Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

"Η Ιστορία Ενός Αιχμαλώτου" του Στρατή Δούκα (1898 -1983) Ένα κείμενο, δύο γραφές με χρονική απόσταση 30 και πλέον χρόνια (β' συγκριτική αντιπαραβολή)

............................................................


 "Η Ιστορία ενός Αιχμαλώτου" 

                               του Στρατή Δούκα 
                                          (1895 - 1983)







…έφεραν σε καλάθια κουραμάνες. Μας έβαλαν στο ζυγό, δίνοντας στους δυο νομάτους από μισή. Ύστερα με τη σειρά μας άφησαν στο σιντριβάνι να πιούμε.

   Εκείνη τη μέρα είχε έρθει άνθρωπος μεγάλος απ’ το Αχμετλί, μας έλεγαν οι στρατιώτες, κι από δω κι εμπρός θα περάσετε καλά.

   Το βράδυ μας έγδυσαν! Ό,τι είχαμε απάνω μας, δαχτυλίδια, ρολόγια, μας τα πήρανε. Ως και τα χρυσά δόντια μας βγάλανε απ’ το στόμα.

   Το πρωί μας σήκωσαν. Κι όταν ετοιμαζόμαστε, μαζεύτηκαν απ’ έξω οι ζεϊμπέκηδες, με ζουρνάδες και νταούλια, και βγαίνοντας μας χτυπούσαν με τα όπλα τους. Εκεί ήρθε άλλος αξιωματικός. Μας παρέλαβε και ξεκινήσαμε.

   Έξω από τη Μαγνησία, μακριά τρεις ώρες, ήταν ένα μεγάλο αμπέλι, τριγυρισμένο με φράχτη. Εκεί μας έκλεισε μέσα κι έβαλε σκοπούς να μας φυλάν ώσπου να ξημερώσει.

   Εμείς σκορπίσαμε στα τρυγημένα κλήματα και τρώγαμε φύλλα με την κουραμάνα.

   Κι άμα νύχτωσε, δυο έκαναν να φύγουν. Οι σκοποί τους έπιασαν και μπροστά μας τους σκότωσαν. Το πρωί μας έλεγε ο λοχαγός:

   -Άπιστα σκυλιά! Εγώ κοιτάζω να σας κάνω καλό κι εσείς μού φεύγετε;

   Και διέταξε να μας σηκώσουν.

   Ώρες βαδίζαμε. Και κει που κάναμε στάση, σ’ ένα σταθμό, ήρθαν κάμποσοι τούρκοι πολίτες, κι είπαν του αξιωματικού να τους αφήσει  να ψάξουν ανάμεσά μας κι άμα βρουν κάποιον που ζητούσαν, να τον πάρουν.

   -Ναι, τους λέει, κοιτάχτε κι άμα τον βρείτε πάρτε τον.

   -Άφεριμ, άφεριμ, είπαν και χώθηκαν στο σωρό μας. Τον βρήκαν. Ήταν Αρμένης, ο περβολάρης του σταθμού.

   -Βρε κερατά Αρμένη, εσένα γυρεύουμε.

   -Τι θέλετε από μένα; τους είπε. Μια ψυχή έχω να παραδώσω.

   Και με το κεφάλι ψηλά, σα να ‘θελε να τον δούμε όλοι, πέρασε ανάμεσά μας.

   -Πάρτε τον, φώναξε ο λοχαγός.

   Ο Αρμένης άμα άκουσε έτσι, ρίχτηκε απάνω σε κείνον που πρωτάπλωσε να τον πιάσει και με πάθος του δάγκωσε το λαρύγγι.

   Οι άλλοι τον χάλασαν αμέσως· πρόφτασε μόνο κι είπε:

   -Κάντε με ό,τι θέλετε, το αίμα μου το πήρα.

   Αφήσαμε  πίσω μας το ζεστό κουφάρι, που το κλοτσοκυλούσαν ακόμα, και τραβήξαμε για τον Κασαμπά. Εκεί ήταν όλα στάχτη. Σε μια μάντρα μάς βάλανε. Από κει βλέπαμε να περνούν άλλους αιχμαλώτους, κι ακούοντας από μακριά τα μαρτύριά τους, δοξάζαμε το Θεό. 

(από την ια' έκδοση "Κέδρος", 1983, δηλαδή αυτή που κυκλοφορεί και στις μέρες μας.)  






...Στην ώρα ήρταν με καλάθια εκατό κουραμάνες. Μας βάλανε κατ’ άνδρα και μας δίνανε μισή κουραμάνα στους δυο νομάτους. Με σειρά μας δώσανε την κουραμάνα και με σειρά μας άφησαν στο συντριβάνι να πιούμε. Εκείνη τη μέρα ήρτε άνθρωπος απ’ το Αχμετλή. Κι  οι σκοποί μας λέγανε: - Από δώ κι εμπρός θα περάσετε καλά. Εκείνη τη μέρα σταθήκαμε και μας γδύσανε. Ως και τα δαχτυλίδια και τα χρυσά δόντια μάς πήρανε. Ώρα εφτά το βράδυ μας γδύσανε. Το πρωί μας σήκωσαν.
 Κι απ τη Μαγνησιά μακριά τρεις ώρες είν’ ένα αμπέλι καλό, τριγυρισμένο με φράχτες. Εδώ είπε να σταθούμε και διέταξε σκοπούς να μας φυλάνε ώσπου να ξημερώσει. Και μεις γυρίζαμε ολόγυρα τα κλήματα και τρώγαμε τα φρέσκα φύλλα μαζί με την κουραμάνα. Το βράδυ που πέσαμε δυο έκαναν να φύγουν. Τους πιάσανε την ίδια ώρα. Εκεί μπροστά μας τους σκοτώσανε. Το πρωί εμείς λέγαμε - Καλά κάνατε και τους σκοτώσατε.
Κι ο λοχαγός έλεγε: - Κερατάδες, εγώ να σας κάνω καλωσύνη και σεις να φύγετε! Και διάταξε να σηκωθούμε.
Μισή ώρα μπρος βρήκαμε νερό. Μα ο λοχαγός είχε στείλει πάλι σκοπό κατ’ ευθείαν. Ένας έσκυψε να πιει κι εκεί τον σκότωσαν. Δεξιά βρήκαμε χαρακώματα ανοιχτά, γεμάτα νερό. Ένας έπεσε να πιει και βούλιαξε. Εκεί τον αφήκαμε. Παρακάτω σ’ ένα σταθμό κάναμε στάση. Εκεί  ήρθαν πολίτες και λέγανε στον αξιωματικό.  - Δώσε διαταγή, αν εύρουμε ανάμεσά τους κανέναν εχτρό να τον πάρουμε.
Κι εκείνος είπε - Κοιτάξτε κι αν βρήτε, πάρτε τον.
- Μπράβο! Είπαν και χύθηκαν μέσα στο σωρό. Βρήκαν έναν Αρμένη. Τον γνώρισαν. Του λένε.  - Βρε κερατά, Αρμένη, εσένα γυρεύαμε. -Μια ψυχή έχω να παραδώσω, τους λέει. Τον χώρισαν.
Και μόλις τον βγάλανε ο λοχαγός τους λέει: -Τώρα, τραβάτε τον.
Και μόλις είπε έτσι, ο Αρμένης χύθηκε και δάγκωσε τον πολίτη απ’ το λαρύγγι, και τον έκοψε με τα δόντια του. Εκεί τον πιάσανε και τον χαλάσανε. Μα πρόφταξε κι είπε: - Τώρα, ό,τι θέλετε κάνετε. Πήρα το αίμα μου. Από κει μας τραβήξανε στον Κασαμπά. 

Εκεί όλα ήτανε στάχτη. Σ’ ένα μαντρί μέσα μας βάλανε. Από κει είδαμε να περνά ένα άλλο κοπάδι αιχμαλώτους και τους ρωτούσαμε. Κι ακούοντας από μακριά τα μαρτύριά τους δοξάζαμε το Θεό... 

(Από την α' έκδοση του 1929)



Δεν υπάρχουν σχόλια: