Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

"Η νέα εποχή των νομάδων" έγραψε ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς ("Εφημερίδα των Συντακτών", 05.10.2015)

............................................................

Η νέα εποχή των νομάδων

 

 
Ο συνωστισμός εκατομμυρίων θυμάτων στις πύλες της 
ανεπτυγμένης και «πολιτισμένης» Ευρώπης καταλάμβανε τους 
πάντες εξαπίνης | AP Photo/Frank Augstein 
 
Ακόμα και αν δεν αλλάζουν τον κόσμο, οι εικόνες διαμορφώνουν ιδέες. Η ισοπέδωση της Χιροσίμα φανέρωσε τι θα μπορούσε να είναι ο πυρηνικός όλεθρος. Το αποκρουστικό πρόσωπο του ναζισμού απέκτησε οικουμενική εμβέλεια όταν όλοι είδαν τι γινόταν στα στρατόπεδα εξόντωσης.
Η φρίκη του Βιετνάμ συνοψίστηκε στο απελπισμένο πρόσωπο ενός κοριτσιού που τρέχει να αποφύγει τις βόμβες. Το «υπερθέαμα» της κατάρρευσης των Δίδυμων Πύργων έδωσε το έναυσμα για την οικουμενική μάχη εναντίον της τρομοκρατίας. Και η Ιστορία συνεχίζεται. Η εικόνα των παιδικών πτωμάτων που ξεβράζονται στις μεσογειακές ακτές ανέδειξε το «προσφυγικό» ζήτημα σε μείζον αξιακό και πολιτικό διακύβευμα. Η πάνδημη εικόνα της απόλυτης φρίκης αφύπνισε τις ανά την υφήλιο καλές συνειδήσεις.
Ομως, ο συνωστισμός εκατομμυρίων θυμάτων στις πύλες της ανεπτυγμένης και «πολιτισμένης» Ευρώπης καταλάμβανε τους πάντες εξαπίνης. Για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο, κυβερνήσεις και πολίτες εξαναγκάζονται πια να αντιμετωπίσουν ηθικά και υπαρξιακά διλήμματα μέσα στην αυλή του σπιτιού τους.
Πράγματι, η Ρουάντα, η Σομαλία ή ακόμα και το Σαράγεβο παρέμεναν εκτός του «πολιτισμένου κόσμου». Και στο «φυσικό» τους πλαίσιο, οι τραγωδίες ταράζουν ίσως, αλλά δεν προβληματίζουν. Τα πράγματα όμως άλλαξαν. Η Μεσόγειος, ο Δούναβης και το Ρίο Γκράντε δεν λειτουργούν πια σαν αξεπέραστα φράγματα ανάμεσα στον πολιτισμό και τη βαρβαρότητα. Οπως οι σεισμοί, οι ιοί και οι επιδημίες, έτσι και η εξαθλίωση δεν σταματά στα σύνορα.
Πολλώ δε μάλλον που το εν στενή εννοία «προσφυγικό» ζήτημα δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου. Πέραν από τους κατά κυριολεξίαν πρόσφυγες, τους αιτούντες πολιτικό άσυλο και τα θύματα των πολεμικών συγκρούσεων, τεράστιες μάζες εξαθλιωμένων κατοίκων της λιμοκτονούσας καπιταλιστικής περιφέρειας συνωστίζονται στα σύνορα.
Με τη βοήθεια των κάθε λογής μεσαζόντων που ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια και παρά τους συνοριακούς ελέγχους, τα συρματοπλέγματα και τις φουρτούνες, όλο και περισσότεροι καταφέρνουν να περάσουν από την άλλη μεριά. Ηδη σήμερα οι καταγεγραμμένοι μετανάστες αριθμούν 190 εκατομμύρια, 2,9% του παγκόσμιου πληθυσμού.
Και σε αυτούς θα πρέπει βέβαια να προστεθούν οι πολλαπλασιαζόμενοι «παράνομοι» που εξαφανίζονται στα σκοτεινά υπόγεια. Και το πρόβλημα δεν είναι βέβαια συγκυριακό. Σε έναν κόσμο όπου η ανισότητα αναπτύσσεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, ο Βορράς παρέχει απείρως μεγαλύτερες δυνατότητες επιβίωσης από τον σπαρασσόμενο Νότο. Ακόμα και σε περίοδο κρίσης, το μεταναστευτικό ρεύμα δεν ανακόπτεται με τίποτε.
Ετσι όμως καταρρέουν οι θεμελιώδεις παραδοχές που διείπαν την ευρωπαϊκή πρόσληψη των συλλογικών οντοτήτων. Μαζί με τις κλειστές κοινωνίες αποδυναμώνονται και οι περιχαρακωμένες «αποκλειστικές» εθνικές κυριαρχίες. Και, προφανώς, η εξέλιξη αυτή δεν αναφέρεται μόνον στην προϊούσα άμβλυνση της οικονομικής και λειτουργικής αυτονομίας των ανεξάρτητων κρατών.
Φαίνεται επίσης να απειλούνται οι ιστορικά κατοχυρωμένες μορφές συλλογικής αυτογνωσίας. Από τη στιγμή που τα κατ’ ιδίαν κράτη κατακλύζονται από «άλλους», τα αυτονόητα «εμείς» που θεμελιώνονταν σε φετιχοποιημένα υπεριστορικά εθνικά Volksgeist μοιάζουν να βρίσκονται υπό ιστορική αίρεση. Τα κοινωνικά περιβάλλοντα απειλούνται στον ίδιο τον ιδεοποιημένο πυρήνα τους, που δεν είναι άλλος από τη συμβολική τους αυτοτέλεια.
Το πρόβλημα δεν είναι όμως απλώς ιδεολογικό και «υπαρξιακό». Στο κάτω κάτω, ακόμα και αν οι επιπτώσεις της είναι ηθικά αποκρουστικές, η δυσπιστία απέναντι στους άγνωστους και ακατάτακτους «ξένους» είναι πανάρχαιη. Ο συγχρωτισμός με τους αλλόχρωμους είναι πάντα προβληματικός.
Ανεπιφύλακτα ευπρόσδεκτοι είναι λοιπόν μόνον όσοι «χρήσιμοι» συμβάλλουν στην εντόπια παραγωγή -με όσο το δυνατόν χαμηλότερες αμοιβές. Υπό τους όρους αυτούς, οι «άλλοι» δεν είναι «πλήρεις» άνθρωποι αλλά απλά εργατικά χέρια. Και όταν τα χέρια αυτά παύουν να είναι χρήσιμα εργαλεία, οι μη άνθρωποι μπορεί να απελαύνονται πυξ λαξ.
Αυτή ακριβώς είναι η συνειδητή επιλογή όλων σχεδόν των δεξιών, ακροδεξιών και νεοφασιστικών κινημάτων. Για τους ζηλωτές της πολιτιστικής αγνότητας προέχει η άμυνα ενάντια σε οτιδήποτε απειλεί να νοθεύσει την άμωμη εθνική και φυλετική ιδιοσυστασία.
Η ομφαλοσκοπική εθνοκεντρική μισαλλοδοξία εμφανίζεται ως μόνη έγκυρη συλλογική αναφορά. Το «εγώ», το «εμείς» και το «οι άλλοι» εξακολουθούν να κωδικοποιούνται στη βάση της ίδιας θεμελιακής «φυσικής» ταξινόμησης. Η φαντασίωση για μιαν αδικοχαμένη αυθεντικότητα καλείται να καλύψει τη θεμελιώδη υπαρξιακή «Ελλειψη». Υπό τους όρους αυτούς λοιπόν, οι «πατριώτες» εκτρέφονται ως ισόβιοι εγγυητές μιας κλειστής πολιτιστικής τάξης, ενός ουτοπικού παραδείσου. Το νεωτερικό όπιο των περίφρακτων λαών -«περιούσιων» ή μη- είναι το υποστασιοποιημένο έθνος.
Ομως, στην πράξη το πρόβλημα δεν είναι μόνον ιδεολογικό. Ανεξάρτητα από τις αξιακές της προεκτάσεις, η εμμονή στην εθνική αγνότητα είναι ιστορικά κοντόφθαλμη και στρατηγικά αυτοκαταστροφική. Πράγματι, όλες σχεδόν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες αντιμετωπίζουν ένα βασικό πρόβλημα αναπαραγωγής.
Περισσότερο ακόμα ίσως από την οικονομική κρίση, που πιθανολογείται πως θα ξεπεραστεί, την πολιτική αποδιάρθρωση, που θα μπορούσε ίσως να αποφευχθεί, και τα οικολογικά αδιέξοδα, που θα επιδέχονταν ίσως διορθωτικές παρεμβάσεις σε οικουμενική κλίμακα, οι κοινωνίες μας βρίσκονται μπροστά στην ιστορική πρόσκληση της προϊούσης γήρανσης των γηγενών πληθυσμών. Είναι γεγονός ότι η επιβίωση των συλλογικών οντοτήτων είναι πριν από όλα βιολογικό, δηλαδή δημογραφικό πρόβλημα. Η αναπαραγωγή μιας οποιασδήποτε ομάδας συναρτάται πάντα με τη «φυσική» της βιωσιμότητα.
Ηδη ο Μάλθους είχε εντοπίσει τη σημασία του ζητήματος. Ειρωνικά, όμως, τα σημερινά αδιέξοδα δεν είναι εκείνα που προέβλεπε ο πάστορας. Οι ανεπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες δεν απειλούνται από τον υπερπληθυσμό αλλά από τον μαρασμό. Ηδη σήμερα, οι πλούσιοι Ευρωπαίοι γεννούν λιγότερα παιδιά από όσα θα χρειάζονταν για να αναπαραχθεί το κοινωνικό σώμα. Σύμφωνα με τις προβολές του ΟΟΣΑ, στο διάστημα της επόμενης γενιάς οι άνω των 65 θα είναι διπλάσιοι περίπου από εκείνους που είναι λιγότερο από 14 ετών. Στην Ελλάδα μάλιστα, οι ηλικιακές ισορροπίες θα είναι ακόμα πιο καταλυτικές.
Την ίδια στιγμή που οι κάτω των 14 θα αριθμούν 1,1 εκατ., εκείνοι που θα έχουν ξεπεράσει τα 80 θα είναι 1,3 εκατ. Και η τάση αυτή δεν φαίνεται αναστρέψιμη. Η ιστορική εμπειρία δείχνει πως σε όλες ανεξαιρέτως τις ανεπτυγμένες χώρες οι δείκτες φυσικής αύξησης του πληθυσμού πέφτουν ραγδαία. Παρ’ όλα τα αφειδώς παρεχόμενα αντικίνητρα, εκείνοι που προκόβουν στις ευημερούσες ατομοκεντρικές κοινωνίες τεκνοποιούν ελάχιστα.
Ετσι, η ρήση της Θάτσερ ότι «δεν υπάρχουν κοινωνίες αλλά μόνο άτομα και οικογένειες» επιβεβαιώνεται μόνο ως προς το ένα σκέλος. Μαζί με την κοινωνία, η επικράτηση των ιδιοτελών ατόμων φαίνεται να καταλύει και τις οικογένειες. Αν οι σημερινές τάσεις επιβεβαιωθούν, στο όχι μακρινό μέλλον οι κοινωνίες μας θα κυριαρχούνται από εγωιστικά, αντιπαραγωγικά και στείρα άτομα που εξελίσσονται σε «ανυπόμονα και ευκολοερέθιστα γεράματα», κατά την έκφραση του Βασιλιά Λιρ.
Αντίθετα, οι εξαθλιωμένοι κάτοικοι της περιφέρειας γεννούν περισσότερα παιδιά από όσα μπορούν να θρέψουν. Ακόμα και αν οι καταστροφές και οι πόλεμοι δεν υποθάλπονταν από την πολιτισμένη Δύση, ακόμα και αν οι ευκατάστατοι ανθρωπιστές προσφέρουν «βοήθεια» -με περισσή φειδώ βέβαια, αν σκεφτούμε πως έπειτα από είκοσι χρόνια συζητήσεων στον ανήμπορο ΟΗΕ απορρίφθηκε μετά πολλών επαίνων ο φόρος Τόμπιν που προέβλεπε μιαν απειροελάχιστη επιβάρυνση όλων των διακρατικών μεταβιβάσεων κεφαλαίων χάριν του Τρίτου Κόσμου- κανείς δεν μπορεί να συγκρατήσει το τσουνάμι των απεγνωσμένων.
Με αυτήν την έννοια, το «προσφυγικό» θα μπορούσε να αποδειχτεί ουρανόπεμπτη ιστορική ευκαιρία για την αναθεώρηση μιας σειράς αμετακίνητων παραδοχών. Εκείνοι που εξακολουθούν ακόμα να εμπνέονται από τις αξίες της ισότητας, της ελευθερίας και της αλληλεγγύης θα πρέπει να καταλάβουν ότι η επιβίωση των πολιτισμών μας περνά μέσα από την αλλαγή στάσης προς τους άλλους, τους ξένους, τους αλλόθρησκους και τους αλλοεθνείς.
Η ανάγκη αυτή δεν θεμελιώνεται μόνον σε αξιακά κριτήρια. Το πρόβλημα είναι επίσης οργανωτικό και λειτουργικό. Και εδώ ακριβώς εντοπίζεται ακόμα μια τεράστια ευθύνη μιας Αριστεράς που θέλει να αντιμετωπίζει την πραγματικότητα όπως είναι. Πράγματι, αντίθετα με τη Δεξιά που έχει εθιστεί στο να διαχειρίζεται τα άμεσα προβλήματα δίχως να ενδιαφέρεται για τις μακρόπνοες προεκτάσεις των επιλογών της, η Αριστερά διατηρεί ακόμα τη δυνατότητα να στοχάζεται με ευρύτερα ιστορικά κριτήρια.
Αν η στρατηγική της συντηρητικής παράταξης, στο παρελθόν αλλά και σήμερα, συνοψίζεται στη «διαχειριστική» και εργαλειακή μεθόδευση της αποτροπής ή απλώς της αναβολής των ορατών οχλήσεων και δυσλειτουργιών, η Αριστερά οφείλει και μπορεί να παραβλέπει τις Σειρήνες της νοητικής αδράνειας και να σκέπτεται σε βάθος χρόνου. Σε αυτή τη δυνατότητα άλλωστε χρωστά και την ιστορική της επιβίωση εις πείσμα των χαλεπών καιρών και ενάντια στην επίβουλη Ιστορία.
Με αυτήν την έννοια, είναι πιθανότατο πως το σημαντικότερο πολιτικό διακύβευμα των επόμενων ετών και δεκαετιών θα επικεντρωθεί γύρω από το ερώτημα τι είναι και τι μπορεί να είναι η «κοινωνία». Και γύρω από το ερώτημα αυτό οι αντιπαραθέσεις θα είναι κατ’ ανάγκην σκληρές. Η Ιστορία επαναλαμβάνεται. Πριν από 1.500 χρόνια, η Ευρώπη που γνωρίζουμε συνεπάγη μέσα από την ανοίκεια σύνθεση των υπολειμμάτων της κραταιάς Ρώμης με τους Τεύτονες, τους Γότθους και τους νομάδες Σλάβους.
Σήμερα, πάλι, η νέα Ευρώπη φαίνεται να συναρτάται από τη δυνατότητα να επινοηθούν νέες μορφές θεσμικής και πολιτιστικής ώσμωσης ανάμεσα σε γηγενείς και επήλυδες. Η πορεία του ευρωπαϊκού εγχειρήματος περνά ίσως μέσα από τη μακροσκοπική μετουσίωση όλων των εθνικών κρατών σε συμπαγείς πολυπολιτισμικές κοινωνίες.
Οχι μόνο δε επειδή κάτι τέτοιο υπαγορεύεται από τις πανανθρώπινες αξίες με τις οποίες όλοι γαλουχηθήκαμε. Επιπλέον, αυτός είναι ίσως ο μόνος πρακτικός τρόπος για να επιζήσουμε και να αναπαραχθούμε. Οι «βάρβαροι» μπορεί να αποδειχτούν οι σωτήρες μας. Και δεν χρειάζεται να τους περιμένουμε. Βρίσκονται ήδη εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: