Σάββατο 20 Απριλίου 2013

"Δεδικαίωται η αποθανούσα;" του Παντελή Μπουκάλα ("Καθημερινή", 19/4/2013)

.........................................................


Δεδικαίωται η αποθανούσα;

Του Παντελή Μπουκάλα


Σύμφωνα με τον θρύλο, τα γονίδιά μας μας εξασφαλίζουν αυτόματη γνώση της γλώσσας του Ομήρου και του Πλάτωνα. Δυστυχώς όμως, δεν επαρκούν ούτε για να πάρουμε κάτι περισσότερο από μυρουδιά ακόμα κι όταν ακούμε την απλούστερη ελληνιστική κοινή. Μπορεί πολλές λέξεις να είναι ίδιες, συχνά ωστόσο ίδιος είναι μόνο ο ήχος, όχι η σημασία. Κάτι γνώριζαν όσοι δοκίμασαν να μεταφράσουν τα Ευαγγέλια στη νεοελληνική, σκόνταψαν όμως στους εκκλησιάρχες, που ήξεραν ότι το δυσνόητο υπηρετεί καλύτερα τη γοήτευση. Πίστευε και μη ερεύνα...
Δεν είναι λίγα τα ανέκδοτα που βασίζονται στην παρερμηνεία των Γραφών, με πιο ιλαρή περίπτωση τα σταυροκοπήματα των αγαθών προβεβηκότων όταν ακούνε το «και κλάσας ο Ιησούς έδωκεν τοις μαθηταίς αυτού». Η παρανόηση γέννησε και το «ο αποθανών δεδικαίωται», βάσει του οποίου συντάσσουμε πληθωρικούς επικηδείους για τους επίσημους νεκρούς, αυτολογοκρινόμενοι. Με το ίδιο δόγμα ως βάση επέκριναν ορισμένοι όσους Αγγλους δεν θεώρησαν υποχρέωσή τους να πενθήσουν τη Μάργκαρετ Θάτσερ και δεν ανέστειλαν την οξεία κριτική τους για τα έργα της, καταστροφικά για τους ίδιους ή τους γονείς τους.
Παλιά η συνήθεια να κατασκευάζουμε ρητά αποσπώντας λίγες λέξεις από το περιβάλλον τους, που σταδιακά το λησμονούμε. Αυτό έχει συμβεί εις βάρος του Σολωμού, λ.χ., αυτό ισχύει και με το «ο αποθανών δεδικαίωται», που το μεταφράζουμε ως «ο νεκρός δικαιώθηκε» – ό,τι κι αν έπραξε. Μόνο που το «δεδικαίωται» εδώ δεν σημαίνει «είναι δικαιωμένος» αλλά «είναι απαλλαγμένος». Το κυριότερο, η φράση είναι κολοβωμένη: «Ο γαρ αποθανών δεδικαίωται από της αμαρτίας», λέει ο Παύλος στην Προς Ρωμαίους επιστολή, όπου κηρύσσει τις ιδέες του για τον παλαιό άνθρωπο και για το βάπτισμα ως συμμετοχή στον θάνατο και την ταφή του Χριστού. «Γιατί σ’ έναν που πέθανε, η αμαρτία δεν έχει πια καμιά εξουσία», αυτή είναι η επίσημη μετάφραση της φράσης από τη Βιβλική Εταιρεία.
Το χωρίο πρέπει να είχε προκαλέσει σύγχυση από πολύ παλιά. Γι’ αυτό το αναλύουν πάλι και πάλι ο Ωριγένης, ο Βασίλειος («τουτέστιν απήλλακται, ηλευθέρωται, κεκαθάρισται πάσης αμαρτίας», λέει), ο Χρυσόστομος, ο Δαμασκηνός, εξηγώντας πως ο νεκρός απαλλάχθηκε από την αμαρτία όχι επειδή συγχωρήθηκαν τα ανομήματά του, αλλά επειδή σαν νεκρός αδυνατεί πια να αμαρτήσει. «Τις γαρ εθεάσατο πώποτε νεκρόν, ή γάμον αλλότριον διορύττοντα, ή μιαιοφονία τας χείρας φοινίσσοντα, ή άλλο τι των ατόπων διαπραττόμενον;» ρωτάει ο Θεοδώρητος ο Κύρου τον 5ο αιώνα. Δηλαδή, ποιος είδε ποτέ νεκρό να καταστρέφει ξένο γάμο, να φονεύει βάφοντας κόκκινα τα χέρια του στο αίμα ή να κάνει οτιδήποτε άτοπο; Ποτέ και κανείς. Αλλά ό,τι έπραξες ζων, εξακολουθεί να σε βαραίνει, όσο κι αν σε αγιογραφούν στους επικήδειους οι επιτήδειοι της παραγραφής και της κολακείας, όπως έγινε και με τη Θάτσερ, που από «σιδηρά» την παράστησαν χρυσή και άψογη οι ιδεολογικοί οπαδοί της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: