Τρίτη 13 Μαρτίου 2012

"Ο αφέντης του φεγγαριού" του Τζάνι Ροντάρι (Aπό τα "Παραμύθια σαν πλατύ χαμόγελο", μτφ. Αναστασία Καμβύση, εκδόσεις "Μεταίχμιο", 2003). Παραμύθι και για μεγάλα παιδιά...

...........................................................

 Ο αφέντης του φεγγαριού

του Τζάνι Ροντάρι









Στα πολύ παλιά τα χρόνια, που ξέρουμε την ιστορία τους μόνο και μόνο επειδή έχουν απομείνει κάτι παλιά βιβλία, η πόλη Ούμα (σήμερα έχει εξαφανιστεί - μάλιστα, δεν ξέρει κανείς πού ακριβώς ήταν) είχε για αφέντη της  τον τύραννο Κουμ, έναν άντρα  που ήταν, καθώς λένε, πολύ δυνατός, πολύ πλούσιος και πολύ σκληρός. Η Ούμα είχε γνωρίσει κι άλλους τυράννους πριν από τον Κουμ. Αλλά κανείς από αυτούς δεν ήταν προικισμένος με τέτοια διεστραμμένη φαντασία, ικανή να εφεύρει τέτοιους πολύπλοκους τρόπους για να βασανίσει τους υπηκόους του.
   Ένα πρωί ο Κουμ έστειλε να φωνάξουν τον Πρώτο Σύμβουλό του, έναν κάποιο Μεν, που ήταν την ίδια στιγμή αρχηγός της φρουράς και υπουργός των φυλακών. 
   - Ποιος είμαι εγώ; ρώησε ο Κουμ το Μεν με απειλητική φωνή. 
   - Είστε ο κύριος και αφέντης μας, το πόδι σας είναι χάδι για το σβέρκο μας, ήρθε η απάντηση.
 - Σωστά τα είπες, βρυχήθηκε ο Κουμ. Κι αν είχες απαντήσει με οποιονδήποτε άλλον τρόπο θα είχα διατάξει να σου πάρουν το κεφάλι. Και πές  μου τώρα: ποιος είναι ο αφέντης της Ούμα;  
   - Εσύ είσαι ο αφέντης της πόλης και όλων των πολιτών. Ακόμα και η τελευταία τρίχα που φυτρώνει στο κεφάλι μας είναι δική σου. Δική σου είναι η σκόνη που ο άνεμος φέρνει στα μάτια μας.
   - Εύκολα μιλάς εσύ για μαλλιά, γέλασε ο Κουμ. Πράγματι, ο Μεν ήταν φαλακρός, είχε κεφάλι πιο λείο κι από ένα μπαλόνι. Η απάντηση πάντως είχε κάνει τον Κουμ να ευθυμήσει, κι έτσι συνέχισε:
 - Άκου. Όλα είναι δικά μου, το ξέρω, όπως το ξέρουν όλοι. Αλλά αυτό δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Είμαι ο αφέντης της γης και οι πολίτες μου πληρώνουν νοίκι γιατί κατοικούν πάνω της. Δικό μου είναι το σίδηρο, δικό μου και το ατσάλι. Οι δρόμοι μου ανήκουν κι ο κόσμος πρέπει να πληρώνει χαράτσι για ναν μπορεί να περπατάει σ' αυτούς. Δικό μου είναι και το νερό που οι πιστοί μου πολίτες το πληρώνουν με ασημένια νομίσματα που κουδουνίζουν. Όμως υπάρχουν πολλά άλλα δικά μου πράγματα, πρόσεξέμε καλά, δικά μου και κανενός άλλου, που ο κόσμος τα χαίρεται ελεύθερα κατακλέβοντας έτσι τον αφέντη του. Δικός μου είναι κι ο αέρας, αλλά όλοι τον αναπνέουν όπως τους αρέσει. Δικός μου είναι κι ο ήλιος, αλλά οι πολίτες μαζεύουν τις ακτίνες του για να κάνουν το στάρι να μεγαλώσει και το σανό να ξεραθεί. Δικό μου είναι και το φεγγάρι, αλλά ο κόσμος κάνε βόλτες πλάι στο ποτάμι τα βράδια, κάτω απ' το φως του. Είναι αλήθεια: παίρνετε το φως του φεγγαριού και το καταναλώνετε χωρίς να κάνετε καμία αποταμίευση. Και τι θα κάνω εγώ όταν το φεγγάρι σωθεί; 
   Ο καημένος ο Μεν δεν έκανε καν προσπάθεια να φανταστεί τι πράγμα θα είχε συμβεί σε αυτήν την περίπτωση. Επειδή όμως κάθε άλλο παρά χαζός ήταν, κατάλαβε πού το πήγαινε ο τύραννος με αυτή την κουβέντα και βιάστηκε να τον προφτάσει σαν το σκυλί που δίνει ένα σάλτο για να μπει στο σπίτι πριν από τον αφέντη του.
   - Πολυχρονεμένε μου κύριε, ψιθύρισε χαϊδεύοντας την παντόφλα του Κουμ, συγχώρεσέ μου αυτή τη μεγάλη απροσεξία. Έπρεπε να το είχα σκεφτεί από καιρό. Γιατί δε φορολογούμε το φεγγάρι; Ένα μικρό φόρο...
   - Γιατί μικρό; άστραψε και βρόντηξε ο Κουμ.
   - Δεν ήθελε να πω μικρό, κύριε. Είπα μικρό; Θα κόψω τη γλώσσα μου για να την τιμωρήσω. Ένα μεγάλο φόρο ήθελα να πω. Ένα ασημένιο νόμισμα για κάθε αχτίδα.  














   - Δύο! ούρλιαξε ο Κουμ, κατεβάζοντας τη χρυσαφένια του παντόφλα πάνω στη μυτη του Πρώτου Συμβούλου. Δύο ασημένια νομίσματα! Και γρήγορα. Αρχίζοντας από απόψε. Δώστε αμέσως τις απαραίτητες εντολές.
   - Απόψε δε θα βγει το φεγγάρι, Εξοχότατε.
   - Δε θα βγει το φεγγάρι; Και πώς τολμάς και μου το λες;
   Χρειάστηκε να φέρουν τους αστρονόμους και τους αστρολόγους της αυλής για να πειστεί ο Κουμ πως, παρόλο που το φεγγάρι ήταν ιδιοκτησία του, θα έκανε δυο βράδια μέχρι να εμφανιστεί στον ουρανό.  Τις επόμενες δύο μέρες ο Μεν έφτιαξε τη νομοθεσία για το φόρο κι έκανε μια επίσκεψη στο Μεγάλο Ιερέα των Επτά Θεών της Ούμα, που έκανε αμέσως ένα κήρυγμα για να πείσει το λαό χωρίς να διαμαρτυρηθεί.
   Για ναμαζέψει το φόρο, ο Πρώτος Σύμβουλος Μεν έφτιαξε ένα ειδικό σώμα αστυνομικών, τους επονομαζόμενους "Φρουρούς του Φεγγαριού", για τους οποίους έβαλε να κόψουν και να ράψουν οι ράφτες μια ειδική αμφίεση, κατάμαυρη, μ' ένα μισοφέγγαρο στο πέτο. 
   Οι φουροί του φεγγαριού κρύβονταν στις εισόδους των σπιτιών, κάτω απ' τις γέφυρες, κάτω απ' τα παγκάκια των πάρκων, μες στα συντριβάνια, ανάμεσα στα φυλλώματα των δέντρων, και τέλος, μες στους υπονόμους και τους βόθρους. 
   Όταν έπεσε η νύχτα, βγήκε το φεγγάρι. Ο κόσμος περπατούσε με το κεφάλι σκυμμένο για να μην το αντικρύσει, πράγμα που έκανε τους τους φρουρούς έξαλλους. Μονάχα μια γριούλα σήκωσε το κεφάλι, καθώς διέσχιζε το δρόμο: αμέσως οι φρουροί τινάχτηκαν απ' τις κρυψώνες τους κι έπεσαν πάνω της.
   Καημένη γιαγιά! Δεν είχε δει ποτέ ασημένιο νόμισμα στη ζωή της. Είχε στην τσάντα της ένα μήλο, αυτό ήταν το βραδυνό της. Της το πήραν αντί για το φόρο.
   Εκείνη την πρώτη νύχτα, την πάτησαν οι ξένοι και οι περαστικοί  ταξιδιώτες που δεν ήξεραν τους νόμους του κυρίου Κουμ. Αλλά η είδηση ταξίδεψε πολύ γρήγορα, στόμα με στόμα, και τα βράδια που ακολούθησαν ακόμα και οι ξένοι, οι περαστικοί  από την πόλη Ούμα, έμαθαν να χαμηλώνουν το κεφάλι.
   Ο κύριος Κουμ έστειλε να φωνάξουν τον Πρώτο Σύμβουλο Μεν.
   - Διατάξτε όλους τους πολίτες να περπατούν με το κεφάλι ψηλά! ούρλιαξε χρυπώντας το δύστυχο Μεν με έναν καρυοθραύστη που τον είχε για να περνάει την ώρα τους. Όποιος περπατάει με το κεφάλι σκυμμένο, θα πληρώνει πρόστιμο. Κι επιπλέον, ρίξτε στη φυλακή έναν έναν τους πέντε φρουρούς του φεγγαριού. Θα τους μαθω εγώ να κάνουν το καθήκον τους.
   Ο Μεν υποκλίθηκε χαμογελώντας, είπε ότι δεν είχε ακούσει ποτέ μια πιο δίκαιη απόφαση κι έτρεξε να κλείσει στη φυλακή τους φρουρούς και να κάνει γνωστές τις καινούριες διαταγές.
   Εκείνη τη βραδιά οι πολίτες της Ούμα,. λες και είχαν συνεννοηθεί, βγήκαν όλοι απ' τα σπίτια τους φορώντας μαύρα γυαλιά ηλίου. Και με το κεφάλι ψηλά φυσικά όπως είχε διατάξει ο κύριος Κουμ.
   Οι φρουροί έτριβαν τα χέρια τους και έβγαζαν απ' την τσάντα τις αποδείξεις για την είσπραξη του φόρου.
   - Αυτή τη φορά δε θα τη γλιτώσετε. Εμπρός, δώστε τα ασημένια νομίσματα.
   - Γιατί;
   - Τι θα πει γιατί; Κοιτάζετε το φεγγάρι ή όχι; Και ποιανού είναι το φεγγάρι;
   - Του Εξοχότατου κύριου Κουμ, αυτό δεν το συζητάμε καν. Όμως εμείς δεν το βλέπουμε, εξαιτίας αυτών των μαύρων γυαλιών. Κι αφού δεν το βλέπουμε, δεν το καταναλώνουμε, άρα γιατί πρέπει να πληρώσουμε το φόρο;
   Οι φρουροί του φεγγαριού κόντεψαν να φάνε τα μπλοκ των αποδείξεων από τη λύσσα. Όμως η αλήθεια ήταν πως ο κύριος Κουμ δεν είχε απαγορεύσει να φοράνε μαύρα γυαλιά οι πολίτες. Κι εκείνος τσαντίστηκε τόσο πολύ, που έπεσε να πεθάνει απ' το κακό του.
  






















 Ενώ ξεψυχούσε στο κρεβάτι, διέταξε τον Πρώτο Σύμβουλο Μεν:
   - Θέλω το φεγγάρι μου να θαφτεί μαζί μου, στον τάφο μου.
   Ο Μεν το υποσχέθηκε:
   - Θα γίνει. 
   Αλλά δεν έγινε, έτσι δεν είναι; Το φεγγάρι είναι ακόμη στον ουρανό, έτσι; Το φεγγάρι ανήκει σε όλους, όπως σ' όλους ανήκουν ο αέρας, ο ήλιος, η θάλασσα, οι δρόμοι.
   Υπάρχουν ακόμα πολλοί κύριοι Κουμ που νομίζουν ότι είναι αφέντες του φεγγαριού. Όταν συναντήσετε έναν από αυτούς, ρωτήστε τον εκ μέρους μου: "Είστε μεθυσμένος κύριε Κουμ;".  




















  


Οι εικόνες είναι από εδώ: http://nefelovatis.blogspot.com/2010_08_01_archive.html

Δεν υπάρχουν σχόλια: