομολογώ πως δεν το περίμενα. Ήταν τότε το καλύτερο μάθημα που πήρα ως δάσκαλος.
Πρόπερσι, όπως ξέρετε, αρχές Ιουλίου, ήρθε στην Ελλάδα η μις Τουρκία. Εμφανίστηκε στην τηλεόραση. Κοπέλα χάρμα των ματιών, θεσπέσια ομορφιά. Μα ποιος το περίμενε; Την λέγανε Μουλιαζίμ και μίλησε ελληνικά! Είπε πως ο πατέρας της ήταν απ’ την Πάργα. Λογάριασα τα χρόνια. Ήταν λοιπόν η κόρη του Νεχάτ! Άλλωστε κάποια στιγμή παρουσιάστηκε κι ο ίδιος , στρουμπουλός, με λίγο μουστάκι στο απάνω χείλι. Γνώρισα το φοβισμένο βλέμμα στα μάτια του. ήταν και ο καιρός που όλο επεισόδια γινόντουσαν με την Τουρκία κι ακουγόντουσαν πάλι μισαλλόδοξα μηνύματα. Ύστερα ακούστηκε από τη Σμύρνη και η φωνή της μάνας του που έστελνε χαιρετίσματα στις φιλενάδες της στην Πάργα. Η μορφή της δεν παρουσιάστηκε, μονάχα η φωνή της που διαπερνούσε το χάος των σαράντα πέντε χρόνων.
Έμεινα κατάπληκτος από τα παιχνίδια της τύχης. Άλλη μια φορά που ο χρόνος για μένα είχε εξατμιστεί, όπως συχνά μου συμβαίνει.
Πήρα και του έγραψα ένα γράμμα: «Νεχάτ, αγόρι μου!» τού ’γραψα. «Μην ακούς τι λένε οι «προκαθήμενοι». Μην τ’ ακούς, Νεχάτ! Κι αν νοστάλγησες, γιε μου, την Πάργα, έλα να την ξαναδείς. Πάρε και τη μάνα σου να ξαναδεί τις φιλενάδες της, πριν φύγει. Ένας είναι ο θεός για όλον τον κόσμο! Κι είναι αυτός που σας ευλόγησε κι έδωσε την ομορφιά στην κόρη σου, για να τον δοξάζει. Ας σας έχει καλά Νεχάτ!»
Δεν ήξερα πού να στείλω το γράμμα, δεν είχα διεύθυνση, τό ’στειλα και δημοσιεύτηκε σε μια εφημερίδα. Δεν ξέρω αν έφτασε ποτέ στα χέρια του. Δεν το φαντάζομαι. Όμως η ευχή μου σίγουρα έφτασε στο αυτί του θεού –κι αυτό είναι αρκετό για μένα
.


hristoforos_milionis-02
* * *

Δεν υπάρχουν σχόλια: