Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

"Η χελώνα και ο Ρεβιθάκης" παραμύθι από τον Αίνο της Θράκης (εκβολές του Έβρου) / (από τα "Ελληνικά Παραμύθια" - εκλογή Γ.Α.Μέγα, εκδ."Εστία")

.......................................................


 




Η χελώνα και ο Ρεβιθάκης

παραμύθι από τον Αίνο της Θράκης (εκβολές του Έβρου)

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ψαράς χήρος και δεν είχε καθόλου παιδιά και πήγε μια μέρα να ψαρέψει και δεν έπιασε τίποτα· μόνο μια χελώνα πιάστηκε στα δίχτυα του, και είπεν:
-  Αυτή ήταν το τυχερό μου, ας την πάρω στο σπίτι.
Ενώ πρώτα ήταν το σπίτι του μέσα στα σκουπίδια βουτηγμένο, τη δεύτερη τη μέρα που πήγε τη χελώνα στο σπίτι, το ηύρε σκουπισμένο και παστρεμένο γυαλιά καρφιά και θάμαζε ο καημένος ο ψαράς ποιος τα κάνει αυτά.
 Μια μέρα πήγε ψάρια στο σπίτι και το μεσημέρι πάει ν’ ανάψει κομμάτι φωτιά να ψήσει τα ψάρια να φάει, βλέπει, τα ψάρια λείπανε απ’ το καρφί.
Μπρε, ως τα τώρα δεν τα πήρεν η γάτα τα ψάρια! Τώρα πώς μπόρεσε και τα πήρε;
 Πάει στη γωνιά, βλέπει μέσα στον τέντζερη βρασμένα ψάρια, σ’ ένα πιάτο τηγανισμένα, σε άλλο ψημένα! βλέπει το σπίτι πάλι σκουπισμένο, συγυρισμένο και θάμαξε:
Ποιος άραγε είναι που τα κάνει αυτά!
Την άλλη μέρα λοιπόν φύλαξε και βλέπει και βγαίνει από μεσ’ απ ’ τη χελώνα μια κοπέλα που η ομορφιά της στον κόσμο δεν στάθηκε. Άμα βγήκε λοιπόν, την έπιασε και είπε:
Συ λοιπόν είσαι που με νοικοκυρεύεις και δεν το ξέρω;
Κι έπιασε κι έσπασε το καύκαλο της χελώνας κι απόμεινε κοπέλα πια και τη στεφανώθηκε και την πήρε γυναίκα.
 Ο βασιλιάς εκείνου του τόπου ήταν ανύπαντρος κι έδωκε σ’ όλα τα κορίτσια από έναν πέπλο να κεντήσουν και όποια τον κεντήσει καλύτερα, θα την πάρει γυναίκα. Έδωκαν και στου ψαρά τη γυναίκα, γιατί τη θαρρούσαν θυγατέρα του. Κι εκείνη χωρίς να ξέρει με τι σκοπό θα τον κεντήσει, έπιασε και κέντησε έναν πέπλο και είχε τη θάλασσα με τα ψάρια και τα καράβια. Κεντήσανε κι άλλα κορίτσια και είχε προστάξει ο βασιλιάς την ίδια μέρα τα ίδια τα κορίτσια θα πάει κάθε ένα τον πέπλο του, πήγε κι η γυναίκα του ψαρά. Άμα την είδε αυτός, τρελάθηκε απ’ την ομορφιά της. Βλέπει και τον πέπλο που είχε κεντήσει κι ήταν ο καλύτερος απ’ όλους, και είπε να την πάρει, και αυτή αποκρίνεται πως είναι παντρεμένη μ’ έναν ψαρά.
-Και γιατί τον κέντησες τον πέπλο;Γιατί δεν το ‘ξερα με τι σκοπό πρόσταξες να κεντήσουν τους πέπλους. Εγώ τον κέντησα για το χατίρι σου.
-Πες στον άντρα σου ναρθεί εδώ.
- Ορισμός σας, αφέντη βασιλιά, είπε, και πάει στο σπίτι της και είπε στον άντρα της  «να πας σε θέλει ο βασιλιάς». 
Πηγαίνει ο καημένος ο ψαράς και λέει του βασιλιά «τι με θέλεις, αφέντη βασιλιά;»
-Αυτή η γυναίκα πόχεις εσύ, δεν είναι για σένα· λοιπόν ή θα κάνεις ένα τραπέζι από ψάρια να φιλέψεις όλο το στράτεμά μου και να χορτάσει ή θα σου πάρω τη γυναίκα σου.
-Καλό, αφέντη βασιλιά, αποκρίνεται ο ψαράς, και πάει στο σπίτι και λέει στη γυναίκα του: «Αχ, γυναίκα, ο πέπλος μας βγήκε σε κακό. Με πρόσταξεν ο βασιλιάς για να φιλέψω όλο το στράτεμά του ψάρια μια μέρα, ή θα σε πάρει εκείνος, γιατί, λέει, δεν ταιριάζεις με μένα».
-Απ’ αυτό το πλάι να κοιμηθεί ο βασιλιάς. Εσύ, άντρα μου, να πας τώρα δα στο μέρος που με ψάρεψες και να φωνάξεις τη μάνα μου να σου δώσει το μικρό το τεντζεράκι.
Πηγαίνει λοιπόν ο ψαράς στη θάλασσα και φωνάζει: «Κυρά μάνα θάλασσα, έβγα και σε θέλω».
Βγαίνει από μεσ’ από τη θάλασσα μια γυναίκα και του λέει: «Καλώς το γαμπρό μου και καλώς τον· τι αγαπάς;»
-Μ’ έστειλε η θυγατέρα σου, να μου δώσεις το μικρό το τεντζεράκι.
«Καλό, γαμπρέ…», είπε και κατέβηκε κ’ έφερε ένα τεντζεράκι, που έπαιρνε ένα πιάτο φαγί μοναχά, και το ‘δωκε στο γαμπρό της.
Κι αυτός πάει και λέει στη γυναίκα του: «Εμ, αυτού να μαγειρέψεις, εμένα μοναχά δε φτάνει, όχι το στράτεμα του βασιλιά».
 -Έννοια σου, άντρα, αυτό το τεντζεράκι μπορεί να χορτάσει δέκα φορές ίσαμε το στράτεμα του βασιλιά, μόνο να πας να προσκαλέσεις το βασιλιά με το στράτεμά του και να ‘ρθούνε αύριο να τους φιλέψουμε.
Σηκώνεται λοιπόν ο ψαράς και πήγε στο βασιλιά και του λέει: «Αύριο, αφέντη βασιλιά, να κοπιάσετε και το τραπέζι θα είναι έτοιμο».
Τη δεύτερη μέρα λοιπόν παίρνει ο βασιλιάς το στράτεμά του και πήγανε και καθίσανε σ’ ένα πλατύ μέρος·
Και είχε τρεις ανθρώπους που κουβαλούσανε τα φαγιά.
Πήγανε οι άνθρωποι του βασιλιά και τους λέει ο ψαράς: «Ρωτήστε το βασιλιά τι φαγί θέλει πρώτα».
Πήγανε και ρωτήσανε το βασιλιά και πρόσταξε να πάνε πρώτα σούπα ψαρένια.
Απλών’ η γυναίκα του ψαρά την κουτάλα μεσ’ στο τεντζεράκι και βγάζει ψωμιά όσα χρειαζότανε. Ύστερα απ’ το τεντζεράκι πάλι σούπα τόσα πιάτα όσο νομάτοι ήτανε το στράτεμα.
Αφού φάγανε τη σούπα, πρόσταξε ο βασιλιάς να φέρουνε βραστά ψάρια. Χώνει πάλι την κουτάλα η γυναίκα και έβγαλε βρασμένα ψάρια. Ύστερα ο βασιλιάς γύρευε με την αράδα ψάρια με τα κρομμύδια, τηγανητά, ψητά και με λογιών των λογιών τέχνη.
Και όλα αυτά τα φαγιά, βγαίνανε από μεσ’ απ’ το τεντζεράκι, ώσπου χόρτασε το στράτεμα του βασιλιά και σηκωθήκανε και πάνε στη δουλειά τους και γλύτωσεν ο ψαράς και η γυναίκα του.
Αφού περάσανε καμπόσες μέρες, τον φώναξε τον ψαρά πάλι ο βασιλιάς και του λέει: Αυτή η γυναίκα δεν ταιριάζει με σένα· ή θα ταΐσεις αύριο όλο το στράτεμά μου σταφύλια ή θα σου πάρω τη γυναίκα σου.
…Κι ήτανε Γενάρης μήνας…
-Σ’ έβαλε στο μάτι, γυναίκα, ο βασιλιάς και έβαλε τα δυνατά του να σε πάρει από τα χέρια μου. Πρόσταξε τώρα να φιλέψω όλο το στράτεμά του σταφύλι. Τέτοιον καιρό πού να βρούμε τα σταφύλια!
 Έννοια σου, άντρα, κι εγώ δε γίνομαι γυναίκα του βασιλιά, μον’ σένα θα κάνω βασιλιά. Να πας τώρα δα στη μάνα μου και να της γυρέψεις ένα τσαμπί σταφύλι.
Πηγαίνει ο ψαράς στη θάλασσα και φωνάζει: «Κυρά μάννα θάλασσα, έβγα όξω και σε θέλω».
-Καλώς το γαμπρό μου και καλώς τονε· τι αγαπάς;
-Μ’ έστειλε η θυγατέρα σου να μου δώσεις ένα καλαθάκι σταφύλια.
 Τώρα, γαμπρέ, είπε η θάλασσα και πάει, του φέρνει ένα καλαθάκι σταφύλια.
Ίσαμε μια οκά σταφύλια είχε μέσα  εκείνο το καλαθάκι και το πήρε και το πάει στη γυναίκα του… «Αυτά τα σταφύλια εμένα μονάχα δε σώνουνε».
Έννοια σου κι αυτό το καλαθάκι είναι θαματουργό και άιντε στο βασιλιά και πες του να ‘ρθει με το στράτεμά του να χορτάσει σταφύλια.
«Τα σταφύλια είναι έτοιμα και να κοπιάστε μαζί με το στράτεμά σου.»
Τη δεύτερη τη μέρα πάει ο βασιλιάς με το στράτεμά του και καθίσανε στο ίδιο το πλατύ το μέρος και πηγαίνανε οι άνθρωποι του βασιλιά στου ψαρά το σπίτι και κουβαλούσανε τα σταφύλια με τα πιάτα· κι η γυναίκα του ψαρά έβγαζε απ’ το καλαθάκι και δεν άδειαζε, ώσπου χορτάσανε τα στρατέματα και τα παίρνει ο βασιλιάς και φύγανε.             
-Σε γλύτωσα και σήμερα γυναίκα. Για να δούμε τι άλλο θα συλλογιστεί ο πολυχρονεμένος ο βασιλιάς μας.
-Μη φοβάσαι, άντρα, εγώ είμαι δω, μη φοβάσαι.
Περάσανε πάλι κάμποσες μέρες και του μηνά ο βασιλιάς του ψαρά και του λέει: Αυτή η γυναίκα δεν είναι για σένα· αυτή ταιριάζει με μένα. Λοιπόν τώρα θέλω να μου φέρεις έναν άνθρωπο να έχει δυο πιθαμές το μπόι του και τρεις πιθαμές τα γένια του.
-Ορισμός σας, αφέντη βασιλιά και πολυχρονεμένε.
Τώρα τα μπλέξαμε, γυναίκα· μας γυρεύει ο βασιλιάς να του πάω έναν άνθρωπο να έχει δυο πιθαμές μπόι και τρεις πιθαμές τα γένια του.
Έννοια σου, άντρα, κι αυτό θα ταιριάσει. Εγώ έχω έναν αδελφό τέτοιον. Να πας στη μάνα μου και να της πεις να μου στείλει μαζί σου τον αδερφό μου το Ρεβιθάκη, για να κουνάει το παιδί μας στο σκαφίδι.
Πάει στη θάλασσα ο ψαράς και φωνάζει: Κυρά μάνα θάλασσα έβγα όξω και σε θέλω. Μ’ έστειλε η θυγατέρα σου, να της στείλεις το Ρεβιθάκη, για να κουνάει το μωρό μας στο σκαφίδι.
-Καλό, γαμπρέ. Ρεβιθάκη, α να πας στην αδελφή σου να κουνάς το μωρό της.
-Καλό· τώρα, να ταΐσω τις όρνιθες.
Αφού τάισε τις όρνιθές του, ανεβαίνει έναν πετεινό και βγαίνει μεσ’ από τη θάλασσα. Τον βλέπει ο ψαράς κ’ ήτανε δυο πιθαμές το μπόι του και τρεις πιθαμές τα γένια του και σερνότανε καταγής.
Μπαίνει λοιπόν ο ψαράς μπροστά, καταπόδι ο Ρεβιθάκης πάνω στον πετεινό και πάνε στο σπίτι.
-Τι με θέλεις, αδελφή;
-Να πας στο βασιλιά να σε ιδεί και ύστερα να του βγάλεις τα μάτια του και να βάλεις το γαμπρό σου βασιλιά.
-Καλό, αδελφή.
Μπαίνει λοιπόν πάλι μπροστά ο ψαράς, καταπόδι ο Ρεβιθάκης, πάνε στου βασιλιά.
-Τι ορίζεις αφέντη βασιλιά;
-Σε φώναξα να σε δω.
-Ε, με είδες τώρα;
-Σε είδα.
-Πήδηξε, πετεινέ, και βγάλε τα μάτια του βασιλιά.
Πέταξε ο πετεινός και βγάζει τα μάτια του βασιλιά, κι από τη φαρμακάδα που είχε το τσίμπημά του, πέθανεν ο βασιλιάς. Τότε λέει ο Ρεβιθάκης στη Δωδεκάδα του βασιλιά:
-Θα βάλετε το γαμπρό μου βασιλιά ή θα βάλω τον πετεινό να σας τσιμπήσει ;
-Θα τον βάλουμε, θα τον βάλουμε, θα τον βάλουμε…
Και τον έβαλαν τον ψαρά στο θρόνο βασιλιά και φέρανε και τη γυναίκα του βασίλισσα και βασιλεύουνε ως τώρα· έχουν και το Ρεβιθάκη πάνω στον πετεινό καβαλλάρη και ανεβοκατεβαίνει πάνω στο παλάτι…

Δεν υπάρχουν σχόλια: