Παρασκευή 22 Απριλίου 2011

"Κανείς εκεί δεν τραγουδά;" του Παντελή Μπουκάλα ("Καθημερινή", 20/4/2011)


Κανείς εκεί δεν τραγουδά;

Tου Παντελη Mπουκαλα

Σκέφτομαι καμιά φορά, για να παρηγοριέμαι, έτσι που πεθαίνουν ο ένας μετά τον άλλον όσοι μάς κέρασαν τις μουσικές τους και μας μεγάλωσαν, πως είναι λάθος το πόρισμα της δημοτικής ποίησης για τον άλλο κόσμο. Δεν αληθεύει λοιπόν, επειδή δεν θέλουμε και δεν αντέχουμε ν’ αληθεύει, ότι ο κάτω κόσμος είναι εκεί όπου «βιολιά δεν παίζουνε, παιγνίδια δε βαρούνε, / και συμπολλοί δεν κάθουνται να γλυκοτραγουδήσουν». Και το ίδιο λάθεψε, πολύ πριν από τον δημοτικό τραγουδιστή, τον 6ο αιώνα π.Χ., ο ποιητής Θέογνις, που πίστευε επίσης ότι όποιος κατεβαίνει στον Αδη δεν βρίσκει λύρα ή αυλούς να τον τέρψουν («τέρπεται ούτε λύρης ούτ’ αυλητήρος ακούων»). Γιατί δηλαδή να μην ισχύει ένα άλλο τραγούδι, ρεμπέτικο αυτό, του Γιάννη Παπαϊωάννου και του Κώστα Μάνεση, που μας βεβαιώνει ότι «πέντε Ελληνες στον Αδη / ανταμώσανε ένα βράδυ, / και το γλέντι αρχινάνε / κι όλα γύρω τους τα σπάνε. / Με μπουζούκια, μπαγλαμάδες, / τρέλαναν τους σατανάδες»;
Στην πολυάριθμη μεταθανάτια κομπανία, ο Νίκος Παπάζογλου θα είχε να εισφέρει το μπαγλαμαδάκι του. Τη συντροφικότητά του. Και την καθαρή του φωνή, ικανή να ακροβατεί σ’ εκείνα τα όρια όπου ο λυγμός τείνει να μετατραπεί σε ελευθερωτική ιαχή. Είχε την ικανότητα να συναιρεί αρμονικά τα αντίθετα ο Θεσσαλονικός μουσικός, αυτά δηλαδή που μάθαμε να τα βλέπουμε σαν αντίθετα (το λαϊκό λ.χ. με το ροκ), ενώ συνιστούν εκδηλώσεις και μορφοποιήσεις του ίδιου πυρήνα, της μουσικής γλώσσας που, όταν το χρειάζεται, μπορεί να απιστήσει στους κανόνες της γραμματικής της.
Οταν έλεγε λοιπόν ο Παπάζογλου ότι υπηρετεί ένα είδος μεικτό αλλά νόμιμο, δεν άκουγα τίποτα το υπεροπτικό στη φράση του αυτή, που παρέπεμπε ευθέως στη γνωστή σολωμική ρήση. Δεν διεκδικούσε άλλωστε την αποκλειστικότητα στο είδος αυτό. Ο ίδιος μαθήτεψε, όπως πολλοί, στον Διονύση Σαββόπουλο, πρωταγωνίστησε μαζί με τον Νίκο Ξυδάκη και τον Μανώλη Ρασούλη στο εξαιρετικό πείραμα που αποτέλεσε η «Εκδίκηση της γυφτιάς», το 1978, και με το «Αγροτικό» στούντιό του έδωσε καλό τόπο για να καλλιεργήσουν το ταλέντο τους όσοι ανανέωσαν, μουσικά και στιχουργικά, το λαϊκό τραγούδι.
Δεν ήταν μόνο ένα πείραμα η «Εκδίκηση» και η συνέχειά της. Ηταν κι ένα αυθόρμητο πλην άρτια μεθοδευμένο πείραγμα προς τους κάθε λογής φορμαλιστές και κομφορμιστές, που θέλουν να βλέπουν τα πράγματα (άρα και τα τραγούδια) σφραγισμένα σε κουτάκια, δίχως επαφή μαζί τους, δίχως ένα αεράκι ανάμεσά τους. Εκείνο το θεσσαλονικιώτικο αεράκι
καθάρισε το τοπίο για να φανεί ότι το ερωτικό τραγούδι δεν είναι υποχρεωτικά ένα άθροισμα από πιασάρικες αισθηματολογικές ατάκες, αλλά μπορεί να αφηγηθεί μια ολόκληρη ιστορία, κι ότι αυτό που συνηθίζουμε να λέμε «κοινωνικό τραγούδι» δεν είναι αναγκαστικά συρραφή καταγγελιών. Και τέτοια αεράκια δεν έχουν ημερομηνία λήξεως.


Δεν υπάρχουν σχόλια: