Κυριακή 18 Απριλίου 2010

Λόγος περί έρωτος γλυκόπικρος Γ'

       Λόγος γλυκό -...


  ...Ο Αντρέας εσήκωσε τότες το κεφάλι, κι άνοιξε όσο μπορούσε τα μάτια του. Πρώτη φορά την έβλεπε τη Ρήνη, γυναίκα καμωμένην. Την ελογάριαζε πάντα κοπέλα μικρή, κι ως τα τότες δεν την είχε προσέξει. Αυτή του χαμογέλασε/ και μία φωνή από μέσα του χωρίς να το θέλει του 'πε: "Καλά θα 'τανε." Κ' εχαμογέλασε και κείνος. Πρώτα εκατέβασε το βλέφαρο κ' έπειτα το εξανασήκωσε πάλι, και την είδε που εχαμογελούσε ακόμα δροσερά δροσερά, με το καθάριο και τίμιο βλέμμα, παρόμοια σ' ένα κρίνου μπουμπούκι που προσμένει μόνο την αχτίδα του ήλιου για να ανοίξει κατάλευκο και μοσκοβολισμένο. Και ωστόσο απαντώντας στην αθέλητη ιδέα του ερώτησε σκεφτικός τον εαυτό του: "Τι, τι θά 'ταν καλά;"...
 ...Κι ωστόσο η νιότη της Ρήνης είταν σιμά του, κι αχτιδοβολούσε φαίνεται, γιατί την εγρικούσε σιμά του ως και χωρίς να την κοιτάζει, και εφανταζότουν αθέλητα πώς έπαιρνε η νέα την πνοή της, πώς ανεβοκατέβαινε το παρθενικό της στήθι και πώς εχτυπούσε η καρδιά της κάτου από το μαρμαρένιο της τον κόρφο/ και αθέλητα πάλι σήκωσε το βλέμμα/ και του κάστηκε αυτήν τη στιγμή ομορφήτερη ακόμα κ' εκατάλαβε πως το καθάριο της το μάτι τον εμάγευε...


      -πικρος...


...Και οι ώρες εδιάβαιναν αργά αργά, και είταν ατέλειωτη η μεγάλη χειμωνιάτικη νύχτα. Ω τουλάχιστο να 'φευγε γλήγορα! Το φως είναι παρηγοριά για τους δυστυχισμένους/ το φως το γλυκό της μέρας. Μα και οι νύχτες στο πλευρό του θα μπόρειαν να 'ταν της ευτυχίας της η πηγή. Ω να τον είχε σιμά της, αυτόνε που τον είχε αγαπήσει, που θα μπόρειε ακόμα να τον αγαπάει, κι ας την είχε μεταχειριστεί απόψε τόσο άγρια, τόσο σκληρά, τόσο απάνθρωπα, έναν τέτοιο νέο, στήριγμα της ζωής της και καμάρι της μπροστά σ' όλον τον άλλο κόσμο...
(...)Μα δε θα μετάνιωνε; Ποιος ξέρει; Και αυτιάστηκε πάλι με μίαν αλαργινή ελπίδα πως θ' άκουε τα ποθητά πατήματά του, κ' επρόσμενε ακίνητη. Κι όταν είδε πως όλα είταν του κάκου, και πάλι τότες μέσα στη νέα της καρδιά καινούρια απαντοχή εφώτισε. Εξεσκεπάστηκε/ και στη μικρή τρεμάμενη λάμψη του καντηλιού εκοίταζε η ίδια το κορμί της, τα μαρμαρένια της τα πλούσια τα στήθη, τα ξανθά μαλλιά της που εχυνόνταν στους νώμους της σαν ποταμός χρυσός, και από την κορφή ως τα πόδια όλα τα αρμονικά της  σ ο υ σ ο ύ μ ι α, όλο το μέστωμα της νιότης.
   Κι εσκέφτηκε: "Δεν είναι άξιο της αγάπης του αυτό το κορμί μου; και μπορεί να λησμονήσει τέλεια την τόση μου αγάπη; Μπορεί αλήθεια να μη γνοιαστεί για τη ζωή μου, και να 'μαι για πάντα ολότελα ξένη για κείνον;" Και πάλι όμως μαύρες ιδέες εσκοτείνιασαν το νου της. Ω κι αν εξαναρχότουν, κι αν την αγκάλιαζε, κι αν την περίσφιγγε με τα δυνατά του τα μπράτσα, με την αγάπη την πρώτη, πού θα βρισκότουν πλια και η χαμένη η αρμονία, αφού εμπόρεσε μία στιγμή να την αρνηθεί, σε μια δύσκολη στιγμή της ζωής, αδιάφορο αν από φταίξιμό του ή όχι, ενώ τότες είχε μάλιστα το χρέος να αγωνιστεί και να νικήσει κάθε ενάντιο; Μα είταν δεμένη για πάντα μ' εκείνον...


Από το μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη (1872 - 1923) "Η Τιμή και Το Χρήμα" (1914)

Δεν υπάρχουν σχόλια: