Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2016

"Τράνζιτ" ένα διήγημα της Λουκίας Δέρβη (εκδόσεις Μελάνι, 2015)

.............................................................





Λουκία Δέρβη
(γ.1972)







 "Τράνζιτ"

ένα διήγημα της Λουκίας Δέρβη

από τη συλλογή διηγημάτων "Αλλού, στο πουθενά" (εκδ. Mελάνι, 2015) 





Τα τελευταία χρόνια στόλιζε το σπίτι της για τα Χριστούγεννα ανήμερα της Αγίας Αικατερίνης. Ψεύτικο έλατο, στολίδια χρυσαφιά και κόκκινοι φιόγκοι, μπάλες και πέρλες άσπρες σαν βροχή. Στη βάση του έλατου έβαζε μια φάτνη, τους Μάγους και τον Ιησού, πήγαινε και κούρνιαζε η γάτα της στο μπαμπάκι που είχε η Ανθούλα για χιόνι.
   Ήταν δέκα χρόνια που ‘χε χάσει τον αδελφό της, νέο παλικάρι, από καρκίνο. Σαράντα εκείνος, τριάντα η Ανθούλα, το 1998, αξέχαστη χρονιά. Δούλευαν  κι οι δύο σε εργοστάσιο φαρμάκων.
   Ορφανά ήταν, ο ένας για τον άλλο, δεμένοι όσο δεν πάει, ο κόσμος τους έκανε ζευγάρι, ακόμη και στην πολυκατοικία τους λοξοκοιτούσαν. Μπορεί να μένανε μαζί, αλλά δικαιώματα ποτέ δεν είχαν δώσει, συνεπείς σε λογαριασμούς, φασαρίες τίποτα, δεν μιλούσαν για πολιτικά. Μόνο μία φορά ο μακαρίτης κάτι ψέλλισε στον διαχειριστή ότι ξέρει από προσφυγιά, «οι γονείς μας από τον Πόντο ήταν, καλοί άνθρωποι, φύγανε νωρίς». Έκτοτε τους αποκαλούσαν «οι Πόντιοι» και από το 1998 κι έπειτα «η καημένη η Πόντια» λέγανε όταν αναφέρονταν στην Ανθούλα. Γυναίκα μεστωμένη ήταν, πάντα μόνη σαν την άδικη κατάρα, χωρίς επισκέψεις, μ’ ένα άδειο βλέμμα και περπάτημα βαρύ, μαζεμένη κι απεριποίητη, τι να έκαναν, τη λυπούνταν.
   Εκείνη την παραμονή των Χριστουγέννων έκανε ζέστη σαν να ‘ταν Σεπτέμβρης μήνας. Μέχρι που άκουσε στο ραδιόφωνο πως κάποιοι κάνανε μπάνιο στη θάλασσα και άθελά της ζήλεψε. Γύρισε από το εργοστάσιο φορτωμένη άμμο και τροφή για τη γάτα, δώρα για τα βαφτιστήρια της, τη μόνη επικοινωνία που είχε με τον έξω κόσμο. Και τότε τον αντίκρισε· κοιμόταν στην είσοδο της πολυκατοικίας κι έμεινε να τον παρατηρεί ώρα πολλή καθώς δεν είχε ξαναδεί άστεγο. Ήταν ψηλός, αδύνατος και φαινόταν νέος, κουλουριασμένος πάνω σ’ ένα μπουφάν, με λιωμένα παπούτσια. Τον λυπήθηκε. Έβγαλε και του άφησε δέκα ευρώ. Αυτός δεν σάλεψε.
   Την επόμενη μέρα – ανήμερα των Χριστουγέννων – τον βρήκε πάλι εκεί. Πιάστηκε η καρδιά της. Θυμήθηκε τον αδελφό της, είπε για την ψυχούλα του» και ξύπνησε τον ξένο να του δώσει ένα πιάτο φαΐ. Δεν ήξερε ελληνικά. «Kurdistan» της έλεγε συνέχεια και εκείνη του έδειχνε με νοήματα να φάει. Του άνοιξε ολόθερμα την πόρτα, σαν να ‘χε μουσαφίρη κανονικό μέρα που ‘ταν. Ο ξένος έκανε το μπάνιο του με ζεστό νερό, πλύθηκε, συνήλθε και βγήκε άλλος άνθρωπος.
   «Name Murat» της είπε.
   «Ανθούλα» απάντησε εκείνη στρώνοντας το γιορτινό τραπέζι.
   Φάγανε αμίλητοι. Πού και πού σκόρπιες ματιές, εκείνη κοίταζε το μουσάκι  κάτω απ’ τα χείλη του, εκείνος το κρυμμένο ντεκολτέ της. Αμήχανη η Ανθούλα, νόμιζε ότι κοίταζε τον χρυσό σταυρό της και κάθε τόσο τον έπιανε νευρικά.
   «Thank you» της έλεγε συνέχεια και κατάπινε μεγάλε μπουκιές απ’ το ψημένο κοτόπουλο.
  Έπρεπε να χωρίσουν. Να πάει ο ξένος να κοιμηθεί κάτω, εκείνη στο δωμάτιό της, όπως ήταν το πρέπον. Μάζεψε το τραπέζι για να παρατείνει την ώρα του χωρισμού. Δεη ήξερε ποιον λυπόταν. Τα φευγάτα χρόνια της, τη μοναξιά της ή εκείνον. Ήρθε πίσω της στην κουζίνα και της χάιδεψε τα μαλλιά στοργικά.
   «You good, you beautiful. I love you» της ψιθύρισε στ’ αυτί.
   Η ψυχή της φτερούγισε. Την έπιασε απαλά από τη μέση. Την πήγε στο μονό κρεβάτι της. Κάνανε έρωτα τρυφερά, σαν μικρά παιδιά. Το πρωί της είπε «I go to sister, Berlin. You come» και της έγραψε το τηλέφωνο της αδελφής του.
   Έφυγε.
   Έκανε μέρες να συνέλθει η Ανθούλα. Σαν όνειρο της φάνηκε αυτό το ζευγάρωμα. Σαράντα χρονών γυναίκα, δύο άντρες είχαν χαϊδέψει το κορμί της κι ένας ξένος, τρεις. Πήγε στον καθρέφτη· φαίνονταν οι μαύρες σακούλες στα μάτια της, τα σκασμένα χείλη της, οι άσπρες τρίχες στα μαλλιά. Αλλά τα μάτια της ήταν γαλήνια, βαθιά, ικανοποιημένα. Για πρώτη φορά χαμογέλασε στο είδωλό της.
   Στο εργοστάσιο πετούσε. Μέχρι κι ο προϊστάμενος το πρόσεξε. «Ανθούλα, σήμερα έχεις πάρει φωτιά». Ντράπηκε εκείνη,  μα πιο πολύ γιατί της άρεσε κρυφά ο προϊστάμενος – παντρεμένος άνθρωπος – και της φάνηκε σαν να τον απάτησε με άλλον. Χασκογέλασε. «Είναι τα γιορτινά στολίδια», του απάντησε, «μου φτιάχνουν τη διάθεση».
   Το βράδυ δεν βρήκε τον ξένο.
   Γύρισε στο καθημερινό της πρόγραμμα σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Κάτι είχε αλλάξει όμως. Δεν ήταν η ίδια. Σαν πιο δυνατή ένιωθε, σαν το σμίξιμο με τον ξένο να ‘σπασε την ασχήμια της ζωής της, να την έκανε πιο πολύχρωμη, πιο ωραία: μια κανονική ζωή.
   Αλλά της έλειπε.
   Μετά από δύο εβδομάδες πήρε το θάρρος και τηλεφώνησε στο νούμερο που της είχε δώσει. Απάντησε μια γυναικεία φωνή, δροσερή και γλυκιά. Ο Μουράτ δεν ήταν εκεί. Να ξανατηλεφωνούσε την άλλη βδομάδα. Πριν κλείσει, η γυναίκα τη ρώτησε πόσων χρόνων ήταν, μεγάλη ακουγόταν. Μα ο Μουράτ ήταν μόνο είκοσι, να μην ξανατηλεφωνούσε, ντροπής πράγματα. Κατέβασε το ακουστικό σοκαρισμένη. Το βράδυ δεν κοιμήθηκε. «Ίσα με γιος μου» μονολογούσε.
   Ο προϊστάμενος τη μάλωσε. «Πού έχεις το μυαλό σου τελευταία, Ανθούλα;» Και ξαφνικά το πήρε απόφαση. Σαν όλα με τον ξένο να ‘γιναν για να της δώσει θάρρος γι’ αυτή την κουβέντα. «Εσένα σκέφτομαι, κύριε Τάκη» του ‘πε.
   Πήγε μαζί του σ’ ένα φτηνό ξενοδοχείο. Πολλά λόγια, περιττά. Σκεφτόταν τον ξένο.
   «Η επιδερμίδα σου είναι σαν μωρού παιδιού» της είπε.
   Δεν απάντησε. Το ήξερε, μόνο για την επιδερμίδα της είχε να καυχιέται. Μέσα της όμως, κρυφά.
   «Τη γυναίκα μου την αγαπάω, μη νομίζεις. Είναι που σε ήθελα τόσα χρόνια. Από τότε που σε γνώρισα. Αναρωτιόμουν πώς να είσαι, τη μυρωδιά σου, πώς σπαρταράς στο κρεβάτι»
   Ήθελε να του πει για τον ξένο. Να καμαρώσει. Μόνο του ‘πε «Κύριε Τάκη, μη μάθει τίποτα η γυναίκα σας» και πλύθηκε μετά καλά καλά να φύγει η αμαρτία.
   Η Θάλεια απ’ τη δουλειά το κατάλαβε. Της έβαλε λόγια. Δεν είχε, λέει, ο προϊστάμενος αφήσει θηλυκή γάτα στο εργοστάσιο.
   Πριν χωρίσουν ολότελα με τον Τάκη, τρεις βδομάδες μετά, την έκανε μόνιμη στο εργοστάσιο.
   Τον ξένο δεν τον ξανάδε. Ούτε τον ξαναπήρε τηλέφωνο. Τον ξέχασε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: