Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

«Ω πόσον μακρειά, ατελείωτη αυτή η αμμουδιά» του Νίκου Ξυδάκη ("Βιβλιοθήκη" της "Ελευθεροτυπίας" 10/9/2011)

το άγγιγμα του Σκιαθίτη - επιμέλεια Μισέλ Φάις

«Ω πόσον μακρειά, ατελείωτη αυτή η αμμουδιά»

 
...Καρδιά του χειμώνος. Χριστούγεννα. Αη Βασίλης. Φώτα... Αυτή είναι η αρχή του διηγήματος Ο έρωτας στα χιόνια. Ο ήρωας του Ο μπαρμπα-Γιαννιός ο Ερωντας, έρημος στον κόσμο και μόνος να τον τρώει ο σεβντάς τού έρωτα, περιπλανώμενος τα μεσάνυκτα στα μέρη της γειτόνισσάς του ...να εύρη παρηγορίαν να ζεσταθή... κουβαλώντας μια ζωή μαύρη και βαριά μεθυσμένος κλονίζεται, πέφτει μέσα στα χιόνια ...και η χιών εστοιβάχθη έγινε σάβανον. Και ο μπαρμπα-Γιαννιός άσπρισεν όλος, κι εκοιμήθη υπό την χιόνα... Το χιόνι που στοιβάζεται αργά πάνω του σαν μια μουσική παρήγορη υπερφυσική, θα τον σκεπάσει, θα σβήσει κάθε αδυναμία και κάθε δυσάρεστο με μια επιείκεια, δίχως ίχνος ενοχλητικού οίκτου.
...παρά την όχθην της ωραίας λίμνης, όπου υπήρχεν εις ουρανός επάνω, και άλλος ουρανός εφαίνετο κάτω, λεύκαι και κυπάρισσοι ανέτεινον τας υψηλάς κορυφάς των άνω, και άλλαι λεύκαι και κυπάρισσοι εκρέμαντο ανάποδα κάτω. Και όσαι μυριάδες άστρα εκόσμουν την νύκτα λάμποντα το στερέωμα, άλλαι τόσαι μυριάδες έλαμπαν τρεμοσβύνοντα κάτω εις τον πυθμένα... Και καλαμιώνες σειόμενοι υπό του ανέμου... ως να απέδιδον την οφειλομένην ευγνώμονα υπόκλισιν... Κάλλιστα αυτή η εορταστική φαντασμαγορική μουσική αίσθηση θα μπορούσε να περιγράφει μια νύχτα Χριστουγέννων και ας ανήκει στο Ολόγυρα στη λίμνη.
...Αύρα, ουρανός, άσμα, μελιχρόν, αβρόν, μεθυστικόν... φωνή εκ βαθέων αναβαίνουσα, ως μύρον, ως άχνη, ατμός, μελωδίαι, ανερχομένη επί πτίλων αύρας νυκτερινής, πραεία, μειλίχια, παιδική, άκακος, άδολος, χορδίζουσα τους αέρας, λιγεία, χαιρετίζουσα το αχανές, ικετεύουσα το άπειρον, αναρριχωμένη εις τας ριπάς... από τον Ξεπεσμένο Δερβίση ηχεί σαν μια μουσική σύνθεση ή καλύτερα θα 'λεγες πως εικονίζει μια μουσική φτιαγμένη από λέξεις πρωτάκουστη, ανήκουστη «μεσούντος του Δεκεμβρίου».
...Παιδίον του γαλανού πόντου νήπιον, χαϊδεμένον της θαλάσσης. Εβρεχε μόλις τους πόδας σου, κι έφευγε. Ω, τι αύρα δροσερά!.. Ω, ποία θαλασσία αηδών ψυχή πολυπαθής και πολύτροπος ακούεται να κελαηδή εκεί εις τα βάθη του πόντου... Ενας Χριστός γεννημένος στη θάλασσα, θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς. Αν και μιλάει για το κύμα στο διήγημα Φλώρα η Λάβρα.
Πάντοτε κάτι αναδεύεται από τα βάθη από τον Θεό; Μια μουσική; Κάτι γεννιέται ή εμφανίζεται σαν θαύμα ανάμεσα σε κινδύνους, σε ναυάγια, σε κατεστραμμένες ζωές, σε πάθη, σε λύπες και αποτυχίες. Θα βρεθεί το χιόνι για τον μπαρμπα-Γιαννιό. Εξαφνα, ένα φως φάρος οδηγός στο Χριστός στο κάστρο για τους χαμένους στη θάλασσα. Για να ευφρανθούν και να εορτάσουν στο τέλος τα Χριστούγεννα... μετά σπανίας μεγαλοπρεπείας επί του ερήμου εκείνου βράχου. Αλλά και ένας ήχος από νάι στη μοναξιά του Ξεπεσμένου δερβίση.
Η ανάμνηση της χαμένης μουσικής τής αμμουδιάς στη Φλώρα η Λαύρα ...τι έγιναν τα ρεύματα, τα ρυάκια, τα νάματα τα δροσερά... Τι έγιναν αι πηγαί και τα νάματα της νεότητος, τα οποία ανέβλυζον πότε και εδρόσιζον την ψυχήν μου;... Ητο άκρα ερημία. Μια σκαπάνη γεωργού ηκούετο, μελαγχολικώς ηχούσα μακρά, και αντήχει εις το στέρνον μου ο κτύπος...
Και συνεχίζει αυτή η αμμουδιά, εξηκολούθει ακόμη, ατελείωτη. ...Ο Φάλκος ησθάνετο κάτι ως ελαφρότητα, ως διάθεσιν προς πτήσιν. Μου θυμίζει κάτι από το θρυμματισμένο διαμάντι των παιδικών χρόνων. Εναν κόσμο που κάποια κομμάτια του μένουν για πάντα... Ας κάμω τ' ανάσκελα καθώς ήμην πλαγιασμένος, ελαφρός εις το κύμα, τι έπαθα; Απεκοιμήθην τάχα; Εξαπλωμένος εις τα μαλακά, εις τα πούπουλα, ησθανόμην απόλαυσιν και τρυφήν Συβαρίτου... αι ευωδίαι όλων των ρόδων της ακρογιαλιάς, των κήπων, της αμφιλύκης και της αυγής, ήρχοντο εις τας αισθήσεις μου και μ' εμέθυσκον. Ολη η αίσθησις, η συνείδησις και η ύπαρξίς μου είχον μεταβληθή εις μίαν απόλαυσιν απείρου ευωδίας... Ας κάμω τα ανάσκελα κι εγώ τώρα. Κάποια Χριστούγεννα μικρός, κοντά στο σπίτι που γεννήθηκα, στο Κάιρο, καθώς απομακρύνθηκα από τους δικούς μου, χάθηκα. Χάθηκα σ' έναν δρόμο κι έναν κόσμο που μου φάνηκε απέραντος. Με έναν ιερό, μαγικό τρόμο βρέθηκα εκστατικός ανάμεσα σε πλήθος άγνωστους Αιγύπτιους, σ' εκείνα τ' αναρίθμητα παιδιά αραπάκια, των δρόμων του Καΐρου, τα παιδιά του Γκεμπελάουι, όπως τα λέει ο αιγύπτιος συγγραφέας.
Βυθίστηκα σε φωνές, μουσικές, μικρομάγαζα, εμπορικά, μπακάλικα, μπαχάρια και αρώματα. Χρόνια μετά, θα ξαναγυρίσω. Ολα θα έχουν μικρύνει. Τα μαγαζιά, οι δρόμοι. Οι φωνές, οι μουσικές θα έχουν γίνει θόρυβος και οχλοβοή. Το νεοκλασικό σπίτι μας κοντά στο παλάτι στην οδό Μπαλάσκα θα είναι πλέον ένα ερείπιο. Η είσοδός του θα έχει γίνει μανάβικο. Μια γριά γυναίκα θα στέκεται εκεί, καταβεβλημένη... δεν την είχα ιδεί από τριάκοντα ετών, όταν ήμην παιδίον. Αυτή δε ήτο και τότε γραία και τώρα γραία. Εντούτοις την ανεγνώρισα. Ηταν η «μπουάπισα», η θυρωρός του σπιτιού.
- Βρίσκεσαι ακόμη, γριά Φλώρα; της είπα ως εν εκστάσει.
- Δεν με λένε Φλώρα, παιδάκι μου, απήντησε, με λένε Λάβρα.
- Λαύρα; Ελεγε το όνομα τάχα της Δάφνης το λατινικόν ή της ερωμένης του Πετράρχα; Πλην εκείνη έλεγε Λάβρα, κ' εννόει την φλόγα της καρδίας της. Εν αλλοφροσύνη το όμμα μου απεσπάσθη προς στιγμήν από της γραίας, κ' έπεσεν επί του ερειπίου του παλαιού οικίσκου. Φαίνεται ότι είχα μίαν ανάμνησιν, μεμακρυσμένον όραμα της παιδικής ηλικίας, εν όνειρον ή εν όνομα.
- Αυτό το χάλασμα που βλέπεις, παιδί μου, είπεν η γραία, είναι «του Βασιλιά το σπίτι». 

Δεν υπάρχουν σχόλια: