Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

"...Πόσο κράτησε η νύχτα; Νύχτες; Όσο μια αστραπή;..."



...Μισόφωτο, χλομή ανταύγεια της πόλης, απροσδιόριστοι όγκοι αριστερά, κοντά στο χαμηλό στηθαίο. Σωροί ξύλα, μπάζα. Δεξιά, χαμηλά δωμάτια, παραπήγματα, κεραμοσκεπές ετοιμόρροπες, χάρβαλα πόρτες στην αράδα. Είναι αι "Αποθήκαι", στην κάτοψη, κάτω από την ένδειξη "Χώροι Ταράτσας". Στο τέρμα δεξιά, η πόρτα που οδηγεί στα "Λουτρά των αστυνομικών υπαλλήλων". "Τα ντουζ", όπως τα ψιθυρίζουν μεταξύ τους οι φήμες, όχι χωρίς ένα τρέμουλο στη φωνή.
   Το φθισικό λαμπιόνι στο δοκάρι της σκεπής. Ο ξύλινος πάγκος, ο σιδεροσωλήνας, δυο μέτρα μακρύς, ακουμπισμένος δίπλα. Μάτσο χοντρά καλώδια ο βούρδουλας, πανιά, κουρέλια, παλιοπάπουτσα στο τσιμεντένιο δάπεδο, σύρματα, αθύρματα, σχοινιά.
   Σε πετούν, σε δένουν ανάσκελα στον πάγκο, ξαπλωτό κατά μήκος, γερά, σαν λουκάνικο, να μην κουνιέσαι, να μην αναπνέεις. Μόνο οι πατούσες, σφιχτά δεμένες μεταξύ τους, κολλητές, να περισσεύουν στο κάτω μέρος. Δυο πατούσες κι ένα φτενό ζευγάρι καλοκαιρινά παπούτσια χωρίς κορδόνια, και η απόφαση, η ελπίδα, η ευχή να αντέξουν στην αναμέτρηση με το σιδεροσωλήνα. 
   Πρώτο χτύπημα. Δεύτερο. Τρία. Πέντε. Επτά; Εννιά; Δέκα; Έντεκα; Πόσο κρατήθηκε να μη βγει το πρώτο ουρλιαχτό; Πόσα ουρλιαχτά μετρήσανε πριν σου χώσουν στο στόμα το παλιοπάπουτσο; Σκάσε κωλόπαιδο. Μίλα, πούστη, λέγε.
   Μαζεύεσαι εντός σου. Συσπειρώνεσαι να αμυνθείς. Όλος ένα, όλα ένα. Εσύ, οι δικοί σου, πρόσωπα αγαπημένα σου, φίλοι που νοιάζεσαι, σύντροφοι. Ένα χειμωνιάτικο βράδυ στη θαλπωρή του σπιτιού, μικρός, ευτυχισμένος, γιατί έχεις διαβάσει όλα σου τα μαθήματα για αύριο και νυστάζεις κι η ανάσα της μάνας σου μυρίζει κανέλα. Καλοκαίρια στο χωριό, γιαγιάδες, θειάδες, ξαδέρφια πρώτα και δευτεροξάδερφα, παιχνίδια, κλάματα, συγγνώμες και χίλια ευχαριστώ. Συμμαθητές, κοπάνες, οι τύψεις, οι αληταρίες, η χαρά της ανυπακοής, οι ντροπές του πρώτου έρωτα. Όλα ένα εντός σου. Σαν φυλαχτό περασμένο στο λαιμό. 
   Ο σιδεροσωλήνας. Πέφτει ξανά. Ξανά. Για μια στιγμή, μια στιγμή, σκέφτεσαι πως είναι άδικο κάθε χτύπημα να πέφτει πάντα πιο δυνατά στην αριστερή πατούσα, επειδή ο βασανιστής στέκεται δεξιά κι έχει το στόχο του αριστερά. Μόνο για μια στιγμή. Γιατί ο πόνος χιμάει ηλεκτρικός,διαμπερής, χτυπάει στην οροφή του κρανίου, σκάει σαν πυροτέχνημα, καίει, παγώνει, παφλάζει. Κύματα κύματα. Στραγγαλίζει την ανάσα, κατακαίει το στήθος, γραπώνει την καρδιά.
   Βυθίζεσαι, δεν ακούς πια τα ουρλιαχτά σου, σβήνεις. Ωραία, ωραία...
   Λύστε τον. Ο Καραπαναγιώτης με τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του, αυτός δεν μαγαρίζει τα χέρια του, λύστε τον, λέει.
   Σε κρατάνε να σταθείς όρθιος, να κινηθείς, να κυλήσει το αίμα στις φλέβες, να μην πρηστούν τα πόδια, να μη θρομβώσει. Περπάτα, περπάτα. Πήδα, κουνήσου, πήδα. Αφήνεσαι να σ' ανεβοκατεβάζουν, αμέτε στο διάολο, δεν πηδάς. Κλοτσιές στα καλάμια, χτυπήματα, μπουνιές, βουλιάζεις. 
   Όχι, θα σε κρατήσουν, δε θ' αφήσουν να χάσεις τις αισθήσεις σου. Νερό στα μούτρα. Πώς τη λένε, ρε, τη γκόμενά σου; Δεν έχει γκόμενα, ρε! Δε γαμείς; Τι κάνεις, γαμιέσαι; Πούστης είσαι; Πούστης είναι, ρε! 
   Να θυμώσεις που ένιωσες ταπεινωμένος, η απόγνωση να ξυπνήσει μέσα σου το μίσος, κι εκείνο την επιθυμία της ζωής. Η μεγάλη παγίδα... Είναι καλά δασκαλεμένοι. Όχι που θ' αφήσουν να τους χαλάσουν το μαγαζί τρία τσογλάνια...
   Σωριάζεσαι, σε κλοτσούν, σε σέρνουν σαν σκυλεμένο κουφάρι. Βρίζουν ό,τι βρουν, χτυπούν όπου βρουν. 
   Πίσω στον πάγκο. Στον πάγκο, τον κερατά.
   Πόσες φορές αυτός ο κύκλος, αυτός  ατέλειωτος χορός; Η αναψοκοκκινισμένη μούρη του Χριστάκη, η στεγνή φάτσα του Μαρτίνου, το "ντούγκλα" μουστάκι του Γκραβαρίτη, η ανέκφραστη μάσκα του Καλύβα, το άδειο βλέμμα, η συριχτή φωνή του Καραπαναγιώτη; Πόσες κραυγές, πριν βάλουν μπρος τη μοτοσυκλέτα, έξω στην ταράτσα, να σκεπάζει τα ουρλιαχτά; Πόσο κράτησε η νύχτα; Νύχτες; Όσο μια αστραπή;...

Το παραπάνω κείμενο είναι γραμμένο από τον Κωστή Γιούργο με τίτλο "Άλλων ο κλήρος..." και "ανοίγει" το βιβλίο "Η ταράτσα της Μπουμπουλίνας / Καταστολή και βασανιστήρια στην Ελλάδα του '67 - 69" (εκδόσεις Ποταμός), γραμμένο από τους Κωστή Γιούργο, Τάκη Καμπύλη, Τζέιμς Μπέκετ (1969), Athenes-Presse Libre (1969). 

Δεν υπάρχουν σχόλια: