Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

'''Υμνος στο τίποτα'' του Μιχάλη Μητσού ("ΤΑ ΝΕΑ", 18/8/2011)


..................................................................................

Υμνος στο τίποτα

ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΜΗΤΣΟΥ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στα "ΝΕΑ", Πέμπτη 18 Αυγούστου 2011
 
Στο ποίημά του «Σε μια διαβάτισσα», που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1860 και περιλήφθηκε στη συνέχεια στα Ανθη του Κακού, ο Σαρλ Μποντλέρ περιγράφει το βλέμμα που αντάλλαξε με μια «ψηλή, λιγνή, στα μαύρα της, αρχοντολυπημένη» σε έναν δρόμο του Παρισιού. «Κάποια αστραπή… νύχτα μετά! -Διαβάτισσά μου ωραία/ που ξαφνικά στο βλέμμα σου ξανάνιωσα, για πε μου/ αλλού πια μόνο θα σε δω, σε κάποια ζωή νέα;/ αλλού, πολύ μακριά από δω! αργά! κι ίσως ποτέ μου!/ Γιατί δεν ξέρω αν πουθενά θέλω πια σ' ανταμώσει,/ Ω, εσένα που θ' αγάπαγα, ω εσύ, που το 'χες νιώσει!» (μετ. Γ. Σημηριώτης).
Να περνά μπροστά σου ένα όμορφο κορίτσι και να μην κάνεις τίποτα. Να πηγαίνεις με το Μετρό στη δουλειά σου και στη διαδρομή να μη διαβάζεις το βιβλίο σου ούτε να παίζεις με την ταμπλέτα σου: να μην κάνεις τίποτα. Να κάθεσαι ένα βράδυ με Πανσέληνο στο σπίτι σου και να μη σκέφτεσαι την οικονομική κρίση: να κοιτάζεις τον ουρανό και να μην κάνεις τίποτα. Ο Χάρι Εϊρς, που διατηρεί στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» στήλη με τον τίτλο «Η αργή λουρίδα», θυμόταν τις προάλλες πόσο τον είχε εντυπωσιάσει όταν ζούσε στην Ισπανία η εμμονή των ντόπιων με τη λέξη nada, τίποτα. Κάθε συζήτηση συνηθίζουν να την τελειώνουν με τη φράση «pues, nada», που κυριολεκτικά σημαίνει «λοιπόν, τίποτα», αλλά αντιστοιχεί στο δικό μας «αυτά». «De nada», απαντούν επίσης όταν τους λες «ευχαριστώ», αλλά αυτό το λέμε κι εμείς, «δεν κάνει τίποτα», δηλαδή σιγά το πράμα, ευχαρίστησή μου.
«Nada», τιτλοφόρησε και η Κάρμεν Λαφορέτ το βιβλίο της που κυκλοφόρησε πέντε χρόνια μετά το τέλος του ισπανικού εμφυλίου και την έκανε διάσημη. Ο τίτλος όμως μεταφράστηκε στα ελληνικά «Αβυσσος». Γιατί άραγε; Μήπως αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο φοβόμαστε το τίποτα και θέλουμε πάντοτε να το γεμίζουμε με κάτι, κι ας είναι βαρετό, κι ας είναι συμβατικό; Μήπως γι' αυτό φοβόμαστε τη σιωπή και θέλουμε να τη γεμίζουμε με λόγια, κι ας είναι ψεύτικα, κι ας είναι κούφια; Μήπως γι' αυτό αντί να περπατάμε τρέχουμε, αντί για την αργή λωρίδα παίρνουμε πάντοτε τη γρήγορη, αντί να σκεφτόμαστε φωνάζουμε; Ταυτίζουμε το «τίποτα» με την «άβυσσο»; Τι πλάνη!
«Του δρόμου τ' οχλαλοητό ξεκούφαινε τριγύρα». Αλλά εγώ δεν τ' άκουγα γιατί ήμουν απορροφημένος στο τίποτα, το μυαλό μου πέταγε αλλού, κι ύστερα πέρασε εκείνη η διαβάτισσα, «ευγενικιά και λυγερή με πόδι ως αγαλμάτου», και με κατέκτησε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: