Παρασκευή 30 Ιουλίου 2010

Από "Το Άγραφο Χαρτί" του Σάκη Τότλη (εκδόσεις "Ποταμός") / ...Τα θυμάμαι όλα πολύ καλά και με στηρίζουν πάντα...

   







   ΘΥΜΑΜΑΙ ΤΙΣ ΠΑΡΑΓΚΕΣ δίπλα στον γκρεμό. Αυτές είναι οι πρώτες εικόνες που έχω στο μυαλό μου. Θυμάμαι που ήταν πράσινες. Ένα σβησμένο λαδοπράσινο πού όμορφο.

...Θυμάμαι κάτω στο λόγκο έναν άνθρωπο μικρό από τη μεγάλη απόσταση, ένα τόσο δα μπαρμπαδάκι. Μας φώναζε να πάμε κάτω.
   - Εεε... ελααάτε!... Ελααάτε κααάτω!...
   Η φωνή του έφτανε πολύ αδύνατη από την απόσταση και τον αέρα. Ήμουν με τ' αδέρφια μου. Σκαλωμένοι οι τρεις μας στο βράχο, στην άκρη του γκρεμού, χωρίς κάγκελα ή ένα σύρμα έστω. Με απορία και μεγάλο θαυμασμό για όλα. Για το μικροσκοπικό ανθρωπάκι, που μας φώναζε να ριχτούμε στο κενό. Για το κενό πάνω από το μεγάλο κάμπο. Για τον αέρα που μας πάλευε κι έπαιρνε τη φωνή του. Για τη μικρή φωνή του, που ερχόταν αδύναμη από μακριά, αλλά που ήταν ένα κάλεσμα πολύ καθαρό, φοβερό και μαγνητικό μαζί.
   - Ελαααάτε καααάτω!...
   Γιατί μας φώναζε; Τι ήθελε; Τα είχαμε χαμένα με αυτήν την άμεση εντολή, που πρόσταζε κάτι τόσο παράλογο, αν και δεν βλέπαμε ακριβώς τον παραλογισμό της, ούτε το χιούμορ της κι είχαμε μπερδευτεί πολύ όλοι. Ήμασταν μικροί και δεν μπορούσαμε να αγνοήσουμε μια προσταγή που ερχόταν από κάποιον μεγάλο. Ξέραμε ότι οι προσταγές των μεγάλων είναι απόλυτες και αυτοδίκαιες πάντα. Αλλά και πάλι τι να κάναμε; Να πέφταμε στον γκρεμό;
  - Εεε... ελαααάτε!... Ελαααάτε καααάτω!...
    Μείναμε σκαλωμένοι πάνω στο βράχο τελικά, μια κοιτώντας βουβά απορημένοι ο ένα ς τον άλλο, μια κοιτώντας κάτω στον κάμπο το μικρό μπαρμπαδάκι. Έκθαμβοι πάνω από το χάος και μπερδεμένοι για πάντα...
...................................................................................................................................


             Η παραμυθένια ξανθιά στη σκάλα


   Η πόρτα μας έβγαζε σε μια μικρή εσωτερική αυλή πλακόστρωτη και σε μια σκάλα με κίτρινα κάγκελα για το πάνω πάτωμα. Θυμάμαι μια πολύ όμορφη ξανθιά γυναίκα, με τα μαλλιά περμανάντ, να κατεβαίνει εκείνη την εσωτερική σκάλα. Όλο το μεγάλο σπιτικό ήταν στο πόδι. Μαζί της κατέβαιναν τη σκάλα θείες, γιαγιάδες, ξαδέρφες. Μια χαρούμενη κουστωδία. Γελούσαν ξαναμμένοι όλοι. Άλλος κρατούσε τις βαλίτσες της, άλλος της μιλούσε κολακευτικά. Όλοι αποζητούσαν την προσοχή της. Θα ήταν κάποιο σημαντικό πρόσωπο φαίνεται. Ήταν πολύ όμορφη. Ήταν σαν να ξεπροβοδούσαν μια πεντάμορφη βασιλοπούλα, που θα έφευγε για πάντα στα ξένα. 
   Την κοίταζα από απέναντι, από το δικό μας κεφαλόσκαλο στο ισόγειο, που είχαμε βγει κι εμείς στην πόρτα, στην εσωτερική αυλή με το πλακόστρωτο, η μάνα μου και οι δύο αδελφοί μου. Ήταν το ωραιότερο πλάσμα. Σκάλες πολύ προσεκτικές τα μαλλιά της τα κατάξανθα. Άσπρη, κοκκινομάγουλη, μακιγιαρισμένη σαν κούκλα. Φορούσε ένα κατάλευκο φόρεμα με πολλά πλισέ, φρεσκοσιδερωμένα, του κουτιού. Έλαμπε στη μέση της χαρούμενης φασαρίας με μάγουλα ξαναμμένα. Ήταν η ομορφότερη εικόνα που είχαν δει τα μάτια μου ποτέ.
   "Πώς μου 'ρχεται να ορμήσω, να την αγκαλιάσω και να τη φιλήσω..." μου ξέφυγε στη μάνα μου παραδίπλα.
   "Α, ξέρετε τι είπε ο Στέφος;" φωνάζει η μάνα μου ξαφνικά πιο χαρούμενα και πιο δυνατά από όλους εκεί πέρα. "Πώς μου 'ρχεται να ορμήσω, να την αγκαλιάσω και να τη φιλήσω", 
   Το είπε για να κερδίσει μια περίοπτη θέση στο επίκεντρο της γενικής προσοχής, όπως έκαναν όλοι. Και, πραγματικά, όλοι στράφηκαν με ιδιαίτερα αστραφτερά πρόσωπα προς τα μας και γέλασαν έντονα για λίγο, ένα έξτρα χαρούμενο μικρό κρεσέντο στη γενική ιλαρότητα, αλλά δε σταμάτησε η χαρούμενη πομπή κι ούτε δόθηκε καμιά ιδιαίτερη συνέχεια. Ήταν στιγμιαίο το κέρδος της.
   Εγώ είχα ζεματιστεί από το απρόσμενο ξεμπρόστιασμα το ξαφνικό, αλλά δεν μπορούσα  να καταλάβω, ούτε να αξιολογήσω τι ακριβώς είχε συμβεί εκείνη τη στιγμή. Σίγουρα ήταν η πρώτη φορά που έχανα την εμπιστοσύνη μου στους ανθρώπους. Όχι πως έβαλα μυαλό από τότε, ούτε έμαθα να κρύβομαι από τους άλλους. Είμαι κι εγώ σαν τη μάνα μου: όταν έχω κάτι αληθινό που αρέσει στον άλλον, του το λέω. Γιατί να πάει χαμένη μια τόσο εύκολη γενναιοδωρία;
   Έξω απ' αυτήν την εικόνα, δε θυμάμαι τίποτα για κείνη την παραμυθένια ξανθιά στη σκάλα, πώς την έλεγαν, ποια ήταν. Πιθανώς κάποια νοικάρισσα στο πάνω πάτωμα και κείνη τη μέρα θα έφευγε, μάλλον, και την αποχαιρετούσαν όλοι. Ποιος ξέρει...    
...................................................................................................................................


             Οι γύρω αλάνες


   ...Το αυλάκι που περνούσε μπροστά από εκείνο το σπίτι συναντούσε, λίγο παρακάτω, ένα κατεστραμμένο στρατιωτικό αυτοκίνητο στην άκρη μιας αλάνας,μες στις τόσες αλάνες και τα χέρσα χωράφια που υπήρχαν ως εκεί που έφτανε το μάτι σου. Φοβερή φωλιά για παιχνίδι εκείνο το μισοκαμένο αυτοκίνητο! Εκεί παίζαμε τις περισσότερες ώρες με τις ξαδέρφες μας από το πάνω πάτωμα και πολλά γειτονόπουλα.
   Όλος εκείνος ο ανοιχτός χώρος, παντού, τριγύρω ήταν κατάσπαρτος με πολύ έντονα κίτρινα λουλούδια. Ένα σκούρο και γυαλιστερό κίτρινο, που όμοιό του δεν έχω ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου. Τα φύλλα τους ήταν σκούρα πράσινα θυμάμαι κι αυτά, κοντά και πλατιά. Τα λέγαμε "το δάκρυ της Παναγίας". Φύτρωναν πυκνά πυκνά το ένα δίπλα στο άλλο. Σαν μαγικό χαλί πολύ πλούσιο. 
   Δίπλα στο αυλάκι φύτρωνε και "σαπουνάδα". Κάτι λουλούδια, σαν μικρά αγριογαρίφαλα. άσπρα, που, όταν πλέναμε τα χέρια μας, έβγαζαν αρκετή σαπουνάδα. Δε μου άρεσε. Μύριζε πολύ έντονα χορταρίλα.
   Εκεί κοντά στο αυτοκίνητο, σε μια αμμούδα δίπλα στο αυλάκι, βρίσκαμε σφαίρες καμιά φορά. Πολύ όμορφες σφαίρες με εκπληκτικό αεροδυναμικό σχήμα. Όταν τις ανοίγαμε, ήταν αστραφτερά καθαρές από μέσα. Ήταν από κόκκινο χαλκό. Τις χτυπούσαμε για ν' ανοίξουν, με πέτρες και όχι στο καψούλι, για να μη σκάσουν. Τα ξέραμε αυτά. Άλλες είχαν μαύρο γυαλιστερό μπαρούτι μέσα κι άλλες μικρά κίτρινα μακαρονάκια. Τα πετούσαμε στη φωτιά κι άρπαζαν αμέσως κι έλαμπαν ξαφνικά με άσπρη και μπλε φλόγα μεγάλη και πολύ καπνό. Μύριζαν έντονα μια συγκεκριμένη γλυκόπικρη μυρουδιά, που σου άφηνε μια γλυφάδα στον ουρανίσκο.
   Δεν τα λέγαμε αυτά στους μεγάλους φυσικά, γιατί φοβόντουσαν πολύ και πάνω στο φόβο τους ποιος ξέρει τι ήταν ικανοί να κάνουν. Μπορούσαν να μας τσακίσουν στο ξύλο. Μας έλεγαν να μην πηγαίνουμε κοντά σε κείνο το αυλάκι, γιατί έχει μια Λάμια μέσα, που τρώει παιδιά. Παραμύθια! Ποτέ μου δεν έμαθα πώς ακριβώς ήταν μια Λάμια. Δεν την είδα ποτέ μου. Μπορεί να ήταν συνέχεια στη σκιά πάλι κι αυτή, μέσα σε μια στενή γέφυρα από σωλήνα, που είχε παρακάτω, και να μην έβγαινε στο φως της ημέρας. Ποιος ξέρει...
....................................................................................................................................
             
               Αχ, έρωτα!

   Έρχονταν οι μανάδες ολωνών και μας μάζευαν με φωνές και αγριάδες. Αλλιώς πώς να αφήσουμε το παιχνίδι, τις πυγολαμπίδες, τις κούνιες στα δέντρα, τα κιλίμια απλωμένα στα μυρωδάτα χαμομήλια; Φοβόντουσαν αυτές. Περισσότερο για τα κορίτσια, γιατί, λέει τριγύριζε ένας Λοτζάνης εκεί, ένας πρόστυχος που έβγαζε το πουλάκι του στα κορίτσια από μακριά. Και είχαμε πολλά κορίτσια σε κείνους τους μπαξέδες. Μας έλεγαν οι μανάδες μας να του πετάξουμε πέτρες, αν τον βλέπαμε. Αλλά δεν τον είδαμε ποτέ. Θα ήταν κρυμμένος πάντα σαν εκείνη τη Λάμια κι αυτός. Ποιος ξέρει...
   Ήμουν εγώ εκεί, όμως. Ήμουνα πολύ μικρός ακόμα, εντάξει, αλλά τι να έκανα; Έπρεπε να ανταποκριθώ κάπως στην πρώιμη ζήτηση. Ένα απόγευμα, μόλις είχε πέσει ο ήλιος, την ώρα που οι πρώτες πυγολαμπίδες αναβόσβηναν στα πέρα χωράφια τα σκοτεινά, ένα μεγάλο κορίτσι με φώναξε κάτω από την κουβέρτα της μες στ' ανθισμένα χόρτα. Ήταν ζεστά. Σήκωσε το φουστάνι της, γυμνώθηκε από κάτω. Ήταν όμορφη. Ήταν σγουρή και παράξενα ελκυστική η απόκρυφη ομορφιά της. Ένα γλυκό μαγνητικό μυστήριο. Με έβαλε να ξαπλώσω πάνω της. Με γύμνωσε πρώτα και μένα. Εγώ ήμουν μικρός ακόμα, αλλά μου άρεσε πολύ. Μύριζε συναρπαστικά ο κόρφος της. Οι πόροι της όλοι ανάδιναν μια απίστευτη γλύκα, ένα αόρατο μεθυστικό σύννεφο. Μείναμε κάμποση ώρα εκεί μόνοι στα χωράφια, κάτω από τις κουβέρτες. Ώσπου ήρθε κάποια φίλη της και χωρίσαμε αναγκαστικά, πολύ γλυκά ζαλισμένοι και οι δύο. 
   Την άλλη μέρα με ξαναφώναξε από μακριά, με προσποιητά αδιάφορη φωνή. Ήταν κι εκείνη η φίλη της μαζί και δίσταζε. Δίσταζα κι εγώ. Ποιος ξέρει τι θα είχαν πει για μένα οι δυο τους. Με είχε φωνάξει και κείνη η φίλη της κάτω από την κουβέρτα της κάποια φορά, αλλά δεν είχα πάει. Δε μου άρεσε. Με φώναζαν και τώρα οι δυο τους ξανά και ξανά. Πρώτα η μία και μετά η άλλη. Εγώ ήθελα μόνο τη μία. Δεν απαντούσα. Δεν ήξερα τι να κάνω. Κάθισα στα χορτα διστακτικός παραπέρα, δίπλα στο αυλάκι. Χτυπούσα το ήρεμο νερό αφηρημένος και αμήχανος με ένα καλάμι. Δεν ήθελα να προσβάλω καμιά τους, αλλά εγώ ήθελα μόνο τη μία, την όμορφη. Δίσταζα. Δεν πήγα τελικά. Δεν με ξαναφώναξε κι εκείνη. Θύμωσε κιόλας κι αισθάνθηκε την ανάγκη να πάρει τις αποστάσεις της από μένα. Μπορεί να νόμιζε ότι είχα αρνηθεί αυτήν, ενώ εγώ είχα αρνηθεί την άλλη. Δεν το κατάλαβε αυτό το τόσι απλό; Μπορεί, πάλι, να φοβήθηκε μην είμαι και μαρτυριάρης. Ποις ξέρει, ποιος μπορεί να ξέρει;...
   - Φύγε! Μου είπε προσποιητά μουτρωμένη από μακριά. Ο αλήτης! Να κάνει τέτοια πράγματα... Είπε στη φίλη της. Δεν ντρέπεται!
   Η άλλη δε μίλησε. Ποιος ξέρει τι θα είχαν πει μεταξύ τους για μένα. Αλλά δε με πείραξε που ήταν τόσο άδικη μαζί μου. Ήμουν μικρός, αλλά δε μου ήταν καθόλου δύσκολο να καταλάβω πως έπρεπε να κρατήσει κάποια προσχήματα μπροστά στην άλλη. Καταλάβαινα ότι της ήταν απαραίτητο να δείξει πως εγώ έφταιγα. Δεν μπορούσε να ομολογήσει ότι με είχε καλέσει αυτή η ίδια. Δε με πείραξε καθόλου, λοιπόν...


Δεν υπάρχουν σχόλια: