Πέμπτη 19 Αυγούστου 2010

"430 π.Χ. - 2010 Από τον Θουκυδίδη στους τρεις νεκρούς της Marfin" - ένα διήγημα του Βασίλη Γκουρογιάννη ("ΤΑ ΝΕΑ", 13-15/8/2010)

   Διηγήθηκα την παρακάτω εμπειρία μου στους συγγενείς μου, στους φίλους μου και κανείς δεν με πίστεψε. Τη διηγούμαι τώρα σε χιλιάδες αναγνώστες των «ΝΕΩΝ» με την ελπίδα ότι κάποιος επιτέλους θα βρεθεί από όλη την Ελλάδα να με πιστέψει. Λοιπόν νομίζω ότι τα πράγματα έγιναν ως εξής: Ενώ βρισκόμουν κανονικά στον χρόνο μου και στον τόπο μου, δηλαδή βρισκόμουν στο έτος 2010 μ.Χ., στην πλατεία Δημαρχείου και ειδικότερα στην οδό Αιόλου με κατεύθυνση προς Μοναστηράκι, κάπου εκεί ανάμεσα στα κτίρια της Εθνικής Τράπεζας, αισθάνθηκα ξαφνικά ότι με κατάπιε η γη και κουτρουβαλιάστηκα στην υπόγεια πόλη. Δηλαδή, ενώ βάδιζα συννεφιασμένος, πάτησα πάνω στο γυάλινο δάπεδο του δρόμου που είχε τοποθετηθεί από τους αρχαιολόγους στο σημείο αυτό ώστε να είναι ορατές οι αρχαιότητες από κάτω.
   Δεν είχα προσέξει ότι στο σημείο εκείνο βρίσκεται η πύλη του τείχους της Αρχαίας Αθήνας, η λεγόμενη πύλη των Αχαρνών. Το προηγούμενο βράδυ είχαν γίνει εκεί συμπλοκές μασκαρεμένων με την Αστυνομία και οι πρώτοι, όπως το συνηθίζουν, ξήλωσαν πλάκες πεζοδρομίου εκτοξεύοντάς τες στα ΜΑΤ και κάποιοι τεχνίτες της καταστροφής κατόρθωσαν και έσπασαν το άθραυστο γυάλινο δάπεδο για να εξοικονομήσουν κοφτερά γυαλιά. Τα ξημερώματα που καθάριζαν βιαστικά οι εργάτες του Δήμου την περιοχή κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να βάλει επάνω στην επικίνδυνη αυτή τρύπα ένα πλέγμα, ένα κάτι τέλος πάντων ώστε να προειδοποιεί τους πεζούς για τον κίνδυνο. Ισχυρίζονται κάποιοι ότι πέφτοντας χτύπησα στο κεφάλι και ότι δήθεν από το χτύπημα προέρχονται αυτές οι παραισθήσεις. Όμως εγώ το είδα τόσο καθαρά, ότι κάτω από τη σύγχρονη πόλη υπάρχει ζωντανή η αρχαία πόλη με τα τείχη της, τους ανθρώπους της, την αγορά κτλ. Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, αν ήμουν γυναίκα δεν θα περπατούσα ανέμελα επάνω στο γυάλινο δάπεδο εκτός αν φορούσα παντελόνι.
   Η πύλη ήταν ανοιχτή και κόσμος μπαινόβγαινε καθώς και πολλοί στρατιώτες με τις πανοπλίες στα χέρια και πολλά άλογα πολεμικά. Αρκετοί έβριζαν τον στρατηγό Περικλή γιατί τους μάζεψε όλους από τα εξοχικά τους στην Αττική και τους στρίμωξε ασφυκτικά μέσα στα τείχη με αποτέλεσμα να τους βρει αυτή η πρωτοφανής συμφορά του λοιμού που αφάνισε σχεδόν όλη την πόλη. Ήμουν πολύ περίεργος να εξακριβώσω τι ακριβώς μου συμβαίνει, πού βρίσκομαι και για ποιες συμφορές μιλούν οι περίεργα ντυμένοι με χλαμύδες και αρχαίες πανοπλίες άνθρωποι.  Πιθανόν το ίδιο παραξένεψε κι αυτούς η αφύσικη παρουσία μου εκεί με το περίεργο ντύσιμό μου όπου κρεμόταν από το λαιμό μου ένα πολύχρωμο κουρέλι, έτσι χωρίς σκοπό, που εμείς το λέμε γραβάτα. Και πολλά άλλα πρέπει να τους έκαναν εντύπωση πάνω μου γιατί με κοίταζαν σαν εξωγήινο. Έβλεπαν και την ταραχή μου να βασανίζω ένα μικρό μεταλλικό πραγματάκι στο χέρι μου που ήταν το κινητό μου και φυσικά εκεί δεν είχε σήμα. Απ’ όλους πιο τολμηρός στάθηκε κάποιος ευπρεπής γενειοφόρος που με πλησίασε βάζοντας σε προτεραιότητα την έρευνα και τη γνώση και μετά τον φόβο. Μου συστήθηκε ο γαλήνιος κύριος: «Είμαι ο Θουκυδίδης ο ιστορικός». Αισθάνθηκα δέος για τη γνωριμία και την επαφή, εν τούτοις δεν έχασα τη φωνή μου. «Εγώ είμαι ο Β.Γ., ρήτορας και συγγραφέας». Ασφαλώς και δε με γνώριζε. Εγώ συνέχισα με την αποκοτιά του περίεργου. «Μα τι έγινε εκεί μέσα και σας θέρισε όλους η γρίπη; Τι είδους ασθένεια ήταν και ποιες συνέπειες είχε στους ανθρώπους;» Η απάντησή του ήταν ξεκάθαρη. «Λοιπόν αγαθέ, θα τα πω ακόμη μια φορά στους ανθρώπους με τη μάταιη ελπίδα μήπως κάποιος διδαχθεί. Λοιπόν, ο χαρακτήρας της νόσου ήταν τέτοιας έντασης και ιδιομορφίας ώστε τα όρνια και τα άλλα τετράποδα που τρώγουν ανθρώπινα πτώματα, αν και πολλοί νεκροί παρέμειναν άταφοι ή δεν τους επλησίαζαν καθόλου ή αν τους έτρωγαν ψοφούσαν. Οι στενοί συγγενείς των ασθενών απελπίζονταν και τους παρατούσαν στην τύχη τους. Τα ταφικά έθιμα στα οποία όλοι είχαν ευλάβεια ως τότε, καταπατήθηκαν όλα. Οι οικείοι των νεκρών κατέφευγαν σε βδελυρές μεθόδους ταφής. Ορισμένοι έριχναν τον νεκρό τους στη φωτιά, ενώ ήδη εκαίετο κάποιος άλλος εκεί και έφευγαν».
   Τον άκουγα με έκπληκτα μάτια καθώς οι λέξεις κυλούσαν με γδούπο στους λαβυρίνθους των αυτιών μου. Πότε και πού συνέβησαν αυτά;
«Μα εμείς παρακολουθούμε τα γεγονότα από τις οθόνες, τα ραδιόφωνα και τις εφημερίδες και πουθενά δεν είδαμε αυτά τα φριχτά που διηγείσαι». Γέλασε ήπια με την γκριμάτσα μιας χιλιόχρονης αυτοπεποίθησης επαληθευμένης στους αιώνες των αιώνων. Φαίνεται δεν είχε πρόθεση ούτε να με διδάξει, ούτε να με τρομάξει. Ήξερε ότι είμαι συγγραφέας και ο συγγραφέας ούτε διδάσκεται, ούτε τρομάζει αλλά είναι ευτυχής όταν ζει σε ενδιαφέρουσες εποχές και σε έκτακτες καταστάσεις. Κατανόησε την απορία μου. Μου είπε: «Είμαστε ακόμη στην αρχή της διηγήσεως. Άκουσε τούτα τα ενδιαφέροντα και κατόπι τα συζητάμε». Συνέχισε με την ίδια ηρεμία από κει που είχε σταματήσει. «Η ασθένεια αυτή δεν είχε  ως ακραία δυσάρεστη συνέπεια το θάνατο. Ο θάνατος δεν είναι απαραίτητα το χειρότερο συμβάν στη ζωή. Υπό προϋποθέσεις μπορεί και να είναι μεγάλο καλό. Η ασθένεια έφερε στην πόλη ακραίες μορφές ανομίας. Πολλοί οι οποίοι προηγουμένως έκρυβαν την κλίση τους σε ζωώδεις ηδονές, παρεδίδοντο πλέον σε αυτές χωρίς επιφύλαξη και ντροπή. Όλοι έβλεπαν την απρόβλεπτη μεταβολή της τύχης και πώς μεταπίπτει η μοίρα του ανθρώπου. Οι πλούσιοι πλάνταζαν για λίγο δροσερό νερό και κυλιούνταν κοντά στις εννιά βρύσες και κάποιοι ρίχνονταν στις δεξαμενές ρουφώντας νερό ώσπου να πνιγούν. Ταυτοχρόνως οι φτωχότεροι των πολιτών πλιατσικολογούσαν τις περιουσίες των νεκρών πλουσίων και τις ξόδευαν αμέσως στις ακολασίες εφόσον περίμεναν τη σειρά τους να πεθάνουν την επόμενη μέρα. Δεν υπήρχε σε κανέναν φόβος νόμου και τιμωρίας. Να, αυτή είναι μια παρόμοια εποχή που θα ζήσεις».
   Δεν ξέρω ποιοι με έβγαλαν από την τρύπα ή αν βγήκα μόνος μου.
   Περπατώ στην πόλη και παρατηρώ. Βλέπω κατεβασμένα ρολά σε πολλά καταστήματα. Πότε αλήθεια κολλήθηκαν στις βιτρίνες και στους τοίχους τόσα «ενοικιαστήρια» και «πωλητήρια» με κόκκινα γράμματα σαν γραμμένα από αίμα; Χθες περνούσα από αυτούς τους δρόμους. Όλα άλλαξαν σε ένα βράδυ; Είναι δυνατόν; Μήπως όλα αυτά συνέβαιναν αθόρυβα καιρό πριν κι εγώ μόλις τώρα τα παρατηρώ;  Κατέβαινα στις πλατιές λεωφόρους, μπούκωναν τα ρουθούνια μου από την οσμή των καμένων καθώς τα μούλιαζε το αφρώδες υγρό της Πυροσβεστικής. Πιο κάτω ήταν ένα νεοκλασικό κατάστημα Τραπέζης μέσα στο οποίο πέρασε η φωτιά και επάνω στα σαρωμένα σκουπίδια τρεις γλυκές φωτογραφίες νέων παιδιών. Αντιλαλούσε ακόμη η υστερική φωνή μιας κοπέλας: «Κάψτε τα όλα!» Και πράγματι είχαν όλα καεί. Δρόμοι γεμάτοι πέτρες και από τη διπλανή λεωφόρο ακουγόταν το βουητό ενός ζωντανού ποταμού. Ακούγονταν κραυγές, ήχοι συμπλοκών, ήχοι εκρήξεων και σε λίγο ήχοι αληθινών πυροβολισμών, λες και κάποιοι ανόητοι προσπαθούσαν να συγκρατήσουν το ποτάμι πυροβολώντας το.
   Έτρεξα προς το κέντρο του ηφαιστείου ως ενσυνείδητος παρατηρητής. Ξεχώριζα τώρα καθαρά κάποια συνθήματα: «Να καεί! Να καεί! Το μπουρδέλο η Βουλή!» Δεν άργησαν να ξεπηδήσουν οι πρώτες φλόγες, καθώς μολότοφ έπεφταν στο εσωτερικό του κτιρίου. Περιέργως αυτές οι φλόγες ανέδιδαν μια οσμή από θειάφι καθώς καιγόντουσαν στοίβες από Εφημερίδες της Κυβερνήσεως. Η καταστροφή στην πόλη ήταν σχεδόν ολοσχερής. Την άλλη μέρα τριγύριζαν στα ερείπια καπνισμένα αδέσποτα σκυλιά. Τότε κι εγώ μη μπορώντας άλλο να αντέξω, έφυγα αναζητώντας συγγενείς, γνωστούς και φίλους να παρηγορηθώ. Χτύπησα την πόρτα του αδερφού μου ζητώντας καταφύγιο για την άγρια νύχτα, με είδε στο θυροτηλέφωνο, άκουσα ένα κλικ και η οθόνη της εξώθυρας σκοτείνιασε. Ζήτησα νερό στο σπίτι του φίλου μου και μου έφερε ένα άδειο ποτήρι. Περπάτησα στα στενά της Αθήνας και έβλεπα ανθρώπους με κουστούμια και γραβάτες να ψάχνουν στους κάδους του Δήμου. Ζήτησα δικαιοσύνη αλλά δεν είχα φέρει δώρο στον δικαστή. Ζήτησα ιατρική φροντίδα αλλά δεν είχα χρήματα για να χρηματίσω τους γιατρούς. Έχασκαν ορθάνοιχτα οι πόρτες των πορνείων. Δεν βρίσκονταν πλέον οι καλλίγραμμες αλλοδαπές αλλά πολλές δικές μας με φαρδιούς λαγόνες. Η αμοιβή τους ήταν πλέον σε ψωμί. Ο τόπος είχε καθαρίσει ως δια μαγείας από μια γιγαντιαία επιχείρηση «σκούπα» που δεν την έκανε η αστυνομία αλλά η ανάγκη και εξαφανίστηκαν τα στίφη των μεταναστών. Είχαν φύγει ξαφνικά και όλοι μαζί σαν τα χελιδόνια για τις πατρίδες τους. Άραγε με ποιες παρακλήσεις, ποια δέλεαρ θα τους ξαναφέρουμε πίσω; Μόνον αυτοί ξέρουν να αλλάζουν πάμπερς στους γέρους και ξέρουν να μαζεύουν τις φράουλες. Να τους ζητήσουμε μεγάλες συγγνώμες για όσα τους είχαμε καταλογίσει τόσα χρόνια.
   Γυρίστε πίσω αγαπημένοι μας. Εμείς αστεία τα λέγαμε όσα λέγαμε τόσα χρόνια. Ελάτε να δώσετε πολυχρωμία με τα δέρματά σας στην πλατεία Ομονοίας και στον Άγιο Παντελεήμονα. Τώρα σ’ αυτούς τους χώρους τριγυρίζουν μόνον δικά μας, λευκά, χλωμά πρόσωπα. Δεν αντέχονται!
   Αυτά που εδώ περιγράφω και έγιναν και δεν έγιναν. Πάλι εμφανίσθηκε μπροστά μου ο Θουκυδίδης. Απελπισμένος έπεσα ικέτης στα γόνατά του και φίλησα τη χλαμύδα του. Με σήκωσε και με στήριξε στα πόδια. Μου είπε πριν χαθεί σαν όνειρο από κοντά μου. «Όσα είδες συνέβησαν, συμβαίνουν και θα συμβούν στις κοινωνίες των ανθρώπων. Όμως μην απελπίζεστε, κάποιοι ας σφίξουν τα δόντια. Υπάρχει ελπίδα. Η δυστυχία είναι σκάλα και η σκάλα βοηθάει τους ανθρώπους είτε να κατέβουν χαμηλά ή να ανέβουν». 
     












Δεν υπάρχουν σχόλια: