Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2010

Άλλα ελληνικά από το διήγημα του Δημητρίου Βικέλα (1835-1908) "Τα δύο αδέλφια" / ("Ασυνήθιστες Ιστορίες", εκδόσεις Στιγμή, 1987)

   ...Πράγματι δεν εβιάσθην. Ο κύριος Μελέτης ανεγίνωσκε μετά προσοχής τας εφημερίδας των Αθηνών, τας οποίας είχε φέρει προχθές το ατμόπλοιον. Μετά τας συνήθεις  φιλοφρονήσεις και αφού τον διαβεβαίωσα ότι η αδιαθεσία μου δεν ήτο αξία λόγου, με επρότεινε να εξέλθομεν εις περίπατον μικρόν, μέχρις ου ετοιμασθεί εντός ολίγου το γεύμα.
   "Δεν θα ίδομεν τας κυρίας προ του γεύματος;", ερώτησα.
   "Εάν αγαπάτε, βεβαίως", είπεν ο κύριος Μελέτης εγειρόμενος.
   Ηγέρθην κι εγώ.
   "Με συγχωρείτε", επρόσθεσε, "να ίδω εάν είναι εις το δωμάτιόν των".
   Έμεινα μόνος. Επιτέλους το κατόρθωσα, θα την ίδω την μυστηριώδη κυρίαν Ελένην! Η επιδεξιότης μου ενίκησε την πονηρίαν του πατρός της! Επερίμενα την επιστροφήν του αγαλλόμενος κατ' εμαυτόν δια την επιτυχίαν μου.
   Δεν επερίμενα πολλήν ώραν.
   "Ορίσατε", είπεν ο κύριος Μελέτης επιστρέψας εις την αίθουσαν.
   "Θα σας παρακαλέσω μόνον",  επρόσθεσε σταθείς εν τω μέσω της αιθούσης, "να μη αναφέρετε ενώπιον της θυγατρός μου το όνομα του εξαδέλφου σας".
   Προτού ανοίξει την θύραν του δωματίου εις το οποίον με οδήγει, εστάθη και πάλιν.
   "Θα ιδείτε ότι η κόρη μου δεν είναι πολύ ομιλητική..." 
   Διεκόπη και εδίστασεν, ως αν ήθελε να είπει πλειότερα, αλλά δεν είπε τίποτε και ήνοιξε την θύραν. 
   "Ορίσατε!".
   Εισήλθομεν εντός του δωματίου.
   Η κυρία Σοφία, διακόψασα το ράψιμόν της, ηγέρθη και ελθούσα προς ημάς μου έτεινε φιλοφρόνως την χείρα, ερωτώσα μετά πολλού ενδιαφέροντος περί της υγείας μου.  Δεν ηξεύρω τι και πώς απεκρίθην. Οι οφθαλμοί μου ήσαν προσηλωμένοι εις την νέαν, προς την οποίαν επλησίασεν ο κύριος Μελέτης.
   Εκάθητο πλησίον του παραθύρου με βιβλίον ανοικτόν επί των γονάτων. Κύψας την κεφαλήν ο κύριος Μελέτης εψιθύρισέ τι προς αυτήν, έπειτα στρεφόμενος προς εμέ:
   "Η κόρη μου", είπε.
   Επλησίασα και την εχαιρέτησα. Η νέα ηγέρθη βραδέως, μου έτεινεν βραδέως την χείρα, ως να ήτο κόπος πάσα της κίνησις, και τα χείλη της βραδέως επρόφερον: 
   "Καλώς ορίσατε".
   Μόλις ηκούετο η φωνή της.
   Συνέβαλεν άραγε εις την βαθείαν εντύπωσιν, την οποίαν μου επροξένησεν η καλλονή της, η άφατος μελαγχολία η απεικονιζομένη εις την όλην μορφήν της, εις πάσαν της κίνησιν;
   Ήτο απλουστάτη η πένθιμος ενδυμασία της, αλλά δεν απέκρυπτε την χάριν του ωραίου της αναστήματος. Ήτο υψηλή, οι δε ώμοι της, ως αρχαίου αγάλματος, χαριέντως προσκλίνοντες από τον ευλύγιστον λαιμόν της μέχρι των αρμών των βραχιόνων, έδιδον εις το παράστημά της τύπον ευκινησίας όλως αντιθέτου προς την βραδύτητα των αψύχων κινήσεών της.
   Έφερεν επί κεφαλής μανδήλιον μαύρον αμελώς δεμένον υπό τον πώγωνα, το δε πένθιμον τούτον περιθώριον περιέκλειε πρόσωπον σιτόχρουν ωοειδές, κανονικότατον. Το ήσυχον βλέμμα των μεγάλων μαύρων οφθαλμών της υπό τας μακράς και πυκνάς βλεφαρίδας των, τα ωχρά ανευ μειδιάματος χείλη της, εξέφραζον λύπην βαθείαν, αλλά λύπην σιωπηλήν, μη επιζητούσαν παρηγορίαν, ούτε επιδεκτικήν παρηγορίας, λύπην με την οποίαν ζει τις και με την οποίαν θα αποθάνει.
    Μ' εγοήτευσεν η θέα της, καθώς γοητεύει η θέα εικόνος ευσεβούς ή σεμνού αγάλματος. Η όψις της ενέπνεε την συμπάθειαν και επέβαλε το σέβας. Το παν περί αυτήν ήτο ως αν έλεγε: Δεν είμαι του κόσμου τούτου!
   Η κυρία Σοφία επανέλαβε την ομιλίαν,επιδεξίως και μετά πολλής ευχερείας μεταβαίνουσα από εν αντικείμενον εις άλλο, την υπεβοήθει και ο κύριος Μελέτης, ει και μετρών τας λέξεις κατά την συνήθειάν του.  Προσεπάθουν κι εγώ επίσης, το κατάδύναμιν, να μη αφήσω την συνδιάλεξιν να διακοπεί, αλλά βεβαίως ούτε σήμερον δύναμαι, ούτε τότε αμέσως θα ηδυνάμην να είπω περί τίνος ήτο ο λόγος.
   Η κυρία Ελένη δεν είπε λέξιν, μέχρις ου εγερθείς, δια να προετοιμάσω δήθεν τα πράγματά μας, απεχαιρέτισα τας κυρίας και εξήλθα του δωματίου.
   Παρηκολούθειν άραγε τας ομιλίας μας; Επρόσεχε; Δεν γνωρίζω.
   Γνωρίζω μόνον ότι εκλείσθην εις το δωμάτιόν μου πλήρης μελαγχολίας, με την εικόνα της ωραίας εκείνης τεθλιμμένης νέας ανεξαλείπτως εντυπωμένην εις τον νουν μου. Ησχυνόμην δια την περιέργειάν μου. Τι δικαίωμα είχα εγώ ν' αναμιχθώ εις την άγνωστον λύπην της σεβασμίας ταύτης οικογενείας; Διατί να αποκαλύψω το μυστικόν της; Η συναίσθησις του ατόπου της πολυπραγμοσύνης μου μετετρέπετο εις οργήν κατά του καθηγητού, όστις μας έστειλε να διαταράξομεν την ησυχίαν  της πενθίμου οικίας του κυρίου Μελέτη. Μετά πόσης φροντίδος, μετά πόσης στοργής και αυτός και η αδελφή του περιέβαλλον την ύπαρξιν της δυστυχούς νέας, κι εγώ, αντί να σεβασθώ το πένθος, το οποίον τους επεσκίαζε, μετεβλήθην εις ωτακουστήν και εμηχανώμην σχέδια προς αποκάλυψιν πραγμάτων, τα οποία επιτέλους ήσαν ξένα δι' εμέ!
   Εβάδιζα άνω και κάτω εντός του δωματίου, μεμφόμενος την διαγωγήν μου και καταδικάζων την αδιακρισίαν μου.
   Ήνοιξα το παράθυρον δια να διασκεδάσω τας σκέψεις μου δια της θέας της φαιδράς κοιλάδος και της κυανής θαλάσσης. Το άγριον απέναντί μου ακρωτήριον ανεκάλεσεν εις την μνήμην μου την μετά του κυρίου Σπυράκη και του Νίκου συμφωνηθείσαν εκεί συνάντησιν. Ιδού το καλύτερον μέσον προς διασκέδασιν της μελαγχολίας η οποία μ' εκυρίευεν. Ο περίαπτος θα με απασχολήσει ευαρέστως, επεσπεύδετο δε ούτω και η αναχώρησίς μου από την οικίαν, όπου συνησθανόμην ότι, και άνευ του Νίκου, απέβαινεν οχληρά η παρουσία μου.
   Ητοιμάσθην λοιπόν και εξήλθα του δωματίου προς ανεύρεσιν του κυρίου Μελέτη, ο οποίος ανέλαβεν ευγενώς την φροντίδα να στείλει τα κιβώτιά μας εις την Σκάλαν. Μεθ' όλας δε τας παρακλήσεις μου να μη ενοχληθεί, μου ανήγγειλεν ότι θα καταβεί και ο ίδιος δια να μας φιλεύσει και αποχαιρετίσει.
   Ηθέλησε να με αποτρέψει από τον περίπατον μέχρι του ακρωτηρίου, προτείνων να καταβώμεν ομού μετ' ολίγον απ' ευθείας εις την Σκάλαν, αλλ' ιδών ότι δεν μετεπειθόμην με εσύστησε, τουλάχιστον, να μην υπάγω πεζός δια να μη κουρασθώ. Ουδ' εις τούτο επείσθην, αλλ' ουχ ήττον ο φιλόξενος γέρων διέταξε τον Παντελήν να με συνοδεύσει, σύρων δια παν ενδεχόμενον και εν ζώον προς ανάβασιν...




Δεν υπάρχουν σχόλια: