Τρίτη 29 Απριλίου 2014

"Από την επιθυμία του χρέους στη βιοπολιτική λιτότητα" Του Κώστα Δουζίνα (ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΑ ΕΠΙΚΑΙΡΑ / "Εφημερίδα των Συντακτών", 29/04/14 )

 ................................................................


"Εφημερίδα των Συντακτών",  29/04/14
 
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΑ ΕΠΙΚΑΙΡΑ

Από την επιθυμία του χρέους στη βιοπολιτική λιτότητα

     
«Οι εκσυγχρονιστές έλεγαν επίμονα στους Ελληνες «δανειστείτε, αγοράστε, ζήστε σαν να μην υπάρχει αύριο»

«Οι μισθοί θα φτάσουν στο επίπεδο της Κίνας και το ίδιο θα συμβεί και με τις εργασιακές και κοινωνικές συνθήκες [...]. Το χρέος πρόσφερε μια βολική πρόφαση για τη γρήγορη και βάναυση επιβολή τους και για την ηθική τους δικαιολόγηση

«Στο παρελθόν, ο «εφεδρικός στρατός» των ανέργων χρησίμευε για να συμπιέζονται οι αμοιβές. Σήμερα ο τεχνολογικός αυτοματισμός και η μεταφορά της βιομηχανίας στον αναπτυσσόμενο κόσμο έχουν κάνει την ανεργία συστημική και πολλούς ανθρώπους οικονομικά άχρηστους, περιττούς

Του Κώστα Δουζίνα*

Λέγαμε στο προηγούμενο ότι έχουμε μπει σε μια νέα εποχή αντιστάσεων με κοινές καταβολές και μορφές. Η παγκόσμια εξάπλωσή τους αποτελεί αντίδραση στις συνθήκες του ύστερου καπιταλισμού. Ας τις εξετάσουμε εν συντομία.

Πρώτον, η φύση της εργασίας έχει αλλάξει. O Μαρξ εισάγει στα νεανικά «Χειρόγραφα» την ιδέα της «γενικής διάνοιας», των δημιουργημάτων της επιστήμης και της τεχνολογίας, που παίρνουν υλική μορφή στις μηχανές. Σήμερα η «γενική διάνοια» και η «άυλη εργασία» που την εφαρμόζει έχουν γενικευτεί. Οι ιδέες, η γλώσσα, η επικοινωνία, η ίδια μας η ζωή αποτελούν κύρια παραγωγική δύναμη. Η κλασική εργατική τάξη έχει μειωθεί και η μόνιμη απασχόληση τείνει να εξαφανιστεί. Μερική, ελαστική, εκ περιτροπής απασχόληση και εργασία με το κομμάτι, μεγάλα διαστήματα ανεργίας που ακολουθούνται από σύντομα διαστήματα δουλειάς – αυτός είναι σήμερα ο κανόνας. Πρέπει να είμαστε ελαστικοί, προσαρμοστικοί, πρόθυμοι να βελτιώνουμε διαρκώς τις δεξιότητες, τις γνώσεις και τις ικανότητές μας. Στο παρελθόν, ο «εφεδρικός στρατός» των ανέργων χρησίμευε για να συμπιέζονται οι αμοιβές. Σήμερα ο τεχνολογικός αυτοματισμός και η μεταφορά της βιομηχανίας στον αναπτυσσόμενο κόσμο έχουν κάνει την ανεργία συστημική και πολλούς ανθρώπους οικονομικά άχρηστους, περιττούς. Οι εργαζόμενοι πρέπει να μαθαίνουν συνεχώς νέες γνώσεις και δεξιότητες, να είναι στη λογική τής διά βίου μάθησης και της συνεχούς κινητικότητας, που στην Ελλάδα εκφράζει με τον πιο βίαιο τρόπο η διαθεσιμότητα.

Δεύτερον, το κέρδος παίρνει δύο νέες μορφές: μίσθωμα για υπηρεσίες και τόκοι για κεφάλαια. Ο ύστερος καπιταλισμός λειτουργεί όλο και περισσότερο μέσω της κατανάλωσης που χρηματοδοτείται με δανεισμό. Τα άτομα, οι εταιρείες και τα κράτη πρέπει να δανείζονται για να ξοδεύουν. Καταναλωτικά και επιχειρηματικά δάνεια, υποθήκες και πιστωτικές κάρτες κάνουν τους περισσότερους από εμάς διαρκώς χρεωμένους. Το χρέος έχει γίνει αναπόσπαστο μέρος της ζωής. Δεν είναι λοιπόν ο μεγάλος εχθρός, όπως το παρουσιάζουν οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι, αλλά το απαραίτητο λιπαντικό της οικονομίας των υπηρεσιών. Το χρέος είναι πρώτα κοινωνική σχέση και ηθική δέσμευση και μετά οικονομικός δεσμός. Ο χρεωμένος άνθρωπος αισθάνεται κοινωνικά λειψός και ηθικά υπόλογος. Το δάνειο ελέγχει τη δράση του οφειλέτη πολύ περισσότερο απ’ ό,τι η σύμβαση εργασίας τον εργαζόμενο. Τυπικά ο οφειλέτης παραμένει ελεύθερος αλλά μόνον αν αποδεχτεί ότι η αποπληρωμή και η ηθική εξιλέωση αποτελούν προτεραιότητες ζωής. Ο χρόνος παγώνει, όποιος χρωστάει και δεν μπορεί να πληρώσει βασανίζεται, δεν μπορεί να κοιμηθεί, η αποπληρωμή γίνεται πηγή μόνιμου άγχους και φόβου. Η δυσχερής θέση πολιτών και κρατών επομένως δεν αποτελεί κρίση χρέους, αλλά αποτέλεσμα της επιθυμίας του κεφαλαίου για χρέος.

Η «επιθυμία του χρέους»

Η Ελλάδα αποτελεί υποδειγματική περίπτωση της επιθυμίας του χρέους. Μετά την είσοδο στο ευρώ, οι εκσυγχρονιστές πρόβαλαν την κατανάλωση και τον ηδονισμό ως τον βασικό τρόπο σύνδεσης του ιδιωτικού συμφέροντος με το κοινό καλό. Οι άνθρωποι άρχισαν να αντιμετωπίζονται σαν μηχανές επιθυμίας και κατανάλωσης. Τα εύκολα και φτηνά δάνεια, η δωροδοκία του κόσμου ώστε να μετατρέψει τις οικονομίες του σε ομόλογα και μετοχές, η τεχνητή αύξηση της αξίας των ακινήτων έγιναν βασικά εργαλεία οικονομικής ανάπτυξης και κριτήριο της ατομικής ευτυχίας και της κοινωνικής ανόδου. Οι εκσυγχρονιστές έλεγαν επίμονα στους Ελληνες «δανειστείτε, αγοράστε, ζήστε σαν να μην υπάρχει αύριο».

Η λιτότητα αντέστρεψε βάναυσα τις προτεραιότητες. Ο πληθυσμός διαχωρίστηκε ανάλογα με την ηλικία, το επάγγελμα, το φύλο και την υπηκοότητα και μια ριζική αλλαγή συμπεριφοράς επιβλήθηκε. Η πολιτική της προσωπικής επιθυμίας και απόλαυσης μετατράπηκε σε στρατηγική «εθνικής σωτηρίας» του DNA του έθνους, εγκαταλείποντας τους πολίτες στην ενοχή της αμαρτίας, την εσωστρέφεια της ευθύνης και την ακινησία της τιμωρίας.

Η προηγούμενη περίοδος των «παχιών αγελάδων» και η σημερινή της εξαθλίωσης οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα: τη διάλυση οικογενειών, παρεών και κοινοτήτων και την εξατομίκευση των πολιτών. Την πρώτη περίοδο αυτό πετυχαίνεται με την υποτιθέμενη ελευθερία επιλογής και ατομικής ευθύνης, τώρα με την τιμωρητική λιτότητα που μετατρέπει τον επιθετικό ατομισμό του καταναλωτισμού στον αμυντικό του χρέους. Η λιτότητα αλλάζει κάθε ανάγκη και όψη της ζωής, από τις πιο στοιχειώδεις, όπως η τροφή, το ηλεκτρικό ρεύμα και η ένδυση, μέχρι την υγεία, την εκπαίδευση, την κοινωνική ασφάλιση και τον ελεύθερο χρόνο.

Το διακύβευμα πίσω από τη λιτότητα είναι η αναδιάρθρωση του ύστερου καπιταλισμού και ο περιορισμός και έλεγχος των αντιστάσεων. Οι μισθοί θα φτάσουν στο επίπεδο της Κίνας και το ίδιο θα συμβεί και με τις εργασιακές και κοινωνικές συνθήκες, διασφαλίζοντας συγχρόνως τη συνέχιση της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Οι ευρωπαϊκές και ελληνικές ελίτ είχαν προαποφασίσει αυτές τις μεταρρυθμίσεις, οι οποίες εφαρμόζονται σταδιακά σ’ όλη την Ευρώπη με την Ελλάδα στην πρώτη γραμμή. Το χρέος πρόσφερε μια βολική πρόφαση για τη γρήγορη και βάναυση επιβολή τους και για την ηθική τους δικαιολόγηση. Οι Ελληνες αμάρτησαν και πρέπει να τιμωρηθούν. Με αυτή την έννοια, η κ. Μέρκελ λειτουργεί σαν το φροϊδικό υπερεγώ, με σαδισμό και σκληρότητα – όσο περισσότερο υπακούς τόσο περισσότερο τιμωρείσαι.

Τι είναι η βιοπολιτική;

Ο εκσυγχρονισμός και η λιτότητα αποτελούν δύο πλευρές αυτού που ονομάστηκε «βιοπολιτική» εξουσία. Σύμφωνα με τον Μισέλ Φουκό, η εξουσία οργανώνεται από τον 18ο αιώνα και μετά μέσω της πειθάρχησης πληθυσμών και σωμάτων. Εξειδικευμένοι θεσμοί, όπως τα πτωχοκομεία, τα νοσοκομεία, οι στρατώνες και οι φυλακές, υποβάλλουν τους ανθρώπους σε διαρκή παρατήρηση, ταξινόμηση και πειθαρχία. Τα μέτρα αυτά διαμορφώνουν το σώμα, τις κινήσεις και τις συμπεριφορές, κάνοντας τους ανθρώπους οικονομικά παραγωγικούς και κοινωνικά πειθήνιους. Η κοινωνία της πειθαρχίας συμπληρώνεται σήμερα από τη βιοπολιτική «κοινωνία του ελέγχου». Η άσκηση εξουσίας επικεντρώνεται στη διαχείριση και κατεύθυνση των συμπεριφορών μέσω του ελέγχου της βιολογικής ζωής. Αυτή η «βιοεξουσία» εκτείνεται από τα βάθη της συνείδησης στα σώματα του πληθυσμού και στη στοχοποίηση κοινωνικών ομάδων βάσει χαρακτηριστικών όπως το φύλο, η φυλή ή η εθνότητα. Οι τεχνολογίες που εφαρμόζονται στο κοινωνικό σύνολο συμπληρώνονται με τεχνολογίες «επιμελείας εαυτού». Οι πολίτες καλούνται να «αλλάξουν» εαυτούς μέσω πρακτικών προσωπικής «βελτίωσης» στο όνομα της ατομικής ή συλλογικής υγείας. Ας θυμηθούμε τον «καθαρισμό» των πόλεων από μετανάστες, την Ελλάδα στην «εντατική», τις οροθετικές γυναίκες που απειλούσαν τη γενετική πληροφορία των Ελλήνων. Η βιοεξουσία είναι λοιπόν διττή. Αυξάνει και βελτιώνει τις ατομικές γνώσεις και σωματικές δεξιότητες, εισάγοντας πολιτικές υγείας και παιδείας, ασφάλισης και αντιμετώπισης των ρίσκων της ζωής. Τα διάφορα σεμινάρια επιμόρφωσης, τα ΕΣΠΑ και τα stages αποτελούν στρατηγικές που δημιουργούν την αίσθηση «ελευθερίας επιλογών», λειτουργώντας ταυτόχρονα νομιμοποιητικά για την εξουσία που εμφανίζεται ως συνεργάτης και αρωγός του πολίτη.

Η ευθύνη της Αριστεράς

Η βιοπολιτική έχει στόχο τη διαχείριση πληθυσμών και ατόμων μέσω κατηγοριών που τα ομογενοποιούν και επιτρέπουν την εφαρμογή πολιτικών κλίμακας. Αλλά μια εξουσία που ελέγχει τις συμπεριφορές και τα συναισθήματα είναι σχετικά αδιάφορη απέναντι στις ιδέες. Οι παραδοσιακές θεωρίες για την ιδεολογία ή την ηγεμονία έχουν χάσει λοιπόν σε κάποιο βαθμό την αξία τους, καθώς το συναίσθημα, η σωματική πειθαρχία, η υπάκουη συμπεριφορά και η σωστή διαγωγή είναι πιο σημαντικά στοιχεία για την ενσωμάτωση από την ιδεολογική ευθυγράμμιση. Ενας αριστερός, κομμουνιστής ή αναρχικός δεν ενοχλεί αν ακολουθεί τους κυρίαρχους τρόπους κατανάλωσης και συμπεριφοράς.

Αν η ηγεμονία λειτουργεί σαν έλεγχος της διαγωγής, η αντι-ηγεμονία προσπαθεί να υπονομεύσει τα κυρίαρχα πρότυπα συμπεριφοράς και να δημιουργήσει νέες υποκειμενικότητες. Αυτός είναι ο ρόλος των σύγχρονων αντιστάσεων. Αποσπούν δράσεις, συμπεριφορά και διαγωγή από το καλούπι της πολιτικής οικονομίας των υπηρεσιών, της κατανάλωσης και του χρέους και υπονομεύουν την ηθική οικονομία της ατομικής ευθύνης και της υποτιθέμενης ελευθερίας επιλογής. Η ανυπακοή μεταμορφώνεται από προσωπική ηθική πράξη σε συλλογική πρακτική χειραφέτησης.

Εδώ βρίσκεται η στρατηγική μιας εν δυνάμει νικηφόρας Αριστεράς που πρέπει να μπολιαστεί από τις πρακτικές των κινημάτων, της άμεσης δημοκρατίας, του ανοίγματος στην κοινωνία και τις δικτυώσεις. Ο λόγος της Αριστεράς πρέπει να αρχίσει να οριοθετεί την ατζέντα αντί να ακολουθεί τη θεματολογία άλλων. Να εγκαταλείψει τον στείρο οικονομισμό και να αναλάβει την ευθύνη μιας νέας πολιτικής, ηθικής και πολιτισμικής αναγέννησης. Αλλά οι αριστεροί δεν απέφυγαν την πειθάρχηση και εξατομίκευση του βιοπολιτικού καπιταλισμού. Η προσκόλληση σ’ έναν μαρξισμό παλιάς κοπής που απέτυχε παταγωδώς, η ανικανότητα να προσαρμοστούν η θεωρία και η στρατηγική στις σύγχρονες συνθήκες και τους τρόπους εργασιακής οργάνωσης, οι ναρκισσιστικές επιθέσεις σε όσους δεν συμφωνούν με το δόγμα αποτελούν τις αριστερές «παράπλευρες απώλειες» στην εποχή της βιοπολιτικής. Εδώ μπορούμε να ανιχνεύσουμε τον πιο σημαντικό λόγο για τη σχετική αδυναμία της Αριστεράς σήμερα. Αλλά γι’ αυτά σε επόμενο.

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

* Καθηγητής της Νομικής, αντιπρύτανης και διευθυντής του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Ερευνών στο Κολέγιο Μπίρκμπεκ του Πανεπιστημίου του Λονδίνου


Δεν υπάρχουν σχόλια: