Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013

"Η Ελευθεροτυπία και η κληρονομιά του μακαρίτη." του Χ.Κάσδαγλη 15 Ιαν 2013 | tvxsteam tvxs.gr

...........................................................

Η Ελευθεροτυπία και η κληρονομιά του μακαρίτη.

του Χ.Κάσδαγλη

tvxs.gr/node/116736
 
 
Πολύ φοβάμαι ότι τελευταία παράγουμε περισσότερες Ελευθεροτυπίες από όσες μπορούμε να καταναλώσουμε. Το πρόβλημα επιτείνεται από το γεγονός ότι προηγήθηκε μεγάλη περίοδος έλλειψης του είδο
υς, με συνέπεια να εκδηλωθούν σύνδρομα στέρησης στους παραδοσιακούς αναγνώστες της.
Αλλά η περίοδος των στερητικών συνδρόμων κάποτε παρέρχεται, και ο ασθενής απαλλάσσεται από τον εθισμό του. Ενδέχεται βέβαια να επανακάμψει, κάτω όμως από αυστηρές προϋποθέσεις. Η περιπέτεια της Ελευθεροτυπίας αποτελεί εξαιρετικά σοβαρή υπόθεση. Δεν είναι μονάχα οι θέσεις εργασίας που χάθηκαν, αν και πρόκειται για σημαντική παράμετρο. Δεν είναι μόνο μια ανθούσα επιχείρηση που μαράζωσε – έστω και αν αυτή τη στιγμή έχει πλέον κλωνοποιηθεί σε δύο επιχειρήσεις. Η έλλειψη της Ελευθεροτυπίας βιώθηκε από τους θιασώτες της ως σκληρή απώλεια. Πολύ περισσότερο -και πολύ πέρα από τους άμεσα ενδιαφερόμενους-, αποτέλεσε σημαντικό πολιτισμικό σοκ και ζήτημα που άπτεται της ίδιας της Δημοκρατίας. Άλλωστε, μια εφημερίδα σαν κι αυτήν είναι κάτι πολύ πιο σημαντικό από μια συνηθισμένη επιχείρηση…
Υπάρχουν, νομίζω, μια σειρά διαδεδομένες παρεξηγήσεις . Μία απ’ αυτές αφορά το ερώτημα: Σε ποιον ανήκει η Ελευθεροτυπία;
Μια πρώτη -συμβατική- απάντηση είναι ότι η Ελευθεροτυπία ανήκει στους μετόχους της. Έτσι όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα, μπορούμε να το επαναδιατυπώσουμε: στους εκάστοτε μετόχους της. Αύριο, πού ξέρεις, μπορεί να είναι οι πιστώτριες τράπεζες – ενδεχόμενο ολέθριο.
Μια δεύτερη απάντηση είναι ότι η Ελευθεροτυπία ανήκει στους εργαζόμενους σ’ αυτήν – πολύ περισσότερο εφόσον η ιδιοκτησία τούς χρωστάει αρκετά χρήματα. Σε ποιους εργαζόμενους, όμως; Σ’ αυτούς που έμειναν για να σώσουν το καράβι; Σ’ αυτούς που έφυγαν για να φτιάξουν μια δικιά τους Ελευθεροτυπία, την Εφημερίδα των Συντακτών; Σ’ εκείνους που επέλεξαν ή εξαναγκάστηκαν εκ των πραγμάτων να κρατηθούν έξω και από τα δύο εγχειρήματα;
Ο βαθύτατος διχασμός του δυναμικού των εργαζομένων στην Ελευθεροτυπία αποκλείει και τη δεύτερη εκδοχή. Πρόκειται για πικρή ιστορία, που έχει νομίζω να κάνει κυρίως με την εξέλιξη της περσινής απεργίας – ένα διαφωτιστικό case study για το πώς ΔΕΝ πρέπει να διεξάγεται ένας απεργιακός αγώνας. Δεν θα επεκταθώ παραπάνω, αν και το θέμα έχει πολύ ζουμί. Αποδεικνύει περίτρανα πως όσα κατά καιρούς ακούμε και λέμε για τη σημασία της ενότητας των εργαζομένων σε μια απεργιακή σύγκρουση δεν είναι κούφιο κλισέ, αποτελούν όρο απαράβατο για τη νικηφόρα έκβασή του – όπως και αν νοείται αυτή. Είναι να πάρουν οι εργαζόμενοι τα δεδουλευμένα; Είναι να διασωθεί η εφημερίδα; Σίγουρα, πάντως, δεν είναι να δημιουργηθούν δύο αντίπαλα στρατόπεδα κακοπληρωμένων δημοσιογράφων, που αναζητούν τη χαμένη ταυτότητα της εφημερίδας τους και βρίσκουν κουράγιο μέσα από τη σύγκρουση με το άλλο τους μισό.
Νομίζω λοιπόν ότι η απάντηση στο αρχικό ερώτημα είναι πιο σύνθετη. Ελευθεροτυπία είναι -ήταν- ο Κίτσος και ο Σεραφείμ. Ήταν εμβληματικές φυσιογνωμίες όπως ο Σταύρος, ο Πότης, ο Φρέντυ. Ήταν το concept της εφημερίδας των συντακτών, έστω κι αν έμεινε στα μισά του δρόμου. Ήταν οι υπογραφές της και οι σκιτσογράφοι της, οι ρεπόρτερ και όλοι οι άλλοι άνθρωποί της. Ήταν ο άνεμος της ελευθερίας και της «ανεξιθρησκείας», οι ανοιχτές πόρτες, χωρίς σεκιουριτάδες και συστήματα ασφαλείας, ήταν ο διάλογος και η καινοτομία, ήταν τα ανοίγματα στο χώρο του Ίντερνετ, οι ευφάνταστοι τίτλοι και τα ένθετά της, η αιρετική της λογική και ο τσαμπουκάς της. Ήταν ο δεύτερος όροφος και ο τρίτος, με τις γόνιμες αντιθέσεις τους, με τους μικρόκοσμους και τα καπετανάτα, εκείνο το μικρό αλαλούμ που έβγαζε πάντως νόημα τυπωμένο στο χαρτί.
Συνοψίζοντας, η Ελευθεροτυπία δεν είναι εύκολο να καταχωριστεί σε κανέναν ξεχωριστά από τους συντελεστές της. Ήταν κυρίως η παράδοση και η δυναμική της, πράγμα που εντέλει ανάγεται στους αναγνώστες της – τους παλιούς, τους νεότερους και τους εν δυνάμει. Σ’ αυτό το δυναμικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που περιλαμβάνει τα πιο δημιουργικά και τα πιο ανυπότακτα τμήματά της.
Ήταν και μερικά άλλα πράγματα η Ελευθεροτυπία, τα οποία συνειδητά αποφεύγω να αναφέρω αυτή τη στιγμή γιατί αμαυρώνουν την εικόνα. Πάντως, είμαι απ’ αυτούς που πιστεύουν ότι δεν πρέπει να εξωραΐζουμε την εφημερίδα. Είχε παραδοσιακά τις δομικές ατέλειές της, που σε μεγάλο βαθμό εξηγούν και την κατάληξή της.
Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, θεωρώ ότι η συζήτηση που γίνεται αυτές τις μέρες, ένθεν κακείθεν, για τα δύο φύλλα, τους συντελεστές τους και τη μεταξύ τους αντιπαράθεση, ακόμα και για τις απαράγραπτες ευθύνες της εργοδοσίας, ενώ έχουν τη σημασία τους δεν αγγίζουν εντέλει την ουσία του θέματος. Πολύ περισσότερο δεν την αγγίζουν τα διαφημιστικά τρυκ για την προώθησή τους.
Δεν θα ’θελα να μπω στην ουσία της συζήτησης αυτής – θα περιοριστώ σε μερικές γενικές διατυπώσεις:
- Τα δύο φύλλα μοιάζουν πάρα πολύ. Πολύ περισσότερο από όσο φαντάζονται κι απ’ όσο θα ήθελαν οι συντελεστές τους, και δεν εννοώ μόνο το lay out.
- Και στα δύο φύλλα βοά η απουσία του έτερου ημίσεώς τους και των υπολοίπων συναδέλφων, των διαλαθόντων προς διάφορες κατευθύνσεις ή απλώς στα σπίτια τους.
- Για τους συντελεστές και των δύο φύλλων, το μέγεθος της ευθύνης είναι απείρως μεγαλύτερο από ό,τι το μέγεθος της ευκαιρίας που τους έχει δοθεί. Οι μεν θέλουν να αναστήσουν τη μεγάλη Ελευθεροτυπία. Οι δε θέλουν να πετύχουν το ίδιο από διαφορετικό δρόμο, και επιπλέον έχουν αναλάβει να εμπεδώσουν την ιδέα της αυτοδιαχειριζόμενης εφημερίδας.
- Η εμμονή στη διεκδίκηση της «κληρονομιάς του μακαρίτη», ανεξαρτήτως της τελικής έκβασής της, στέρησε τη δυνατότητα και από τα δύο φύλλα να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα, να καινοτομήσουν, να ανταποκριθούν -για να το πω πιο απλά- στις επείγουσες ανάγκες της έκτακτης συγκυρίας την οποία περνάμε.

Εκεί νομίζω ότι θα είναι το κουμπί από δω και πέρα. Δεν ξέρω με τι μέτρο μετρά ο καθένας την επιτυχία του φύλλου που βγάζει. Σίγουρα, πάντως, ο αναγνώστης δεν θα σταθεί στο lay out και στις λίστες των συνεργατών της μιας ή της άλλης εφημερίδας. Στις σημερινές συνθήκες, είναι πολύ πιο πιθανό να σταθεί στα 1,30 ευρώ… Όχι γιατί οι εφημερίδες έχουν τάχα πεθάνει, αλλά γιατί μια εφημερίδα πρέπει να σου καλύπτει υπαρκτές ανάγκες και επιπλέον να σε συγκινεί, να σε συνεπαίρνει. Αλλιώς πάει, το έχασες το τρένο προς όφελος του διαδικτύου, της τηλεόρασης ή και της πλήρους παραίτησης του τέως αναγνώστη από την ενημέρωση.

Μια κεντροαριστερή-αντιμνημονιακή εφημερίδα πρέπει, πιστεύω, να ανταποκριθεί με επάρκεια στο τρίπτυχο αντίσταση – αλληλεγγύη – διατύπωση εναλλακτικού οράματος για τη χώρα. Αυτό το τελευταίο έχει ιδιαίτερη σημασία. Όχι μόνο γιατί τυγχάνει είδος εν ανεπαρκεία, αλλά κυρίως γιατί αποτελεί όρο επιβίωσης μιας κοινωνίας που παραδέρνει ανάμεσα στην απαισιοδοξία και την κατάθλιψη.
Αλλά ακόμα κι αυτά δεν αρκούν, αν δεν επιστρατευθεί στο έπακρο η κατάλληλη τέχνη της «εφημεριδοποιίας» (όπως έγραψε εύστοχα τις προάλλες στο facebook ο Γιώργος Τετράδης), που σημαίνει τάιμινγκ, ισχυρά αντανακλαστικά, έρευνα/αποκαλύψεις/αποκλειστικότητες, κριτικός λόγος, χιούμορ, διάλογος, αισθητική, πολιτισμός, κοσμοπολιτισμός, διαδραστικότητα.
Η εφημερίδα δεν είναι ένα άθροισμα -πολύ περισσότερο ένα συνονθύλευμα- ειδήσεων, άρθρων και φωτογραφιών, είναι ένα συλλογικό πνευματικό μέγεθος, ένα ολόκληρο σύμπαν για να ταξιδέψεις.

Υ.Γ. Λένε κάποιοι ότι στον καιρό του διαδικτύου, οι εφημερίδες έχουν τελειώσει ή μπορούν να υπάρξουν μόνον ως εφημεριδούλες. Και όμως, όχι! Ενόσω το Ίντερνετ  αντιγράφει τη λογική και την αισθητική του χάρτινου Τύπου, μια καλή εφημερίδα έχει τον καιρό με το μέρος της, σε ένα μιντιακό περιβάλλον που καταρρέει όχι από έλλειψη κοινού, αλλά από έλλειμμα αξιοπιστίας.

Πηγή άρθρου: kasdaglis.wordpress.com


Δεν υπάρχουν σχόλια: