Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

"Το τζάκι και πώς να μην το ανάβετε" του Νίκου Σαραντάκου (17 Δεκ 2013 | tvxsteam tvxs.gr)

............................................................

Το τζάκι και πώς να μην το ανάβετε

tvxs.gr/node/145393
 
 
Φωτογραφία: Μενέλαος Μυρίλλας/FosPhotos
 
Προχτές είχαμε αιθαλομίχλη στο λεκανοπέδιο Αττικής, με αποτέλεσμα τα Υπουργεία Υγείας και Περιβάλλοντος, σε κοινή τους ανακοίνωση, να απευθύνουν στους πολίτες έκκληση για περιορισμό της “άσκοπης χρήσης τζακιών” μέχρι σήμερα το πρωί. Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που γίνονται παρόμοιες συστάσεις -μάλιστα, πριν από δύο μήνες είχε γραφτεί, μάλλον στα σοβαρά, ότι το Υπουργείο Περιβάλλοντος σχεδιάζει να επιβάλει δακτύλιο στα τζάκια, δηλαδή να καθιερώσει την εκ περιτροπής χρήση των τζακιών, όπως γίνεται δηλαδή με τα αυτοκίνητα, που μπαίνουν στον δακτύλιο του κέντρου της Αθήνας εκ περιτροπής, τη μία μέρα τα μονά και την άλλη τα ζυγά. Του Νίκου Σαραντάκου
Φυσικά, ένα τέτοιο μέτρο για τα τζάκια θα είχε ανυπέρβλητες ίσως πρακτικές δυσκολίες για να οργανωθεί και πολύ περισσότερο στην επιτήρησή του, και ίσως γι’ αυτό δεν προχώρησε -ενώ θα έδινε και άφθονο υλικό στους επιθεωρησιογράφους και τους γελοιογράφους, όχι ότι δεν έχουν δηλαδή έτσι κι αλλιώς. Τα σπίτια με μονό αριθμό θα είχαν δικαίωμα να ανάβουν τζάκι τις μονές μέρες, και με ζυγό αριθμό τις ζυγές, ενώ κλιμάκια επιθεωρητών θα περιπολούσαν την Αθήνα για να εντοπίσουν τις παραβατικές καμινάδες  -βέβαια, κατά την περίοδο των γιορτών η αποστολή αυτή θα μπορούσε να ανατεθεί στον Άγιο Βασίλη, σε συνδυασμό με το μοίρασμα των δώρων.
Τα τζάκια λοιπόν, που από διακοσμητικό μάλλον στοιχείο έχουν αρχίσει, από τον περσινό κιόλας χειμώνα, να χρησιμοποιούνται και για τον αρχικό τους σκοπό, τη θέρμανση δηλαδή, μαζί με τις ξυλόσομπες και τις άλλες θερμαντικές συσκευές που έγιναν, ή φαίνονται πως έγιναν, οικονομικότερες ύστερα από τη βάναυση αύξηση της τιμής του πετρελαίου θέρμανσης πέρυσι. Κι έτσι, ολοένα και περισσότερες πολυκατοικίες αποφασίζουν να μη βάλουν πετρέλαιο τον χειμώνα, κι έτσι ξανάπιασαν δουλειά τα τζάκια.
Εμείς βέβαια εδώ λεξιλογούμε, οπότε θα παρατηρήσουμε ότι η λέξη “τζάκι” είναι υστεροβυζαντινό δάνειο από τα τούρκικα (ocak), που αρχικά πέρασε στην ελληνική γλώσσα ως “οτζάκιον” και “οτζάκι”, και με τον καιρό, από τη συμπροφορά με το άρθρο (τ’ οτζάκι – το τζάκι) έχασε το άτονο αρκτικό της φωνήεν. Οι παλιότερες ελληνικές λέξεις είναι η πολύσημη “εστία”, ή αλλιώς στια και παραστιά, γωνιά και παραγώνι, λέξεις που ακούγονται πολύ λιγότερο σήμερα.
Όπως και η λέξη “εστία” πήρε πολλές σημασίες, έτσι και η λέξη “τζάκι” πολύ γρήγορα έφτασε να σημαίνει όχι μόνο το μέσο θέρμανσης, αλλά και το σπίτι, και την οικογένεια. Κι επειδή τζάκια, και μάλιστα μεγάλα και επιβλητικά, είχαν κυρίως οι εύποροι, αφού οι παρακατιανοί κυρίως με σόμπες και μαγκάλια βολεύονταν, η λέξη “τζάκι” έφτασε να σημαίνει τις ισχυρές και επιφανείς οικογένειες ενός τόπου. “Είναι από τζάκι”, λέμε για έναν γόνο αρχοντικής οικογένειας, ή, ακόμα σαφέστερα, “από μεγάλο τζάκι”.
Τη σημασία αυτή τη βρίσκουμε ήδη στον Μακρυγιάννη, όπου μάλιστα διατηρείται ο τύπος “οτζάκι”, αλλά πρέπει να είναι παλαιότερη. Γράφει κάπου ο Μακρυγιάννης ότι κάποιος “είχε πάγει στην Κόρθο, να συβιβάσει τα οτζάκια των Νοταράδων, ότι τρώγονταν”, δηλαδή να συμφιλιώσει δυο παρακλάδια της μεγάλης αυτής οικογένειας. Κι αλλού δυσφορεί που “Κι εγώ πρέπει να υπομένω και να θυσιάζω εις τα οτζάκια”, δηλαδή στους άρχοντες. Και πιο χαρακτηριστικά, όταν κινδύνευε να πέσει η Ακρόπολη και οι Νοταράδες πάλι τρώγονταν γιατί ήθελαν κι οι δυο την ίδια γυναίκα, γράφει ο Μακρυγιάννης: “Κι ο καβγάς τους ποιος ήταν; Ήθελαν να πάρουν μια γυναίκα και την θέλαν και οι δυο. Το χωριό καίγεταν και η γριά λαμπροχτενίζεταν. Παντού εις την πατρίδα Τούρκοι, και το κάστρο των Αθηνών, οπού ήταν η ελπίδα της Ελλάδος, κιντύνευε και σαν χάνεταν αυτό, και η πατρίς κακή τύχη είχε -τα οτζάκια καύλωναν”.
Πιο κοντά στην εποχή μας, εξακολουθούσαμε να λέμε “τα τζάκια” τις μεγάλες και ισχυρές επιχειρηματικές οικογένειες, που διεύθυναν, συχνά από το παρασκήνιο, τις τύχες του τόπου, ενώ “νέα τζάκια” ονομάστηκαν, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, οι νέοι ισχυροί επιχειρηματίες που αναδείχτηκαν κατά την περίοδο της διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ μετά το 1981.
Μια παλιά παροιμιώδης έκφραση, που ίσως έχει ξεχαστεί, για κάποιον που διαρκώς μετακινείται και αλλάζει επάγγελμα ή τόπο κατοικίας, είναι “δεν πιάνει το τζάκι του στάχτη” -γιατί, για να πιάσει στάχτη, πρέπει να δουλέψει αρκετόν καιρό. Και “είδε κι έπαθε να πιάσει στάχτη το τζάκι του”, δηλαδή να στεριώσει σ’ έναν τόπο. Υπάρχει και μια άλλη έκφραση όπου το τζάκι συμμετέχει έμμεσα, χωρίς να χρησιμοποιείται η λέξη: πρόκειται για την έκφραση αποπομπής “άδειασέ μου τη γωνιά”. Η γωνιά εδώ δεν είναι άλλη από τις δυο θέσεις, από τη μια κι από την άλλη μεριά του τζακιού, που θεωρούνταν οι πιο τιμητικές και γι’ αυτό εκεί κάθονταν οι γηραιότεροι ή οι μουσαφίρηδες. Όταν ο επισκέπτης γινόταν φορτικός και τον έδιωχναν, τον καλούσαν να φύγει από τη γωνιά, να την αδειάσει.
Το τζάκι το βρίσκουμε και σε πολλά τραγούδια, από το παιδικό χριστουγεννιάτικο “Στη γωνιά μας κόκκινο το αναμμένο τζάκι“, ίσαμε το “Μες στης αγαπης μας το τζάκι” του Καζαντζίδη, περνώντας από το ελαφρό μεταπολεμικό “Κοντά στο τζάκι“, αλλά η δική μου προτίμηση είναι ένα τραγούδι που δεν έχει τη λέξη στον τίτλο του, εννοώ το “Πολύ αργά” του Χιώτη, όπου και οι στίχοι: Στης αγάπης μας το τζάκι, ήρθε άλλος με μεράκι, κι έχει ανάψει τη φωτιά, είναι αργά, πολύ αργά”. Το βρίσκουμε και σε ποιήματα -θα θυμηθώ τον Βάρναλη, που σήμερα είναι η επέτειος του θανάτου του πριν από 39 χρόνια, και απόψε στις 8.15 παρουσιάζεται στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών το βιβλίο “Γράμματα από το Παρίσι” σε δική μου επιμέλεια, ο οποίος, σε ένα διάσημο ποίημά του παρουσιάζει τους “σαράντα βωδινούς σβέρκους”, ύστερα από ένα πλούσιο γεύμα, να “Κι απέ ρεβάμενοι βαθιά ξαπλώσανε στο τζάκι κι αβάσταγες ενιώσανε φαγούρες στο μπατζάκι.”.
Το αναμμένο τζάκι, βλέπετε, παλιότερα ήταν ένδειξη πλούτου. Γράφει ο Καζαντζάκης στο “Ο Χριστός ξανασταυρώνεται”: …δίπλα από τους ανθρώπους που κρυώνουν και πεινούν <…> [είναι] άλλοι που τρων τον αβλέμονα, κι είναι πάντα αναμμένα τα τζάκια τους. Σήμερα, πολλοί το ανάβουν, το τζάκι ή ακόμα περισσότερο τη σόμπα, σαν λύση ανάγκης, που βέβαια δεν είναι ούτε οικολογική ούτε αποδοτική, αλλιώς δεν θα ήταν λύση ανάγκης. Το υπουργείο καλεί να μην ανάβουμε τζάκι “άσκοπα”, αλλά τι σημαίνει, άραγε, “άσκοπα”; Όταν απλώς κρυώνει κάποιος, θεωρείται σκόπιμη η χρήση ή πρέπει να ξεπαγιάσει για να δικαιολογείται το άναμμα; Και πρέπει τάχα να νιώθει ενοχές όποιος ανάβει τζάκι όχι όπως ο μεγαλοαστός για διασκέδαση (ενώ δίπλα δουλεύει το καλοριφέρ στο φουλ) αλλά από ανάγκη, για να ζεσταθεί; Και δεν θα ήταν πιο αποτελεσματικό (αλλά και προσοδοφόρο για τον δημόσιο κορβανά) να ακυρωθεί η ανόητη απόφαση για τον φόρο στο πετρέλαιο θέρμανσης, να μπορέσει περισσότερος κόσμος να αγοράσει πετρέλαιο;
Εκτός κι αν το επόμενο βήμα θα ήταν, για λόγους οικολογικούς φυσικά, να επιβληθεί και φόρος στα αναμμένα τζάκια, κάτι που μπορεί να λανσαριστεί και ως επιστροφή στα δοξασμένα χρόνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας, όταν υπήρχε “το καπνικόν”, ο φόρος στις καμινάδες, δηλαδή στα νοικοκυριά, τὸ εἰς τὸ βασιλικὸν ταμιεῖον εἰσαγόμενον δημόσιον τέλος, ὃ καπνικὸν καλεῖν εἰώθασιν, που το μάζευαν οι καπνικάριοι, ιδιώτες στους οποίους το κράτος εκχωρούσε το δικαίωμα συλλογής του φόρου, που κάποιος από αυτούς θα έχτισε και την Καπνικαρέα. Τότε θα σβήσουν τα τζάκια και οι φτωχοί θα ξεπαγιάζουν στο εξής άοσμα, χωρίς να ενοχλούν και τους υπόλοιπους, που δεν φταίνε τίποτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: