Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

Κωστής Παπαγιώργης: 1947-2014 Απληστος για ζωή και γράμματα ("Εφημερίδα των Συντακτών" 24/3/2014)

......................................................


24/03/14
 
Κωστής Παπαγιώργης: 1947-2014

Απληστος για ζωή και γράμματα

Υπήρξε μοναδική περίπτωση συγγραφέα-δοκιμιογράφου και μεταφραστή, που έσκυψε πάνω στις πιο υψηλές σκέψεις και τις πιο αμφιλεγόμενες σελίδες της ιστορίας μας, φέρνοντάς τες κοντά στο πλατύ κοινό. Με το ίδιο πάθος ανέλυσε το σώμα του και την ψυχή του. 
  
Υπήρξε μοναδική περίπτωση συγγραφέα-δοκιμιογράφου και μεταφραστή, που έσκυψε πάνω στις πιο υψηλές σκέψεις και τις πιο αμφιλεγόμενες σελίδες της ιστορίας μας, φέρνοντάς τες κοντά στο πλατύ κοινό. Με το ίδιο πάθος ανέλυσε το σώμα του και την ψυχή του. Ο θάνατός του σε ηλικία 67 χρόνων σκόρπισε συγκίνηση

* Ισως πρόκειται για τη μοναδική περίπτωση δοκιμιογράφου που είδε τα έργα του να γίνονται μπεστ σέλερ, να διαβάζονται και να αγαπιούνται τόσο πολύ. Αυτά που ο ίδιος αποκαλούσε χωρίς καμιά επιτήδευση «βιβλιαράκια» και «κειμενάκια»…

Της Εφης Μαρίνου

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ

"Να είσαστε όλοι εκεί» έγραψε στο πίσω μέρος ενός χάρτινου σελιδοδείκτη, που ακούμπησε πάνω στο γραφείο του, λίγες ώρες πριν φύγει από το σπίτι για το νοσοκομείο, από το οποίο δεν επέστρεψε ποτέ.

Ο συγγραφέας και μεταφραστής Κωστής Παπαγιώργης σε ηλικία 67 ετών το βράδυ της 21ης Μαρτίου έφυγε από τον κόσμο των ζωντανών. Αλλά «Ο τεθνεώς έχει τον τρόπο του να παραμένει άταφος», όπως έγραφε ο ίδιος: «Η μνήμη του νεκρού είναι αφ’ εαυτής θρήσκευμα. Και η προσευχή, στη βαθύτερη αίτησή της, μόνο σαν διάλογος με κάποιον νεκρό μπορεί να τελεστεί. Ο άνθρωπος γνωρίζει να διαλέγεται μόνο με ανθρώπους – αδιάφορο αν είναι ζωντανοί ή νεκροί»…

Ηταν μοναδικός και μοναχικός. Ενας πραγματικά διανοούμενος, μια αταίριαστη στα ειωθότα φυσιογνωμία, που μπόλιασε την ελληνική λογοτεχνία με την πρωτότυπη σκέψη, την ξεχωριστή γλώσσα, το στοχαστικό και οξυδερκές πνεύμα του. Ενας πραγματικός «μερακλής του γραψίματος», όπως τον έχουν χαρακτηρίσει.

Επιρρεπής στην αυτοκαταστροφή, εμμονικός, ιδιόρρυθμος, παράξενος, εσωστρεφής, αγοραφοβικός, πάσχων; Μόνο ο ίδιος μπορούσε να μιλήσει για τον εαυτό του και με τον πιο πρωτότυπο, τον πιο βαθύ, τον πιο καίριο τρόπο. Μόνο εκείνος μπορούσε να ψηλαφίσει τις αναρίθμητες διαστάσεις της ψυχής και του σώματος, την πολυπλοκότητα του φόβου, του ιδιώματος του φόβου, και να γράψει γι” αυτά σε μια γλώσσα που δεν αποθαρρύνει κανέναν αναγνώστη. Γλώσσα λόγια, αλλά χωρίς ακαδημαϊσμούς, πλούσια αλλά μετρημένη, με εύστοχες παραπομπές, έξοχα βιωματική, γεμάτη εικόνες και μεταφορές. Ισως πρόκειται για τη μοναδική περίπτωση δοκιμιογράφου που είδε τα έργα του να γίνονται μπεστ σέλερ, να διαβάζονται και να αγαπιούνται τόσο πολύ. Αυτά που ο ίδιος αποκαλούσε χωρίς καμιά επιτήδευση «βιβλιαράκια» και «κειμενάκια»…

Σπουδές που δεν τελείωνε ποτέ

Ο Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου (αυτό ήταν το πραγματικό του όνομα) γεννήθηκε το 1947 στο Νεοχώρι Υπάτης του νομού Φθιώτιδoς, όπου υπηρετούσε ο πατέρας του ως δάσκαλος. Από το 1951 ώς το 1960 έζησε στην Παραλία Κύμης. Το 1966 δοκίμασε την αντοχή του ως φοιτητής της Νομικής στη Θεσσαλονίκη. Τα παράτησε έπειτα από έναν χρόνο και το 1969 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι με σκοπό να σπουδάσει κλασική και σύγχρονη Φιλοσοφία.

Παρακολούθησε για δύο χρόνια μαθήματα Φιλοσοφίας στη Βενσέν (με τους Ντελέζ, Λιοτάρ, Σατελέ), τα οποία στη συνέχεια εγκατέλειψε. Δεν ολοκλήρωσε τελικά ούτε τις σπουδές Νομικής ούτε της Φιλοσοφίας. Οταν επέστρεψε στην Ελλάδα, το 1975, άρχισε να μεταφράζει σημαντικούς φιλοσόφους όπως Σαρτρ, Ντεριντά, Κίρκεγκορ, Πασκάλ, Φουκό.

Απληστος και διεισδυτικός αναγνώστης -είναι γνωστές οι ιστορίες πώς «προμηθευόταν» βιβλία στο Παρίσι τα οποία επέστρεφε για να «δανειστεί» άλλα-, αφοσιώνεται στα γραψίματά του. Επειτα από ένα μεγάλο διάστημα κραιπάλης, η ζωή του παίρνει άλλη ρότα. Η αγαπημένη του Ράνια Σταθοπούλου, η μετέπειτα γυναίκα του, παίζει καθοριστικό ρόλο.

Και τότε αρχίζει να γράφει. Και βέβαια από πού θα άρχιζε αν όχι από το προσωπικό βίωμα, εξιστορώντας το πώς και το γιατί αυτού του ακατάπαυστου σερί μεθυσιών μέχρι που «κλάταρε», όπως έχει πει ο ίδιος; Το βιβλίο του «Περί μέθης» έγινε μεγάλη επιτυχία.

Μετά το τύφλα

Δεν του άρεσε να μιλάει για την πρώτη φάση της ζωής του, την εποχή του πιώματος. αλλά η κουβέντα συχνά στριφογύριζε εκεί:

«Μετά το τύφλα; Μετά το τύφλα… γίνεσαι ένας εστέτ της δυστυχίας – και την εμπορεύεσαι. Αυτό γίνεσαι… Κι υπάρχει πάντα η ψευδαίσθηση ότι η καινούργια μέρα κάτι θα φέρει. Σαν να σκάβεις στο σκοτάδι και να λες “κάτι θα βρω”… Είναι μια αίσθηση ηττημένου από τη ζωή την ίδια», λέει σε παλιά του συνέντευξη στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο. Και συνεχίζει: «Η ζωή έχει τρομακτική καύλα – για όλους, για τους πάντες. Βλέπεις, άνθρωποι ανάπηροι που έχουν μείνει με το ένα δαχτυλάκι και τρώνε με το δαχτυλάκι… Και δεν ζει κανείς σκεπτόμενος διαρκώς το θάνατο, όσο φιλόσοφος κι αν είναι. Ο θάνατος είναι μια πένθιμη σκέψη που έρχεται και φεύγει – χωρίς να ορίζει τη ζωή».

Περιγραφή αγοραφοβίας

Ακολούθησαν τα βιβλία «Σωκράτης, Ο νομοθέτης που αυτοκτονεί» και στη συνέχεια δοκίμια για την ζηλοτυπία, τη μισανθρωπία, τον θάνατο, την αφοσίωση, την αγοραφοβία: «Ιμερος και κλινοπάλη», «Λάδια ξίδια», «Η κόκκινη αλεπού/Οι ξυλοδαρμοί», «Ζώντες και τεθνεώτες», «Σιαμαία και ετεροθαλή», «Μυστικά της συμπάθειας», «Σύνδρομο αγοραφοβίας».

Ιδού ένα απόσπασμα από την περιπέτεια της αγοραφοβίας του: «Η σκέψη που μου έκοβε κυριολεκτικά τα ήπατα ήταν η μακάβρια πιθανότητα ότι θα μπορούσε -άγνωστο πώς- να βρεθώ μόνος και αβοήθητος στο κέντρο της πόλης. Δοκίμαζα να παρακολουθήσω νοερά τον εαυτό μου να βαδίζει μόνος στην Πανεπιστημίου και να στρίβει -φυσικότατα καθημερινά, όπως όλος ο κόσμος- προς την Κλαυθμώνος ή τη Βουκουρεστίου κι έσπερνα μέσα μου τον πανικό. Πίστευα ότι διέπραττα ένα βαρύ αμάρτημα. Στο επόμενο βήμα θα έπρεπε να σωριαστώ, το πόδι μου κινδύνευε να ακινητοποιηθεί στον αέρα, ολόκληρο το κορμί νόμιζα ότι θα εξαερωθεί για ν” αποφύγει τη δεινή δοκιμασία».

Παπαδιαμάντης και Ντοστογιέφσκι

Ο Κωστής Παπαγιώργης ασχολήθηκε με δυο μεγάλες λογοτεχνικές αγάπες του, «Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ» για τον Παπαδιαμάντη και «Ντοστογιέφσκι», έγραψε τα δοκίμια «Η ομηρική μάχη» και «Ο Χέγκελ και η γερμανική επανάσταση». Το «Γεια σου Ασημάκη» είναι αφιερωμένο σ” έναν αγαπημένο του φίλο που έφυγε νωρίς: τον Χρήστο Βακαλόπουλο.

Για το πρώτο μέρος της τριλογίας του που αφορά την Επανάσταση του 1821, «Κανέλλος Δεληγιάννης», βραβεύτηκε το 2002 με το Κρατικό Βραβείο Χρονικού Μαρτυρίας. Ακολούθησαν «Τα καπάκια: Βαρνακιώτης, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος» (2003) και ο «Εμμανουήλ Ξάνθος» (2005). Είχε εκδώσει το θεωρητικό περιοδικό «Χώρα» και συνεργάστηκε με περιοδικά και εφημερίδες («Αθηνόραμα», «Αντί», «Το Δέντρο», «Επενδυτής», «Lifo»). Τα κείμενά του κέρδιζαν τον θαυμασμό.

Ο Κωστής Παπαγιώργης ταλαιπωρήθηκε πολύ όλο αυτό το διάστημα στο νοσοκομείο, δίνοντας μια μάχη με την αρρώστια που βαθιά μέσα του ήξερε ότι θα τον νικήσει. Τη μάχη που σπρώχνει κάθε άνθρωπο να εγκαταλείψει όσο μπορεί αργότερα αυτό τον κόσμο. Αλλά και γι” αυτό είχε γράψει στους «Ζώντες και τεθνεώτες»: «“Αν δεν με αφήσετε να πεθάνω είστε δολοφόνος!”, λένε πώς είπε ο Κάφκα στο γιατρό του ο οποίος, ιδία βουλήσει, πάσχιζε να τον κρατήσει στη ζωή με κάθε μέσο. Τα γνωρίσματα αυτής της δολοφονικής τακτικής, η πάση θυσία παράταση της ζωής, σήμερα πια αποτελούν κυρίαρχη κατάσταση. Δεν αφήνουμε τους ανθρώπους να πεθάνουν, δεν τους αναγνωρίζουμε κανένα όριο στο χρόνο, κανένα δικαίωμα να βυθιστούν στην εκμηδένιση. Τους κρατάμε ζωντανούς έστω κι αν είναι υπέργηροι, ανάπηροι, σε κακά χάλια, ζωντανά πτώματα που ανασαίνουν με συσκευές και με φλέβες που δέχονται ξένο αίμα».

Αραγε τι θα έλεγε ο Παπαγιώργης για όλα αυτά που προσπαθούμε να συντάξουμε σε μερικές αράδες αφιερωμένες γι” αυτόν, λίγες μέρες μετά τον θάνατό του; «Τους μαλάκες…», σαν να τον ακούω… Αλλωστε ο ίδιος είχε γράψει στους «Ζωντανούς και τεθνεώτες» πριν από εμάς γι” αυτή την ώρα, αλλά και για την ώρα όλων μας: «Το μόνο βέβαιο, φιλικό και παραμόνιμο που διαθέτει η σημερινή συνείδηση είναι η σκέψη των νεκρών. Στον κόσμο της ισχύος και της δυνάμεως, μόνον οι ανυπόστατες σκιές προσφέρουν κάποια παραμυθία».

…………………………………………………..

Ταβέρνες και Παναθηναϊκός

Ο Κωστής Παπαγιώργης δεν ζούσε βίο διανοούμενου, κάτι τέτοιο δεν ταίριαζε έτσι κι αλλιώς στην ιδιοσυγκρασία του. Ο κόσμος του καφενείου, των εξαρχειώτικων στεκιών, της ταβέρνας, όριζε τον κύκλο της καθημερινής του δραστηριότητας. Δεν είχε γύρω του αυλή «οπαδών του συγγραφέα», αλλά κάποιους διαλεχτούς φίλους από διάφορα κοινωνικά μετερίζια… Ειδικά τα τελευταία χρόνια που είχε καταρριφθεί και το τελευταίο αμαρτωλό προπύργιο -το κάπνισμα- η ζωή του είχε γίνει απλή.

Ο άνθρωπός του, η Ράνια, το παιδί της που έγινε παιδί του, η καθιερωμένη έξοδος στην ταβέρνα του Κώστα στα Πετράλωνα, και φυσικά το ποδόσφαιρο. Υπήρξε φανατικός βάζελος και προληπτικός σε κάθε αγώνα. Ευτυχώς για εκείνον -…δυστυχώς για εμάς-, πήρε τη μεγάλη χαρά της τριάρας που έφαγε ο Ολυμπιακός από την ομάδα του μέσα στο «Καραϊσκάκης» κι αργότερα στην έδρα της Μάντσεστερ…

Δεν υπάρχουν σχόλια: