Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

"Η Ανάσταση του Παύλου" του Νίκου Ξυδάκη ("Καθημερινή", 29/9/2013) *Χωρίς την επίμαχη φωτογραφία αλλά με σχόλιο

...........................................................

Σχολιάζω προκαταβολικά: Όπως βλέπετε 2 αναρτήσεις πιο κάτω ανάρτησα την επίμαχη φωτογραφία του θρήνου της κοπελιάς του Παύλου Φύσσα τη στιγμή που τον έχει στην αγκαλιά της νεκρό. Πριν απ' όλα επίσης σπεύδω να συμφωνήσω με το νεκρώσιμο του Νίκου Ξυδάκη από την "Καθημερινή" της Κυριακής 29/9/2013 που επαναλαμβάνω χωρίς τη φωτογραφία για όσους δεν αντέχουν να την βλέπουν. Αλλά επέλεξα να αναρτήσω τη φωτογραφία και για έναν άλλο λόγο που δεν αναφέρει ο καλός αρθρογράφος. Πολύς καθωσπρεπεισμός έχει πέσει τα τελευταία χρόνια σε σχέση με τον "σεβασμό των προσωπικών δεδομένων". Ατάραχοι πορευόμαστε από τότε που εφαρμόζεται η σχετική νομοθεσία. Έχουν συμβεί τόσα και τόσα τα τελευταία χρόνια, αλλά απαθείς παρακολουθούμε χωρίς να ταραζόμαστε, και κυρίως χωρίς να μπορούμε να σταματήσουμε (να διακόψουμε έστω) αυτήν την σειρά των ταπεινώσεων που συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας και που έχουν εγκαταστήσει ένα σκοτάδι στις ψυχές και στα μυαλά μας. Συμπολίτες μας δεν έχουν φως στο σπίτι τους, άλλοι δεν έχουν δουλειά και σύρονται στην αναξιοπρέπεια να ζουν με τις πενιχρές συντάξεις των γονιών τους, τα παιδιά μας λιποθυμούν στα σχολειά απο την πείνα, άλλοι επαιτούν, πολλοί ψάχνουν στα σκουπίδια, άλλοι είναι άστεγοι (κι έρχεται βαρύς, λέει, χειμώνας...), άλλοι θέτουν τέρμα στη ζωή τους γιατί δεν αντέχουν άλλο την ντροπή. Και τώρα δολοφονούνται (όχι μόνο τώρα, αλλά και πιο πριν, αλλά κάναμε πως δεν βλέπαμε και δεν ακούγαμε, γιατί τα θύματα ήταν ξένοι - σιγά μην τους θρηνούσαμε) και σοκαριστήκαμε από την φωτογραφία της φυλλάδας του ανεκδιήγητου Θέμου! Που ηλιθιωδώς σκανδαλοθηρικά δημοσιεύει ό,τι μας καταξιώνει ως ανθρώπους: το θρήνο μιας κοπέλας που έχει αγκαλιά τον αγαπημένο της, κι αν δεν σας αρέσει η ρομαντική έκφραση, τον γκόμενό της. Αυτή η αγκαλιά είναι που πραγματώνει την αγάπη, γιατί λέει "ότι το μαχαίρι που μπήκε στο σώμα σου Παύλο μου, μπήκε και στο δικό μου σώμα, είμαι κι εγώ, μαζί σου, νεκρή", καταργεί δηλαδή τα όρια της ατομικότητάς της στην πράξη και παραδίνει τον Παύλο στην αθανασία. Όλα τα άλλα είναι ψυχρές διεκπεραιώσεις των γραφείων κηδειών που "πολιτισμένα" διαχειρίζονται το αδιανόητο του θανάτου. 



Η Ανάσταση του Παύλου*

Του Νίκου Ξυδάκη



Ένα παλικάρι πεσμένο στον δρόμο, σαν να κοιμάται στην αγκαλιά της κοπέλας του, ταξιδεύοντας με πλοίο για τα νησιά. Μόνο το κλαμένο πρόσωπο της κοπέλας, λίγο αίμα στο γόνατο και το αίμα στο πεζοδρόμιο προδιαθέτουν για κάτι κακό, ίσως αναπότρεπτα κακό. Το παλικάρι είναι ο Παύλος Φύσσας, ο Killah P, λίγο πριν ξεψυχήσει χτυπημένος δόλια από μαχαίρι ναζιστή, η θρηνούσα κοπέλα είναι η Χρύσα, η κοπέλα του. Είναι η πρώτη ώρα της 18ης Σεπτεμβρίου 2013.
Η δημοσίευση της φωτογραφίας προκάλεσε κύματα διαμαρτυρίας, θεωρήθηκε σπίλωση της μνήμης του νεκρού. Οχι. Η εικόνα της θυσίας δεν αμαυρώνει την τιμή και τη μνήμη του Παύλου. Το μέσον δεν είναι το μήνυμα. Το ρυπαρό δοχείο δεν είναι το λάμπον σπαρακτικό περιεχόμενο. Συγχέουμε το εικονιζόμενο με την κορνίζα του.
Ο πεσμένος κοιμώμενος Παύλος στην αγκαλιά της Χρύσας, η εικόνα τους, είναι μια σύγχρονη εκδοχή του Χριστού του Πάθους, της Πιετά, της Σταύρωσης, της θυσίας του αμνού και της θυσίας του ήρωα, μια εικόνα που διατρέχει την ιστορία του πολιτισμού, από την Ιλιάδα έως το Ευαγγέλιο, μια εικόνα γονιμοποιός και παρηγορητική, μια εικόνα που νικά τον θάνατο και την κακία.
Το πρώτο που μου ήρθε στο νου μόλις είδα τον πεσμένο Παύλο στην αγκαλιά της Χρύσας, ήταν η φωτογραφία της 9ης Μαΐου 1936: ένα άλλο παλικάρι, ο Τάσος Τούσης, κείτεται άψυχος σε μια πόρτα με τα χέρια ανοιχτά, σταυρικά, στη διασταύρωση Βενιζέλου και Εγνατίας, στη Θεσσαλονίκη, και από πάνω η μάνα του τον θρηνεί με ξέμπλεκα μαλλιά. Από αυτή την εικόνα της θυσίας και του ιερότερου των θρήνων, ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος έγραψε τον Επιτάφιο, στα χνάρια των Εγκωμίων της Μεγάλης Παρασκευής, των δημοτικών τραγουδιών και της αρχαίας τραγωδίας: «Ησουν καλός κι ήσουν γλυκός / κι είχες τις χάρες όλες». Είναι μια εικόνα που σφραγίζει τον ελληνικό εικοστό αιώνα, ψυχικά, πνευματικά, πολιτισμικά. Μια εικόνα που μας θυμίζει διαρκώς ποια θηρία είμαστε και ταυτοχρόνως τι άγγελοι θα μπορούσαμε να γίνουμε. Ετσι και η εικόνα του Παύλου.
Δεύτερη μου ήρθε στο νου η φωτογραφία του νεκρού Τσε στη Βολιβία, αυτή που εντέλει τον έκανε αθάνατο και αιώνια νέο. Το σώμα του κείτεται άψυχο, ύπτιο, στην μπετένια γούρνα, τα μάτια του είναι ανοιχτά, ένας στρατιώτης αγγίζει τα μακριά του μαλλιά, ένας άλλος αγγίζει τον θώρακά του. Σαν τον Χριστό του Μαντένια, όπως παρατήρησε προσφυώς ο Τζον Μπέργκερ, το 1975, και συμπλήρωσε ο καθηγητής Νίκος Χατζηνικολάου στην έξοχη σχετική έκθεση του 2003, στο Ρέθυμνο.
Ο Τσε Γκεβάρα είναι στα τριάντα του, με μακριά μαλλιά και γένια, υπερασπιστής κατατρεγμένων, όταν εικονίζεται νεκρός, δολοφονημένος και θυσιασμένος, σαν τον Χριστό που εικονίζει ο Μαντένια μετά την Αποκαθήλωση και κάθε ζωγράφος που εικόνισε το Πάθος, τη Σταύρωση και την Αποκαθήλωση ανά τους αιώνες. Στα τριάντα του είναι και το γενειοφόρο παλικάρι, ο ποιητάρης κατά της αδικίας, ο τραγουδιστής του «Σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ», ο Παύλος που κοιμάται στον μόλις ματωμένο δρόμο της Αμφιάλης.
Η εικόνα του πεσμένου Παύλου είναι η εικόνα του άδικου χαμού, αλλά είναι και η εικόνα της θυσίας με νόημα. Είναι η θυσία που αφυπνίζει και η θυσία που κανείς δεν θέλει να επαναληφθεί. Είναι η εικόνα της νιότης, εικόνα του ρομαντικού ήρωα που πεθαίνει νέος, του καλού που προσωρινά ηττάται από το κακό, που προσφέρει θυσία το σώμα του και τη ζωή του, για να επιζήσει νικηφόρο και παρηγορητικό το πνεύμα του.
Η εικόνα της κλαίουσας Χρύσας είναι η τρυφερότητα και η αγάπη που χύνεται παρηγορητική και εξανθρωπίζουσα πάνω στον πενθούντα δέκτη, και τον καθιστά έλλογο, ενσυναίσθητο κοινωνό της θυσίας και του νοήματός της: ο Παύλος ζει. Ετσι, όπως το τραγουδά ο Ρίτσος: «Γλυκέ μου, εσύ δεν χάθηκες, / μέσα στις φλέβες μου είσαι».
Ναι, θα τη δημοσίευα τη φωτογραφία του Παύλου Φύσσα. Χωρίς λόγια, διότι δεν θα έβρισκα τίποτε να προσθέσω σε αυτή την εικόνα των εικόνων. Θα τη δημοσίευα για να θυμούνται όλοι τη μορφή του. Και για να μη μείνει η θυσία του ανεικόνιστη, σκοτεινή, κρυμμένη, χωρίς αίσθημα και χωρίς νόημα, χωρίς Ανάσταση.

Δεν υπάρχουν σχόλια: