Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

Μέρα του πατέρα σήμερα, με το διήγημα του βραβευμένου συγγραφέα Γιάννη Παλαβού "Ο Γιώργος βγαίνει στη σύνταξη" από τη συλλογή διηγημάτων "Αστείο" (εκδόσεις "Νεφέλη", 2012)

.............................................................

Ο Γιώργος βγαίνει στη σύνταξη

ένα διήγημα του βραβευμένου με το Βραβείο Διηγήματος  
Γιάννη Παλαβού 
















   Το φράγμα το τελείωσαν το εβδομήντα ένα. Ο πατέρας μου δούλευε στα συνεργεία καθαρισμού. Ήταν δεκαεννιά χρονών. Τέλειωναν τη βάρδια με την παρέα του και βουτούσαν στο ποτάμι. Έτσι και τους έκανε κανείς παρατήρηση, του αντιγύριζαν "Μπάρμπα, άσ' τα λόγια και πέσε. Ίσα που προλαβαίνεις."
   Τη μέρα των εγκαινίων ήρθε ο Παπαδόπουλος. Αυτός γύρισε τη στρόφιγγα, αεροπλάνα πέρασαν από ψηλά, το τάγμα της περιοχής στάθηκε "Παρουσιάστε". Κι απ' το ίδιο απόγευμα, αν καθόσουν στο λόφο στην είσοδο του χωριού, έβλεπες κιόλας το νερό να φουσκώνει, τον κάμπο να γεμίζει σαν δεξαμενή, τα σπίτια και τις αχυρώνες να βουλιάζουν σαν παιχνίδια σε μπανιέρα.
   Όταν δεν υπήρχε πια δουλειά στο φράγμα, ο πατέρας μου έκανε αίτηση για αγροφύλακας. Ο θείος του, ο αδερφός της γιαγιάς μου, ήταν αστυνομικός. Καθεστωτικός, μ' ένα μουστακάκι λεπτό, φροντισμένο με ακρίβεια χιλιοστού. "Εγώ κωλόπαιδα δε θέλω στην υπηρεσία" είπε στον παππού μου κι ο πατέρας μου παρέμεινε άνεργος. Γυρνούσε με το μηχανάκι του, μια αυτοσχέδια συρραφή από σίδερα και ρόδες. Κι ύστερα, όταν κάποιος από την παρέα τού 'πε ότι θα 'φευγαν στη Σαουδική Αραβία, "ένα δυο χρόνια μόνο και μετά εδώ να νοικοκυρευτούμε", έπνιξε τις κότες του θείου και το επόμενο πρωί ανέβηκε στο ΚΤΕΛ για τον Πειραιά.
   Γύρισε σε έξι μήνες. "Πολλή σκόνη" είπε στον παππού μου. Εκείνος τον έστειλε στα χωράφια. "Να ξυριστείς. Να κουρευτείς". Τα γνωστά. Ο πατέρας μου τον έγραφε στ' αρχίδια του. Ό,τι λεφτά μάζεψε, τα 'δωσε κι έρραψε κοστούμι. Λουστρίνια και Καζαντζίδης, το πρωί στα φλιπεράκια, το βράδυ στις ταβέρνες. Επιβίωνε κάνοντας θελήματα, κάνα μεροκάματο εδώ, καμιά ψευτοδουλειά εκεί. Σπίτι δεν πατούσε. Τα 'φτιαξε με μια κοπέλα απ' το διπλανό χωριό, κοιμόταν εκεί. Όποτε εμφανιζόταν, ο θείος τον κυνηγούσε, μια δυο φορές τον έπιασε, έβαλε και τρεις λακέδες απ' το Τμήμα και τον έδειραν. Ένα πρωί ο θείος ξύπνησε και τέσσερις πέντε κότες κρέμονταν πάλι ψόφιες απ' την κερασιά του μπαχτσέ.
   Ώσπου η φίλη του πατέρα μου πέθανε. Έπασχε από μια αρρώστια, κάτι σπάνιο, δεν είχε παρουσιαστεί σύμπτωμα. Κάτι είπαν οι γιατροί για φύσημα στην καρδιά. Αν ζούσε στην πόλη, αν το είχε ψάξει νωρίτερα, μπορεί και να γλίτωνε. Η ασθένεια, είπαν, θα μπορούσε να 'χε χτυπήσει όταν ήταν πέντε χρονών, τριάντα πέντε ή ποτέ. Η κοπέλα ήταν είκοσι δύο. Σαν τον πατέρα μου. Κανείς δεν τον είδε για ένα μήνα. Ο παππούς μου έβαλε τον κουνιάδο με τα πρωτοπαλικάρά του να ψάχνουν. μαζί κι η παρέα του. Πουθενά ο Γιώργος. Όταν γύρισε, ένα σαββατιάτικο απόγευμα, ισχνός και με βλέμμα αλλόκοτο, η γιαγιά μου έκανε να τον αγκαλιάσει αλλά ο παππούς έβγαλε τη ζώνη και του 'πε να σκύψει. Ο πατέρας μου χαμήλωσε, κι όπως η απομίμηση δέρματος χαράκωνε το αληθικό δέρμα, έκλαιγε σιγά, το ίδιο κιο παππούς που χτυπούσε, τοι ίδιο κι η γιαγιά στην άκρη της αυλής.
   Τρία χρόνια αργότερα παντρεύτηκε τη μάνα μου. Η αδερφή μου γεννήθηκε λίγο μετά το γάμο. Εγώ ύστερ' από δυο χρόνια. Η Χούντα είχε πέσει, ο θείος ήταν συνταξιούχος. Ο πατέρας μου έπιασε δουλειά στο Ταχυδρομείο. Στην αρχή μοίραζε γράμματα, μετά προαγωγή στο γκισέ. Κι εκεί έμεινε. Θα γινόταν προϊστάμενος αλλά του 'λειπαν τα πτυχία, μέχρι την έκτη δημοτικού είχε φτάσει. Ένας πιτσιρικάς Αθηναίος, με διδακτορικό, που γούσταρε να μένει σε χωριό και να κατεβάζει καθαρό τσίπουρο, του 'δινε εντολές μέχρι χτες.
   Σήμερα ο πατέρας μου κάθεται στην άλλη άκρη του τραπεζιού, κερνάει ρετσίνα, καμιά δεκαριά άτομα είναι δω, φίλοι του / οι ίδιοι που τοιν γύρευαν τότε στα βουνά και τη λίμνη, όσοι τουλάχιστον ζουν, όσοι δεν είναι τάβλα από αρθριτικά, από τσακισμένες μέσες και πλάτες, έπειτα από σαράντα χρόνια στις οικοδομές, στις σκαλωσιές, στα λατομεία. Χτες ήταν η τελευταία μέρα στη δουλειά κι ο πατέρας μου το γιορτάζει. Σηκώνω το ποτήρι μου, τον κοιτάζω, είμαι ο γιος του κι είμαι το ίδιο μπερδεμένο κουβάρι, μου χαμογελάει και ξέρει πως θέλω να χαθώ για ένα μήνα στο βουνό, στην τεχνητή λίμνη, κι όταν γυρίσω θα μου πει "παιδί μου, έχει φαΐ", κι αν η ζωή του ήταν ένα λάθος, αυτό είναι το κέρδος. Του λέω μπροστά σ' όλο τον κόσμο ότι τον αγαπάω και βουρκώνει. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: