Δευτέρα 4 Ιουλίου 2011

"Το ξεχαρβάλωμα του Αριστοφάνη" του Γρηγόρη Ιωαννίδη ("Ελευθεροτυπία", 4/7/2011)


Ελευθεροτυπία, Δευτέρα 4 Ιουλίου 2011

Το ξεχαρβάλωμα του Αριστοφάνη

ΚΡΙΤΙΚΗ «Ειρήνη», Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου

Δεν υπάρχουν πολλά να πει κανείς για το καλλιτεχνικό βάρος της «Ειρήνης» του Πέτρου Φιλιππίδη (που εκτός από τον κεντρικό ρόλο αναλαμβάνει και τη σκηνοθεσία και τη δραματουργική επεξεργασία), υπάρχουν, δυστυχώς, πολλά για την ιδεολογική και την αισθητική τοποθέτησή της. 

Μια παράσταση, που έκανε ντόρο και τζίρο, ανέβασε ο Π. Φιλιππίδης στην Επίδαυρο  

Μια παράσταση, που έκανε ντόρο και τζίρο, ανέβασε ο Π. Φιλιππίδης στην Επίδαυρο Οσοι παρακολουθούν το θέατρο της Επιδαύρου γνωρίζουν ότι στην περίπτωσή του αισθητική και ιδεολογία είναι οι δύο όψεις του ίδιου πράγματος. Στην «Ειρήνη» του Αριστοφάνη είδαμε λοιπόν το πρόσωπο της σύγχρονης αισθητικής και μαζί το σενάριο της στάσης μας στα σύγχρονα προβλήματα. Σκοτεινά και τα δύο.
Δεν κατηγορώ τόσο τον πρωταγωνιστή. Ακολουθώντας το γραφείο παραγωγής προχώρησε σε μια παράσταση που θα έκανε ντόρο και τζίρο. «Ειρήνη» ή ό,τι άλλο, όφειλε να βρεθεί εξαρχής στο κεφάλι της ορδής που βλέπει στον Αριστοφάνη το διαπρύσιο κήρυκα του λαϊκισμού, το συνήγορο του ομαδικού και αγανακτισμένου μικροαστισμού. Από την πλατεία Συντάγματος στο κοίλον της Επιδαύρου, χωρίς στάση. Το πώς βρέθηκε στην Επίδαυρο μια τέτοια παραγωγή, που μόνο της γνώρισμα είχε ότι θα γεμίσει το χώρο, -όπως θα λέγαμε «γεμίζει το πιάτο»-, είναι το μεγάλο ζήτημα για τη συνείδηση του θεάτρου μας.
Δεν αμφισβητώ ούτε στιγμή τις ικανότητες του Πέτρου Φιλιππίδη. Πρόκειται για χαρισματικό κωμικό, που, όπως πολλοί πριν από αυτόν, παγιδεύτηκε στον τηλεοπτικό ιστό της δημοφιλίας. Δεν ήταν κάποτε λίγο, στις εποχές όμως που ζούμε σίγουρα δεν είναι πια αρκετό. Θέλουμε διανοουμένους και καλλιτέχνες που να προβάλλουν με αντι-λαϊκό οίστρο το δημοκρατικό φρόνημα και να διαθέτουν την πνοή του ελιτισμού που θα κρατά το αντίβαρο στον παραλογισμό της μάζας. Δεν χρειαζόμαστε επομένως μια ακόμα «Ειρήνη», αλλά έναν νέο Αριστοφάνη.
Η «Ειρήνη» θα μπορούσε να δώσει την ευκαιρία για μια αναγέννηση. Πού όμως και από ποιον; Δύσκολο έργο, απαιτητικό και απόμακρο από τη σύγχρονη αισθητική και την περίφημη «λαϊκή» αίσθηση. Χοντροκομμένο και μπουφόνικο. Εμφανίζει για μας, από τόσο μακριά, μια παιδική διόγκωση, μια υπεραπλούστευση. 'Η μήπως όχι;... Πράγματι για να σώσει κανείς την πόλη πρέπει να μπει «στα σκατά»; Πράγματι αυτό είναι το σύστημα, τόσο ευάλωτο σε κάποιον αποφασισμένο και ευφάνταστο; Και μήπως είναι τελικά αυτός ο λαός, ο πάντα έτοιμος να ακολουθήσει όποιον του προσφέρει λίγο παραπάνω ψητό;
Διάλεξα να παρακολουθήσω την παράσταση από ψηλά, απ' εκεί που αναστενάζει το κοινό που θεραπεύει τόσα χρόνια ο πρωταγωνιστής. Εχω λοιπόν γνώμη για τον τρόπο με τον οποίο η παράσταση του Πέτρου Φιλιππίδη φτάνει στο κοινό της, όσο και για τον τρόπο με τον οποίο το κοινό χαίρεται και χαριεντίζεται με τις επιδόσεις του. Για το πρώτο μπορεί ο πρωταγωνιστής να είναι ήσυχος: το κοινό τον λατρεύει. Γι' αυτό δεν ανησυχώ τόσο για τον ίδιο ή την παράστασή του - θα σκίσει στις δημοτικές σκηνές μας. Ανησυχώ όμως γι' αυτόν τον κόσμο που ακούει αυτόν τον Αριστοφάνη.
Το κοινότοπο θα ήταν βέβαια να πει κανείς ότι το πράγμα θυμίζει Δελφινάριο, στο ύφος και στο ήθος. Η μελοδραματική εισαγωγή, το τραγούδι έναρξης, τα πλέιμπακ (τόσο δυνατά και τόσο αγενώς για την ακουστική του θεάτρου), τα χορευτικά, και κυρίως αυτά τα απροσάρμοστα και λαϊκίστικα παραβλητά και απόβλητα ένθετα.
Η «Ειρήνη» ξεκινά με την είσοδο του Χορού να κρατά βαλίτσες τραγουδώντας τη μόνιμη προσφυγιά του. Ωραία ιδέα, αλλά βέβαια από άλλο έργο και άλλη παράσταση. Μετά αρχίζει το ξεχαρβάλωμα. Με πρόσχημα τον κωμικό οίστρο, που δεν αφήνει τίποτα όρθιο, και το λαϊκό θέατρο, το απροσχημάτιστο και άναρχο, ο θίασος παίζει επί δύο ώρες με τη διαστολή της υπομονής μας. Δεν βρήκα τίποτ' άλλο παρά ξεσηκωμένες, παλιομοδίτικες και ετοιματζίδικες λύσεις, δοκιμασμένες και κουρασμένες συνταγές από τα χρόνια: εδώ ο πεταχτούλης Ερμής (Τάκης Παπαματθαίου), εκεί ο γορίλας-πολεμοχαρής (Γιώργος Γαλίτης), πιο πέρα ο Ιερέας, με το διογκωμένο στα όρια του εκφυλισμού σατιρικό στοιχείο (Γιάννης Δεγαΐτης). Οσο για τη σάτιρα των Γερμανών, με βάση το ναζιστικό τους παρελθόν, σαν έμπνευση και εκτέλεση παρακαλώ να μείνει στη λήθη για πάντα.
Ολα κατασκευασμένα από τη μεγάλη ντόπια εποχική βιοτεχνία του θεάματος, που αντλεί από τους πόρους της αττικής κωμωδίας. Τι και αν συνεργάστηκαν αξιόλογοι συντελεστές; Στα κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ υπάρχει η οσμή της ναφθαλίνης, από την οποία κάθε φορά βγάζουμε τη στολή του αριστοφανικού ήρωα και το μακιγιάζ του. Στην ευχάριστη μουσική του Μίνωα Μάτσα μυρίζει η παλιομοδίτικη ενορχήστρωση και το ποτ πουρί ρυθμών, με τα αρμόζοντα κάθε φορά στιχάκια. Στα σκηνικά του Γιάννη Κόττη, κάτι σαν αστική σκηνή, με λίγο από Θεόφιλο και τρισδιάστατο Καραγκιόζη- ανακαλύψαμε την παρέμβαση του λαογραφικού κιτς. Για την υποκριτική, ούτε λόγος. Από την επιφάνεια στην αφάνεια του Αριστοφάνη. Οσο για τη μετάφραση, είναι να απορεί κανείς γιατί μπήκαν στον κόπο να χρησιμοποιήσουν την εργασία του Κ. Χ. Μύρη. Προς τι ο μεταφραστής, όταν ομάδα τριών κάνει τη δραματουργική επεξεργασία, ώστε τελικά ο εξής ένας να κάνει ό,τι γουστάρει; *

Δεν υπάρχουν σχόλια: