Για τις Ιστορίες του ΠαπαγάλουΨιττακού Μυθολογίαι Νυκτεριναί) είχα μιλήσει, πριν από μερικά χρόνια, σε άρθρο μου σ' αυτή την εφημερίδα. Να θυμίσω πως οι Ιστορίες του Παπαγάλου είναι μια συλλογή από σύντομα σκαμπρόζικα αφηγήματα, γραμμένη στα σανσκριτικά, και πως στα ελληνικά μεταφράστηκε, για πρώτη φορά, από τον Δημήτριο Γαλανό. Τον τίτλο τους τον χρωστάνε στον παπαγάλο Σούκα, ο οποίος αφηγείται αυτές τις ιστορίες, κάθε βράδυ, στην Πραββαβατή, μια φιλήδονη νεόνυμφη, που ο άντρας της λείπει σε ταξίδι. Η Πραββαβατή, γοητευμένη απ' τις ιστορίες του παπαγάλου, αναβάλλει, κάθε βράδυ, την ερωτική της συνάντηση με τον επίδοξο εραστή της, μέχρι που ο άντρας της γυρίζει. Το όλο έργο θυμίζει ερωτικό εγκόλπιο γυναικείων τεχνασμάτων.
Στις ιστορίες αυτές περιλαμβάνεται και εκείνη της ανδρομανούς Ραμββικάς, που πιστεύει πως όποιος δεν στέργει τη γυναίκα που λιώνει από έρωτα και έρχεται, επειδή το θέλει, τον αφανίζει ο αναστεναγμός της και τον στέλνει στα Τάρταρα.
Πρόσφατα, άνοιξα τυχαία, στο γραφείο ενός φίλου, τον Αλέξη Ζορμπά, που είχα να τον διαβάσω από την εφηβεία. Έπεσα στο κομμάτι, όπου ο Ζορμπάς εξιστορεί τις συμβουλές που του έδωσε ένας χότζας στη Σαλονίκη. Παραθέτω όλο το χωρίο: «Ο χότζας ήρθε και με βρήκε. -'μωρέ ρωμιόπουλο, μου κάνει, έλα μαζί μου!' -'Δεν έρχουμαι, του λέω, πού θα με πας;' -'Μια χανούμη, μωρέ ρωμιόπουλο, σαν τα κρύα νερά, σε περιμένει στον οντά της, έλα!' Μα εγώ ήξερα πως σκότωναν τους χριστιανούς στους τουρκομαχαλάδες τη νύχτα. -'Όχι, δεν έρχουμαι!' του κάνω. -'Και δεν φοβάσαι το Θεό, γκιαούρη;'-'Γιατί να τον φοβηθώ;'.-'Γιατί, μωρές ρωμιόπουλο, όποιος μπορεί να σμίξει με μια γυναίκα και δε σμίγει, κάνει μεγάλο κρίμα. Να σε φωνάξει, μωρέ, μια γυναίκα στο στρώμα της και να μην πας, χάθηκε η ψυχή σου! Η γυναίκα αυτή θ' αναστενάξει στη μεγάλη κρίση του Θεού κι ο στεναγμός αυτής της γυναίκας, θα σε γκρεμίσει, όποιος και νάσαι, όσα καλά κι αν έχεις καμομένα, στην Κόλαση!'».
Έ, λοιπόν, ναι: Χωρίς αμφιβολία, ο Καζαντζάκης έχει παραφράσει τα λόγια της Ραμββικάς, απ' τις Ιστορίες του Παπαγάλου και τις έχει βάλει στο στόμα του προξενητή- χότζα του. Μπορούμε να θεωρήσουμε βέβαιο πως ο βιβλιοφάγος Καζαντζάκης γνώριζε το συγκεκριμένο έργο, είτε στη μετάφραση του Γαλανού, είτε σε κάποια άλλη σε σύγχρονη ευρωπαϊκή γλώσσα. Άλλωστε, το μνημονεύει κι ο ίδιος στο κεφάλαιο για την ινδική φιλολογία, που συνέγραψε για το ευρύτερο λήμμα Ινδία ή Ινδίαι του εγκυκλοπαιδικού λεξικού του Ελευθερουδάκη: «Περιφανής υπήρξεν η τέχνη των Ινδών εις την διασκευήν μύθων· αι ονομαστότεραι συλλογαί μύθων είνε η Πανσατάντρα και η Χιτοπαδέσα». Παρεμπιπτόντως, το εκτενές μέρος του ίδιου λήμματος, που συνέταξε ο Καζαντζάκης, δείχνει όχι μόνον πόσο ο συγγραφέας του Ζορμπά ενδιαφερόταν για τον κόσμο και τη σκέψη της Ινδίας -αυτό το ξέρουμε κι από αλλού-, αλλά και πόσο καλά είχε διαβάσει τα θεμελιώδη έργα της ινδικής γραμματείας.
Φυσικά, για να επανέλθουμε στον Αλέξη Ζορμπά, κανένας χότζας δεν θα έδινε τέτοιες συμβουλές. Ο Καζαντζάκης, εν τούτοις, βάζει στο στόμα ενός ιεροδιδασκάλου αυτά τα λόγια, αποκυήματα ενός επικουρικού πνεύματος, για να τονίζει εκείνη την αντιστροφή της συμβατικής θρησκευτικής ηθικής που εκφράζουν παρόμοιες ηδονιστικές θεωρήσεις. Μιλάω για την ηθική που συναντούμε, φερ' ειπείν, στις βιβλικές Παροιμίες, όπου αφθονούν οι παραινέσεις προφύλαξης από την «ξελογιάστρα» μοιχαλίδα, που παρασύρει το άρρεν σαν «βουν επί σφαγήν». Πολύ παραστατικά ζωγραφίζεται εκεί η γυναίκα αυτού του τύπου και τα τεχνάσματά της: «Ποθούσα το σον πρόσωπον εύρηκά σε... ελθέ και απολαύσωμεν φιλίας έως όρθρου, δεύρο και εγκυλισθώμεν έρωτι· ου γαρ πάρεστιν ο ανήρ μου εν οίκω, πορεύεται δε οδόν μακράν». Πρόκειται, βέβαια, για το γνωστό θέμα του πειρασμού και της υπερνίκησής του, που ο Ερίκ Ρομέρ θα το διαπραγματευτεί, σε σύγχρονη εκδοχή του, στη Νύχτα με τη Μωντ. Σύμφωνα, όμως με την ηθική του χότζα του Καζαντζάκη, αμαρτία δεν είναι να ενδώσεις στον πειρασμό αλλά να μην ενδώσεις. Να μια άλλη πτυχή της κατά Νίτσε -δασκάλου του Καζαντζάκη- «μεταξίωσης των αξιών»!
Σκέφτομαι πως μια τέτοια μεταξίωση εισηγείται κι ο Σικελιανός, όταν προτάσσει στα «σεξουαλικά του ποιήματα», όπως τα λέει ο ίδιος, τη φράση από τον συροσιναϊτικό κώδικα, «το γαρ πνεύμα ζωοποιεί την σάρκα. Και πώς υμείς λέγεται, ότι η σαρξ ουδέν ωφελεί;», που αντιστρέφει το νόημα της ευαγγελικής ρήσης, «το πνεύμα ζωοποιεί την σάρκα· η σαρξ ουδέν ωφελεί».
Βέβαια, σήμερα αυτές οι αντιστροφές σε ζητήματα ερωτικής ηθικής έχουν κάπως ξεθωριάσει, έχουν χάσει την επαναστατικότητά τους. Πάντως, στα σταυροδρόμια της ζωής ο άνθρωπος θα ακούσει και τις δύο φωνές. Ας κρίνει κι ας επιλέξει.