Τρίτη 29 Ιουνίου 2010

"Ο Λέμελ και η Τσίπα" - μια ιστορία για παιδιά του Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ - Β' μέρος και τελευταίο.

(για το α' μέρος βλ. στην αμέσως προηγούμενη ανάρτηση - ακριβώς από κάτω)


...Μια και δεν υπήρχαν δάσκαλοι στο χωριό, ο Λέμελ αναγκάστηκε να παέι πίσω στο Λιούμπλιν για να μάθει να διαβάζει. Πάλι ο πεθερός του τού έδωσε λεφτά για τη διαδρομή και για να πληρώσει τα μαθήματα. Στο Λιούμπλιν, καθώς ο Λέμελ πήγαινε να βρει δάσκαλο, πέρασε από ένα μαγαζί που διαφήμιζε γυαλιά. Κοίταξε μέσα κι είδε έναν πελάτη να βάζει ένα ζευγάρι γυαλιά και να ρίχνει μια ματιά σ' ένα βιβλίο, ενώ ο ιδιοκτήτης ρώτησε, "Τώρα μπορείς να διαβάσεις;"
   "Ναι, τώρα διαβάζω καλά", απάντησε εκείνος. 
   Ο Λέμελ σκέφτηκε: "Μια που βάζοντας γυαλιά μπορείς να διαβάσεις, τι τον χρειάζομαι τον δάσκαλο;"
   Δεν νοιαζόταν να μελετήσει. Ανυπομονούσε να γυρίσει πίσω στην Τσίπα.
   Μπήκε στο μαγαζί κι είπε στον ιδιοκτήτη: "Δώστε μου ένα ζευγάρι γυαλιά έτσι ώστε να μπορώ να διαβάσω".
   Ο ιδιοκτήτης τον ρώτησε πόσο δυνατά γυαλιά είχε φορέσει παλιότερα, κι ο Λέμελ, που δεν ήξερε τίποτα, απάντησε: "Δεν ξέρω τίποτα σχετικό. Αφήστε με να δοκιμάσω".
   Ο ιδιοκτήτης του έδωσε ένα ζευγάρι γυαλιά και του έτεινε ένα βιβλίο.
   Ο Λέμελ κοίταξε στο βιβλίο και είπε: "Λυπάμαι, δεν μπορώ να διαβάσω".
   "Θα σου δώσω πιο δυνατά γυαλιά", απάντησε εκείνος.
   Ο Λέμελ δοκίμασε το δεύτερο ζευγάρι κι είπε: "Τίποτα δεν άλλαξε, πάλι δεν μπορώ να διαβάσω".
   Ο ιδιοκτήτης του έδωσε πολλά διαφορετικά ζευγάρια να δοκιμάσει, αλλά ο Λέμελ πάντα έδινε την ίδια απάντηση - όχι, δεν μπορούσε να διαβάσει.
   Μετά από λίγη ώρα, απορημένος ο ιδιοκτήτης ρώτησε: "Με συγχωρείς, αλλά μήπως δεν ξέρεις να διαβάζεις;"
   "Αν μπορούσα να διαβάσω, δεν θα είχα έρθει εδώ καθόλου", απάντησε ο Λέμελ.
   "Σ' αυτή την περίπτωση, πρέπει πρώτα να πας σ' έναν δάσκαλο, για να μάθεις να διαβάζεις. Δεν μπορείς να το πετύχεις αυτό βάζοντας γυαλιά".
   Ο Λέμελ απογοητεύτηκε απ' την απάντηση. Είχε ετοιμαστεί να βάλει τα γυαλιά και να γυρίσει σπίτι. Μετά από λίγο αποφάσισε ότι δεν μπορούσε άλλο χωρίς την Τσίπα. Του έλειπε πάρα πολύ. Πήγε να βρει έναν δάσκαλο, όχι τόσο για να μάθει να διαβάζει, όσο για να του δώσει να γράψει από μέρους του ένα γράμμα για το σπίτι. Σύντομα βρήκε έναν. Όταν ο Λέμελ ρώτησε πόσος καιρός θα χρειαζόταν για να μάθει να διαβάζει, εκείνος απάντησε: "Θα μπορούσε να πάρει κι έναν χρόνο, αλλά όχι λιγότερο από μισό χρόνο".
   Ο Λέμελ στενοχωρήθηκε πάρα πολύ. Είπε στον δάσκαλο: "Μπορείς να γράψεις ένα γράμμα για μένα; Θέλω να στείλω ένα γράμμα στην Τσίπα μου".
   Έτσι ο Λέμελ άρχισε να υπαγορεύει:


   Αγαπημένη μου Τσίπα,
   Είμαι κιόλας στο Λιούμπλιν. Νόμιζα ότι αν βάλεις γυαλιά μπορείς να διαβάσεις, αλλά ο ιδιοκτήτης του καταστήματος είπε ότι τα γυαλιά δεν βοηθούν. Ο δάσκαλος λέει ότι θα έπαιρνε ένα μισό χρόνο ή έναν ολόκληρο χρόνο για να μου μάθει να διαβάζω, κι ότι πρέπει να μείνω στο Λιούμπλιν μέχρι εκείνη τη στιγμή. Αγαπημένη Τσιπούλα, σ' αγαπώ τόσο πολύ που αν μείνω μακριά σου για μια μέρα, πρέπει να πεθάνω από μελαγχολία. Αν είμαι χωρίς εσένα για έναν ολόκληρο μισό χρόνο, θα πρέπει να πεθάνω εκατό φορές κι ακόμα περισσότερες. Ως αποτέλεσμα, αποφάσισα να γυρίσω σπίτι, αν ο πεθερός μου, ο πατέρας σου συμφωνήσει. Ελπίζω να βρω μια δουλειά που να μη χρειάζεται να ξέρεις να γράφεις ή να διαβάζεις.
                                                                                           Με μελαγχολία,
                                                                                                           Λέμελ


  Όταν η Τσίπα πήρε το γράμμα κι ο πατέρας της τής το διάβασε, άρχισε να κλαίει κι υπαγόρευσε ένα γράμμα για το Λέμελ, που έλεγε τα εξής:


   Αγαπημένε μου Λέμελ,
   Όταν δε με δεις για μια μέρα πρέπει να πεθάνεις, αλλά όταν εγώ δεν σε βλέπω για ένα λεπτό, τρελαίνομαι. Ναι, αγαπημένε μου Λέμελ, γύρνα πίσω. Δεν χρειάζομαι ένα συγγραφέα αλλά έναν καλό σύζυγο, κι αργότερα ένα σπίτι γεμάτο παιδιά - έξι αγόρια κι έξι κορίτσια. Ο πατέρας θα βρει κάποια δουλειά για σένα. Μην αργοπορείς, μα έλα κατευθείαν σπίτι, επειδή αν γυρίσεις πεθαμένος και με βρεις τρελή, δεν θα 'ναι καλό για κανέναν απ' τους δυο μας.
                                                                                      Η αφοσιωμένη σου Τσίπα







   Όταν ο δάσκαλος διάβασε το γράμμα της Τσίπας στον Λέμελ, εκείνος άρχισε να κλαίει. Την ίδια μέρα ξεκίνησε για να γυρίσει σπίτι. Πριν ανέβει στο βαγόνι του Λιούμπλιν, μπήκε σ' ένα μαγαζί που πουλούσε καθρέφτες για να τη αγοράσει δώρο έναν καθρέφτη. Εκεί μέσα είπε στον ιδιοκτήτη ό,τι του είχε συμβεί - πώς τον εξαπάτησαν με το κουλουράκι και αποδείχτηκε ανίκανος να μάθει να διαβάζει με γυαλιά. 
   Ο ιδιοκτήτης  ήταν κι εκείνος κλέφτης και ψεύτης. Είπε: "Άνθρωποι σαν εσένα, Λέμελ, και τη γυναίκα σου την Τσίπα, θα έπρεπε να υπάρχουν πολλοί. Έχω ένα φίλτρο, το οποίο, μόλις το πίνεις, διπλασιάζεσαι, τριπλασιάζεσαι, τετραπλασιάζεσαι.  Πώς θα σου φαινόταν να υπήρχαν δέκα Λέμελ και δέκα Τσίπες που θ' αγαπούσαν ο ένας τον άλλο; Ο ένας Λέμελ και η μία Τσίπα θα έμεναν σπίτι όλη μέρα , το άλλο ζευγάρι θα πήγαινε στο μαγαζί ν' αγοράσει τ' απαραίτητα, το τρίτο θα πήγαινε μια βόλτα, το τέταρτο θα έτρωγε τηγανίτες με κρέμα, και το πέμπτο θα πήγαινε στο Λιούμπλιν να μάθει να γράφει και να διαβάζει".
   "Πώς γίνεται αυτό;" ρώτησε ο Λέμελ.
   "Πιες το φίλτρο και θα το διαπιστώσεις μόνος σου".
   Ο ιδιοκτήτης του έδωσε ένα ποτήρι με απλό νερό και του είπε να πιει μόνο μια γουλιά.  Ύστερα τον πήγε σ' ένα δωμάτιο όπου υπήρχαν δυο καθρέφτες,ο ένας απέναντι στον άλλο, και ο ένας από τους δύο ήταν λίγο πιο γερμένος προς τη μια πλευρά. Όταν ο Λέμελ μπήκε στο δωμάτιο, είδε όχι μόνο έναν Λέμελ στον καθρέφτη, αλλά μια ολόκληρη σειρά. Γύρισε στον άλλο καθρέφτη κι εκεί τα ίδια.
   Ο ιδιοκτήτης στεκόταν στηνπόρτα κι είπε: "Λοιπόν, σε εξαπάτησα;"
   "Α, δεν μπορώ να πιστέψω τα ίδια μου τα μάτια!" αναφώνησε ο Λέμελ. "Πόσο κοστίζει αυτό το φίλτρο;"
   "Είναι πολύ ακριβό", απάντησε ο ιδιοκτήτης, "αλλά για σένα, θα κάνω μια καλή τιμή. Δώσε μου όλα τα λεφτά που έχεις, εκτός απ' αυτά που σου χρειάζονται για να γυρίσεις σπίτι. Πέτυχες σπουδαίο κελεπούρι".
   Ο Λέμελ πλήρωσε χωρίς δισταγμό, κι ο ιδιοκτήτης του έδωσε ένα μεγάλο φλασκί γεμάτο νερό. Του είπε: "Εσύ κι η Τσίπα σου, πρέπει να πίνετε απ' αυτό μόνο μια σταγόνα την ημέρα. Αυτό το φλασκί θα κρατήσει για χρόνια. Αν τελειώσει, μπορείς πάντα να έρθεις πίσω στο Λιούμπλιν κι εγώ θα στο ξαναγεμίσω τσάμπα. Περίμενε, θα σου δώσω μια γραπτή εγγύηση".
   Ο ιδιοκτήτης πήρε ένα κομμάτι χαρτί κι έγραψε: "Ο Θεός αγαπάει τους χαζούς. Γι' αυτό κι έφτιαξε τόσους πολλούς".
   Όταν ο Λέμελ γύρισε σπίτι κι ο πεθερός του είδε το φλασκί με το νερό και διάβασε το χαρτί, κατάλαβε ότι ο γαμπρός του είχε εξαπατηθεί γι' άλλη μια φορά.
   Αλλά ο Λέμελ όταν είδε την Τσίπα, η χαρά του ήταν τόσο μεγάλη που ξέχασε όλα τα προβλήματά του. Τη φίλησε και την αγκάλιασε και φώναξε: "Δεν χρειάζομαι πολλές Τσίπες. Μια Τσίπα μου είναι αρκετή, ακόμα κι αν εγώ γινόμουν χίλιοι Λέμελ".
   "Κι εγώ δεν χρειάζομαι πολλούς Λέμελ. Ένας Λέμελ μου είναι αρκετός, ακόμα κι αν εγώ γινόμουν ένα εκατομμύριο Τσίπες", αναφώνησε η Τσίπα.
   Όντως, ο Λέμελ και η Τσίπα ήταν και οι δύο χαζοί, αλλά μέσα τους είχαν πιο πολλή αγάπη απ' όλους τους σοφούς. Μετά από λίγο καιρό, ο Λέμελ αγόρασε ένα άλογο κι ένα κάρο κι έγινε αμαξάς. Γι' αυτή τη δουλειά, δεν χρειαζόταν να ξέρει να γράφει και να διαβάζει. Πήγαινε τους επιβάτες στο Χελμ και τους έπαιρνε από εκεί, κι όλοι τον αγαπούσαν για τη συνέπειά του, τη φιλική του διάθεση, και την αγάπη που έδειχνε στο άλογό του. Η Τσίπα άρχισε να κάνει παιδιά, και γέννησε στον Λέμελ έξι αγόρια κι έξι κορίτσια. Τα αγόρια έμοιασαν στην Τσίπα και τα κορίτσια στον Λέμελ, αλλά ήταν όλοι τους καθαρόαιμοι χαζοί κι όλοι βρήκαν συζύγους στο Χελμ. Ο Λέμελ και η Τσίπα έζησαν ευτυχισμένα μέχρι τα βαθιά γεράματα, τόσο πολύ ώστε να απολαύσουν μια ολόκληρη φυλή από εγγόνια, δισέγγονα και τρισέγγονα. 


(μετάφραση: Ανθή Λεούση, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ)


Δεν υπάρχουν σχόλια: